“...αν δεν επιδείξουμε τη βούλησή μας να εφαρμόσουμε τον νόμο ισότιμα, αν θεωρηθεί ότι αυτός εφαρμόζεται επιλεκτικά, θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την κατάρρευσή του. Με τον τρόπο αυτό, θα χαλαρώσουμε τους εναπομείναντες δεσμούς που μας κρατούν ενωμένους, τους σταθεροποιητικούς δεσμούς μεταξύ όλων των κοινοτήτων και των ατόμων, το δίχτυ ασφαλείας στο οποίο προσβλέπουν όλα τα θύματα σε περιόδους πόνου. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή.”
Με τον τρόπο αυτό, ο Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου έκλεισε τη δήλωσή του, αναφορικά με τις αιτήσεις έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης για τον επικεφαλής της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, τον επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους της Χαμάς και τον επικεφαλής του Πολιτικού Γραφείου της Χαμάς, καθώς και τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ. Στον πυρήνα της δήλωσης αυτής βρίσκονται οι δύο θεμελιώδεις πυλώνες της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης, η λογοδοσία και η ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. Με τον τρόπο αυτό, η δήλωση του Εισαγγελέα απηχεί όλα τα σημεία κριτικής προς το σισύφειο εγχείρημα της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης: τα διπλά πρότυπα στην εφαρμογή του νόμου, την πολιτικώς φορτισμένη επιλεκτικότητα ερευνών και διώξεων, ακόμα και τη λειτουργία του θεσμού ως εργαλείο επιβολής και αναπαραγωγής της δυτικής ηγεμονίας. Εν μέσω μιας εξαιρετικά βίαιης σύγκρουσης, επακόλουθο της βάναυσης τρομοκρατικής επίθεσης της 7 Οκτωβρίου 2023 από τη Χαμάς κατά του Ισραήλ, και σε ένα διεθνές πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τη διάχυτη ατιμωρησία για σοβαρά διεθνή εγκλήματα και την περιθωριοποίηση του διεθνούς δικαίου, η σημασία του αιτήματος είναι εμφανής. Ταυτόχρονα, εάν εκδοθούν αυτά τα εντάλματα, η επιτακτική ανάγκη να τηρηθούν οι δεσμευτικές αποφάσεις του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) καθίσταται αδιαμφισβήτητη, αντανακλώντας τη συλλογική δέσμευση της διεθνούς κοινότητας για καταπολέμηση της ατιμωρησίας και για διατήρηση του κράτους δικαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ευρεία συναίνεση μεταξύ ακαδημαϊκών, νομικών και εμπειρογνωμόνων ότι η συμπεριφορά τόσο του Ισραήλ όσο και της Χαμάς στη Γάζα και στο Ισραήλ, μπορεί να ισοδυναμεί με εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η σχετική πρωτοβουλία του Γραφείου του Εισαγγελέα ήταν αναμενόμενη, αρκετές εβδομάδες πριν τη δημοσιοποίηση της αίτησης έκδοσης ενταλμάτων. Παρά την υποστήριξη που συγκέντρωσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο από σημαντική μερίδα της διεθνούς κοινότητας, παραδόξως οι ενέργειες του Εισαγγελέα επικρίθηκαν δριμύτατα από τις ίδιες χώρες που υπερασπίζονται την υποτιθέμενη παγκόσμια τάξη που βασίζεται σε κανόνες (rules - based order).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ, η Γερμανία, η Αυστρία και η Τσεχία εκφράζουν ενστάσεις αναφορικά με το αίτημα του Εισαγγελέα, κυρίως επί της βάσης της έλλειψης δικαιοδοσίας από πλευράς του ΔΠΔ στη Γάζα. Ωστόσο, το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου έχει ήδη επιλυθεί με σαφήνεια. Η Παλαιστίνη προσχώρησε στο Καταστατικό του ΔΠΔ τον Ιανουάριο του 2015, γεγονός που οδήγησε στην έναρξη ισχύος του Καταστατικού για τα παλαιστινιακά εδάφη τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Η δε Παλαιστίνη είχε εκδώσει δήλωση αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΠΔ ήδη από τις 13 Ιουνίου 2014. Κατά συνέπεια, από τον Ιούνιο του 2014, το ΔΠΔ έχει δικαιοδοσία να εξετάζει τα εγκλήματα που προβλέπονται στο Καταστατικό του, τα οποία διαπράττονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε παλαιστινιακά εδάφη, από Παλαιστίνιους και υπηκόους οποιασδήποτε χώρας, συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλινών, καθώς και εκείνα που διαπράττονται από Παλαιστίνιους οπουδήποτε στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Παράλληλα, αιχμή του δόρατος της κριτικής τους, αποτελεί μία άλλη, ιδιαιτέρως ανησυχητική θέση: ότι η συμπερίληψη στην αίτηση ενταλμάτων σύλληψης τόσο ηγετών της Χαμάς όσο και του Ισραήλ δημιουργεί και προάγει την εντύπωση μιας εσφαλμένης ηθικής εξίσωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης με τους θεσμούς της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης.
Αυτές οι ενστάσεις στερούνται νομικής θεμελίωσης και, μάλλον, αντικατοπτρίζουν τις πολιτικές αντιλήψεις των ενισταμένων σχετικά με τη σύγκρουση, καθώς και την εσφαλμένη αντίληψή τους ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες δεν μπορούν να κατηγορηθούν για διεθνή εγκλήματα. Από τη μία, η ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος σε μία χώρα δεν εξαιρεί τους νομίμως εκλεγμένους αξιωματούχους από ενδεχόμενη ευθύνη τους για πιθανές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη, το Γραφείο του Εισαγγελέα, δεν προβαίνει σε ηθική σύγκριση των κατηγορουμένων, δεν αξιολογεί, δηλαδή, αν κάποιοι ύποπτοι διεθνών εγκλημάτων είναι «καλύτεροι» ή «χειρότεροι» με βάση την πολιτική τους θέση. Τα αρμόδια όργανα του ΔΠΔ αξιολογούν τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, εφαρμόζοντας τον νόμο, ώστε να καθορίσουν αν συγκεκριμένα άτομα φέρουν ποινική ευθύνη για διεθνή εγκλήματα.
Το μόνο κοινό σημείο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι άτομα από αμφότερες τις πλευρές έχουν δώσει στον Εισαγγελέα εύλογους λόγους να πιστεύει ότι είναι πιθανό να έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Το ποινικό δίκαιο δεν προβαίνει σε συγκρίσεις: η συμπεριφορά κάθε ατόμου αξιολογείται βάσει αμιγώς νομικών κριτηρίων και όχι σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά της αντίπαλης πλευράς. Μετά από αντικειμενικές έρευνες, οι ενέργειες των εμπλεκόμενων προσώπων αξιολογήθηκαν από τον Εισαγγελέα του ΔΠΔ, με βάση καθολικά δεσμευτικά διεθνή νομικά πρότυπα και κρίθηκαν πιθανώς αξιόποινες.
Αυτή η αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου, θα ήταν εύλογο να υποστηριχθεί απερίφραστα, καθώς ενσωματώνει τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς δικαιοσύνης, τη λογοδοσία και την καθολικότητα του νόμου. Το να θεωρείται μεμπτή η εφαρμογή των ίδιων πρότυπων της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης σε όλους τους πιθανούς δράστες διεθνών εγκλημάτων, εκτός από επιστημονικά εσφαλμένη και μεροληπτική, αντιβαίνει και στην ίδια την ουσία του διεθνούς ποινικού δικαίου, το οποίο έχει στον πυρήνα του την απόδοση ευθυνών και Δικαιοσύνης για τα θύματα των διεθνών εγκλημάτων.
Οι επιθέσεις κατά των θεσμών της διεθνούς δικαιοσύνης και των νομικών τους ενεργειών στην υπόθεση της ισραηλοπαλαιστινιακής σύγκρουσης εντάσσονται σε μια σταθερή στρατηγική, σύμφωνα με την οποία κάθε κριτική προς το Ισραήλ, ακόμη και η πιο μετριοπαθής, χαρακτηρίζεται ως αντισημιτική. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση της σύγκρουσης, με τον αριθμό των νεκρών να υπερβαίνει τις 39.000, τη σφοδρότητα των επιθέσεων και το μέγεθος της καταστροφής στη Γάζα να ξεπερνούν εκείνα των χειρότερων μαχών του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, η σχετική αποπροσανατολιστική επιχειρηματολογία περί αντισημιτισμού έχει υπερβεί τα όρια της πειθούς.
Η κριτική προς τις ενέργειες διεθνών δικαστηρίων είναι, ενίοτε, ενδεικτική των κρυφών προθέσεων εκείνων που επιλέγουν να την ασκήσουν. Στην πραγματικότητα, στοχεύουν στην υπονόμευση και απονομιμοποίηση των θεσμών της διεθνούς δικαιοσύνης, όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντά τους, επιδιώκοντας να δημιουργηθεί ένα καθεστώς εξαίρεσης για κάποιους απέναντι στο νόμο. Αυτό είναι το πεδίο αποκάλυψης της διαφοράς μεταξύ της αφηρημένης έννοιας μιας à la carte διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες, οι οποίοι επιστρατεύονται κατά το δοκούν ή ακόμη και καταχρηστικά, και ενός διεθνούς κράτους δικαίου, δηλαδή μιας τάξης που λειτουργεί εντός των ορίων του διεθνούς δικαίου.
Η διεθνής ποινική δικαιοσύνη και οι μηχανισμοί της αποτελούν αναπόσπαστο και ζωτικής σημασίας κομμάτι του διεθνούς κράτους δικαίου. Αυτοί οι μηχανισμοί αναδείχθηκαν μετά τη λήξη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, ανταποκρινόμενοι σε μια πρωτοφανή οικουμενική απαίτηση για δικαιοσύνη και λογοδοσία. Οποιαδήποτε απομάκρυνση από τις διακηρυγμένες αρχές της διεθνούς δικαιοσύνης, όπως είναι ο τερματισμός της ατιμωρησίας των δραστών των πιο ειδεχθών εγκλημάτων και η συμβολή στην αποτροπή αυτών, συνιστά οπισθοδρόμηση για το κράτος δικαίου και τη διεθνή νομική και πολιτική τάξη. Καμία χώρα, ένοπλη ομάδα ή άτομο δεν μπορεί να σταθεί υπεράνω του νόμου.
Μια τέτοια παρέκκλιση θα ενέτεινε την ήδη βαθιά κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς της διεθνούς δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, παρά την έλλειψη εκτελεστικών μηχανισμών επιβολής, οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων δεν αποτελούν απλώς συστάσεις, αλλά φέρουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Η συμμόρφωση των κρατών προς αυτές τις αποφάσεις αποτελεί ένδειξη γνήσιου σεβασμού προς το διεθνές νομικό σύστημα και τους θεσμούς που το στηρίζουν. Το τελευταίο διάστημα, εν μέσω μιας εξελισσόμενης κρίσης του πολυμερούς διεθνούς συστήματος, η οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αδυναμία των διεθνών οργανισμών και θεσμών να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν κατά τη σύστασή τους, δοκιμάζεται και η δέσμευση των κρατών στη νομική αρχιτεκτονική που τα ίδια, με ελεύθερη και εθελοντική βούληση, έχουν δημιουργήσει. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενέργειες του ΔΠΔ (αλλά και οι παράλληλες ενέργειες του ΔΔΧ στην υπόθεση της Νοτίου Αφρικής εναντίον του Ισραήλ) σηματοδοτούν μία αναπόδραστη στιγμή αναμέτρησης του συνόλου της διεθνούς κοινότητας, ανεξαρτήτως κάθε διαχωριστικής γραμμής, με την αλήθεια και τη νομιμότητα, την ευθύνη και τη λογοδοσία.