Ο πέμπτος κατά σειράν κυβερνήτης της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας απέκτησε μεγαλύτερη υστεροφημία ακόμη και από τον Ιούλιο Καίσαρα, εξαιτίας του ρόλου του στη δίκη του Ιησού Χριστού. Ο Λατίνος ιστορικός Τάκιτος, ο οποίος γεννήθηκε περίπου τριάντα χρόνια μετά τη Σταύρωση, δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο διαβόητος επέπρωτο να γίνει ο Πιλάτος. Ο ιστορικός αυτός γράφει στα Χρονικά του (Annales 15.44.4).: “Εκείνος από τον οποίο προέρχεται το όνομα ‘Χριστιανοί’, ο Χριστός (Christus), θανατώθηκε επί Αυτοκράτορος Τιβερίου με πρωτοβουλία του κυβερνήτη (procurator) Ποντίου Πιλάτου. Κατεπνίγη έτσι προσωρινά η ολέθρια δεισιδαιμονία.” Ο Μάρκος Πόντιος Πιλάτος διετέλεσε κατά τη δεκαετή θητεία του στην Ιουδαία (26-αρχές του 37 μ.Χ.) praefectus και procurator. Επειδή ο Χριστός αντιμετώπιζε τη θανατική ποινή, δεν δικάστηκε βάσει του τοπικού ιουδαϊκού δικαίου, αλλά ενώπιον του Ρωμαίου «ηγεμόνος», όπως τον αποκαλούν οι Ευαγγελιστές. Σύμφωνα με πηγές της εποχής τού Χριστού, ο Πιλάτος ήταν αυταρχικός και αρπακτικός˙ επειδή είχε προσβάλει επανειλημμένως τις θρησκευτικές και εθνικές ευαισθησίες των Εβραίων, τον επέπληξε ο Τιβέριος και αργότερα ανεκλήθη στη Ρώμη όπου δικάστηκε για κατάχρηση εξουσίας και ανικανότητα. Σύμφωνα με τη μεταγενέστερη μαρτυρία του επισκόπου και ιστορικού Ευσεβίου (περίπου 260-339), ο Αυτοκράτωρ Καλιγούλας τον κατεδίκασε σε αναγκαστική αυτοκτονία (Εκκλησιατική Ιστορία 2.7).
Για να επιβλέψει την τάξη κατά την εορτή του Πάσχα, ο εκάστοτε Ρωμαίος κυβερνήτης έφευγε από την επίσημη έδρα του στην Καισάρεια και έμενε εκτάκτως στα Ιεροσόλυμα, πότε στο Ηρώδιο, το Παλάτι του Ηρώδη του Μεγάλου (περίπου 73-4 π.Χ.), πότε στο φρούριο «Αντωνία» στη βορειοδυτική πλευρά της αυλής του Ναού. Η δίκη του Ιησού έγινε δημοσία σε αυλή στο Ηρώδιο ή στο φρούριο. O Πιλάτος καθόταν «ἐπὶ τοῦ βήματος» (Ματθαίος 27: 19). Κατά την ανάκριση, σχεδόν στιχομυθία, ο Ρωμαίος έθεσε στον υπόδικο το αιώνιο ερώτημα «Τί ἐστιν ἀλήθεια;» (Ιωάννης 18: 38). Απευθυνόμενος ύστερα στον όχλο διαπραγματεύτηκε την τύχη του: ποιον να απελευθερώσω, τον «βασιλέα των Ιουδαίων» ή τον ληστή Βαραββά; Ο όχλος κραύγασε την απάντησή του. Δυνάμει της ανωτάτης αστικής, ποινικής και στρατιωτικής εξουσίας του, ο Πόντιος Πιλάτος είχε τη διακριτική ευχέρεια να απελευθερώσει ένα κατάδικο. Περίπου πενήντα χρόνια μετά τη δίκη του Χριστού, ο G. Septimius Vegetus, Ρωμαίος κυβερνήτης στην Αίγυπτο, απέλυσε τον κατηγορούμενο Φοιβίωνα, λέγοντάς του «Άξιζε να μαστιγωθείς... αλλά θα σε απελευθερώσω στον όχλο (χαρίζομαι δὲ τοῖς ὄχλοις).
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, η ερώτηση «Βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;» είχε ερεθίσει το ακροατήριο των Εβραίων, γι’ αυτό και «Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῡν καὶ ἐμαστίγωσε» (Ιωάννης 19:1). Ο δικαστής ήλπιζε ότι η τιμωρία αυτή θα κατεύναζε την οργή του όχλου, όπως υποδηλώνει και ο Λουκάς (23:16). Ο Μάρκος (15:15) και ο Ματθαίος (27: 26) επίσης μνημονεύουν τη λεπτομέρεια της μαστίγωσης, όχι όμως ως θεαματική λύση, ως μέσον εκτόνωσης της κατακραυγής, αλλά ως επίσημο προστάδιο της σταύρωσης. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Ιουδαίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα Ιώσηπος.
Εκ πρώτης ανάγνωσεως οι διατυπώσεις του Μάρκου «παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγγελώσας ἵνα σταυρωθῇ», του Ματθαίου «τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγγελώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ», και του Ιωάννη (19:1, πιο πάνω) σημαίνουν ότι ο κυβερνήτης μαστίγωσε τον Χριστό μόνος του. Οι ποικίλες λατινικές μαρτυρίες, εντούτοις, για τη μαστίγωση ως δικαστική διαδικασία υποδεικνύουν ότι ο Πιλάτος διέταξε έναν ή περισσότερους στρατιώτες ή δούλους, τους λεγομένους tortores, να «φραγγελώσουν» (από το λατινικό ρήμα fragellare) δημόσια τον Χριστό. Ο ιουδαϊκός νόμος, σε αντίθεση με τον ρωμαϊκό, περιόριζε τον αριθμό των χτυπημάτων σε 39˙ στη δίκη του Χριστού εφαρμόστηκε όμως, όπως ειπώθηκε, το ρωμαϊκό δίκαιο. Αν ακολουθήθηκε η συνηθισμένη πρακτική, οι στρατιώτες γύμνωσαν τον Ιησούν από τη μέση και πάνω και τον προσέδεσαν σε ένα στύλο ή κίονα ή τον έριξαν καταγής για να τον μαστιγώσουν. Στον Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1461, φυλάσσονταν κομμάτια από τον κίονα και το μαστίγιο που χρησιμοποιήθηκαν για τη μαστίγωση του Χριστού.
Κατά τους ειδικούς, το θέμα της μαστίγωσης του Χριστού σπάνια απεικονίζεται στη βυζαντινή αγιογραφία πριν από το 1300.
Μαρτυρείται για πρώτη φορά στη Δύση από τον 9ον αιώνα και απεικονίζεται αφειδώς από την Αναγέννηση και έπειτα. Το έργο τού Φλωρεντίνου Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα, «Η Μαστίγωση» (περίπου 1455-65) αποτελεί αίνιγμα, γιατί πλην του Ιησού, του Πιλάτου και του ραβδούχου, είναι αμφιλεγόμενη η ταυτότητα των υπολοίπων προσώπων στον πίνακα.
Ο άνδρας ο οποίος φοράει σαρίκι, ίσως ως σύγχρονη νύξη στους Οθωμανούς, έχει γυρίσει την πλάτη του στον θεατή. Ο Ιησούς, δεμένος σ’ ένα κίονα, είναι η μικρότερη μορφή σε αυτή την εσωτερική, αυστηρά γεωμετρική σκηνή με κλασικό-ρωμαϊκό διάκοσμο. Μαστιγούμενος στέκεται αξιοπρεπής κάτω από ένα ειδωλολατρικό αγαλμάτιο. Ο Πιλάτος, με ροζ και μπλε ενδυμασία και ασορτί καπέλο, κάθεται «ἐπὶ τοῦ βήματος» στο πραιτώριο. Το βήμα παριστάνεται ως φορητός θρόνος (sedia gestatoria).Ο ζωγράφος δεν βασίζεται κατά λέξιν στις σχετικές περικοπές της λατινικής μετάφρασης, της καθολικής Vulgata, της Καινής Διαθήκης. Αποδίδει τη σκηνή κατά το ευκόλως εννoούμενο: ο Πόντιος Πιλάτος διέταξε τη μαστίγωση, δεν μαστίγωσε τον Χριστόν ο ίδιος.
Η μαστίγωση στην Αναγέννηση υπενθυμίζει την ανθρώπινη, σαρκική υπόσταση του Χριστού. Σε έναν από τους λίγους πίνακες του αρχιτέκτονα Ντονάτο Μπραμάντε (1444-1514) οι οποίοι σώζονται, «Ο Χριστός στον κίονα», ο Χριστός έχει αθλητική, σχεδόν τρισδιάστατη διάπλαση.
Το σχοινί με το οποίο τον έχουν δέσει σχηματίζει ένα μακάβριο περιδέραιο και σφίγγει το άνω μέρος του δεξιού του χεριού. Τα μαλλιά του μοιάζουν με σχοινί. Έχει μώλωπα στο δεξί του μάτι. Στο βάθος ξεδιπλώνεται μια άποψη της Ιερουσαλήμ, αλλά θυμίζει περισσότερο εξιδανικευμένο ιταλικό τοπίο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το ντεκόρ της όμορφης, ονειρώδους ζωής επισκιάζει το Πάθος.