Τα τελευταία χρόνια, μέσα από τον χώρο της κωμωδίας, έχει γίνει γνωστό σε πολλούς το επώνυμο Μπαλούρδος. Έτσι ονομάζεται ο μάλλον αφελής αστυνομικός των ΜΑΤ από την τηλεοπτική σατιρική εκπομπή «Ελληνοφρένεια». Το ίδιο επίθετο έχει επίσης και ένας από τους στρατιώτες του τηλεοπτικού σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, στην ταινία «Λούφα και Παραλλαγή», του σκηνοθέτη Νίκου Περάκη. Δεν είναι όμως εξίσου γνωστό το ότι, εκτός από κωμικός χαρακτήρας, ο Μπαλούρδος ήταν και υπαρκτό πρόσωπο. Μπορεί βέβαια να μην υπηρέτησε στα ΜΑΤ ή στον τηλεοπτικό σταθμό του στρατού, αλλά σίγουρα είχε μια πολύ επεισοδιακή ζωή.
Ο Δημήτριος Μπαλούρδος ή Οικονόμου ήταν ένας διαβόητος λήσταρχος, με καταγωγή από την Αράχωβα. Πεδίο δράσης του υπήρξε κυρίως η Στερεά Ελλάδα, την οποία λυμαινόταν από το 1917 μέχρι το 1922. Ο Μπαλούρδος βγήκε στην παρανομία όταν σκότωσε στην Αράχωβα έναν τοκογλύφο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μισητός στους κατοίκους της ορεινής αυτής κωμόπολης. Σίγουρα πολλοί θα επικρότησαν την συγκεκριμένη δολοφονία, όχι όμως και οι διωκτικές αρχές. Για να γλιτώσει λοιπόν την σύλληψη, ο Μπαλούρδος κατέφυγε στα βουνά, όπου άρχισε να ζει ως ληστής. Σύντομα μάλιστα κατάφερε να συστήσει και δική του συμμορία, συγκεντρώνοντας γύρω του κι άλλους κακοποιούς. Πρωτοπαλίκαρά του ήταν οι ληστές Καραθανάσης και Αργυροκαστρίτης.
Για μια πενταετία η συμμορία του Μπαλούρδου έσπερνε τον τρόμο στην Περιοχή του Παρνασσού. Η φήμη της σταδιακά εξαπλώθηκε, καθώς οι ληστείες και τα άλλα εγκλήματα που διέπραττε έγιναν γνωστά σε όλη την Ελλάδα. Οι αρχές, αναγνωρίζοντας την σοβαρότητα του προβλήματος, επικήρυξαν τον Μπαλούρδο, προσφέροντας ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό σε όποιον προσκόμιζε στην χωροφυλακή το κομμένο κεφάλι του. Αυτό όμως δεν φάνηκε να αποθαρρύνει καθόλου τον Αραχωβίτη λήσταρχο, ο οποίος συνέχισε απτόητος την εγκληματική του δράση.
Ξαφνικά, το 1922, όλα άλλαξαν. Για κάποιον ανεξακρίβωτο μέχρι σήμερα λόγο, ο Μπαλούρδος εγκατέλειψε τον ληστρικό βίο και αποφάσισε να ασκητέψει σε μια σπηλιά, στον Παρνασσό. Εκεί μέσα έζησε ενάμιση χρόνο ως ερημίτης, μακριά από εχθρούς και φίλους. Τρεφόταν μόνο με ψωμί και ελιές, ενώ είχε πλέον πειστεί ότι ήταν προφήτης. Σε όποιον τύχαινε να περάσει από την σπηλιά του, ο Μπαλούρδος έδινε διάφορους χρησμούς, ισχυριζόμενος ότι αποκάλυπτε τα μελλούμενα. Οι πρώην σύντροφοί του μετανιωμένου λήσταρχου τον επισκέφθηκαν αρκετές φορές, για να διαπιστώσουν αν οι φήμες περί μεταστροφής του ήταν αληθινές. Όταν του ζητούσαν να παρατήσει την ασκητική ζωή και να αναλάβει ξανά την αρχηγία της συμμορίας, εκείνος τους έκανε κήρυγμα και τους καλούσε να εγκαταλείψουν την παρανομία μια για πάντα. Παρόλα αυτά, ο κόσμος δεν πίστεψε ότι ο τρομερός λήσταρχος είχε μεταμορφωθεί σε ερημίτη και συνέχιζε να του αποδίδει εγκλήματα τα οποία δεν είχε διαπράξει ο ίδιος στην πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή, ο Μπαλούρδος αποφάσισε να γίνει καλόγερος και να μονάσει κανονικά. Φόρεσε κάτι ράσα που βρήκε, άφησε οριστικά την σπηλιά του και πήγε στην μονή του Οσίου Λουκά, στην Λειβαδιά. Η παραμονή του όμως εκεί δεν θα κρατούσε για πολύ. Ένας καλόγερος τον αναγνώρισε και τον κατέδωσε στις αρχές για να εισπράξει την αμοιβή της επικήρυξης. Ο Μπαλούρδος συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις φυλακές Συγγρού. Εκεί θα ζούσε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, τα οποία δεν έμελλαν να είναι και πολλά. Πέθανε από τις κακουχίες της φυλακής το 1925, άσημος και λησμονημένος από όλους.
Μετά τον θάνατο του Μπαλούρδου, την αρχηγία της συμμορίας του ανέλαβαν τα πρωτοπαλίκαρά του, Αργυροκαστρίτης και Καραθανάσης. Η συνεργασία τους όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς οι δύο ληστές ήρθαν σύντομα σε σύγκρουση. Ο Καραθανάσης μάλιστα απέκτησε διασυνδέσεις με τον πολιτικό κόσμο και μια νύχτα του 1933 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, γαζώνοντας το αυτοκίνητό του με 66 σφαίρες.
Για τα αίτια της μεταστροφής του Μπαλούρδου μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν. Ήταν αποτέλεσμα ειλικρινούς μετάνοιας ή εκδήλωση ψυχικής διαταραχής; Ίσως επρόκειτο απλώς για ένα τέχνασμα που επινόησε ο λήσταρχος προκειμένου να εξασφαλίσει άσυλο σε κάποιο μοναστήρι. Όπως και να’ χει όμως, το παρελθόν του Μπαλούρδου δεν τον άφησε ήσυχο. Τον ακολούθησε επίμονα, και στην σπηλιά του Παρνασσού και στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, μέχρι που στο τέλος έφερε τον χαμό του.
Χρησιμοποιήθηκε υλικό από το βιβλίο του Βασίλη Ι. Τζανακάρη «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002.