Ο Πολ Όστερ, ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος στιλίστας των αμερικάνικων γραμμάτων που σημάδεψε το παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα με τον πρωτοπόρο μεταμοντερνισμό του, έχασε τη μάχη με τον καρκίνο, την Τρίτη 30 Απριλίου, σε ηλικία 77 ετών. Ο «σούπερ σταρ της λογοτεχνίας», όπως τον αποκαλούσαν τα ΜΜΕ, άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στο αγαπημένο του Μπρούκλιν. Η είδηση του θανάτου του επιβεβαιώθηκε το πρωί της Πρωτομαγιάς από τη φίλη του, δημοσιογράφο και συγγραφέα, Jacki Lyden.
Ο Paul Auster γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1947 στο Νέο Τζέρσι από γονείς πολωνοεβραϊκής καταγωγής. Απόφοιτος του πανεπιστημίου Κολούμπια, έζησε μετά τις σπουδές του, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, για ένα διάστημα στο Παρίσι (η Γαλλία τον αγάπησε και αργότερα τον βράβευσε. Όπως έγραφε το New York Magazine το 2007, «στο Παρίσι ο Όστερ είναι ένας ροκ σταρ»). Στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου βιοπορίστηκε κάνοντας διάφορες δουλειές, μεταξύ των οποίων και μεταφράσεις, εγκαταστάθηκε με τη σύντροφο του, συγγραφέα Λίντια Ντέιβις, με την οποία είχαν γνωριστεί στο κολέγιο. Το 1974 επέστρεψαν στις ΗΠΑ και παντρεύτηκαν. Το 1977, απέκτησαν έναν γιο, τον Ντάνιελ, αλλά χώρισαν λίγο αργότερα.
Έκανε το ντεμπούτο του με το αυτοβιογραφικό δοκίμιο «Η επινόηση της μοναξιάς» (1982), τη συγγραφή του οποίου πυροδότησε ο θάνατος του πατέρα του, Σάμιουελ. Στο βιβλίο αποκάλυψε ότι ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του σκοτώθηκε από τη γιαγιά του, η οποία αθωώθηκε λόγω παραφροσύνης. «Ένα αγόρι δεν μπορεί να ζήσει κάτι τέτοιο χωρίς να επηρεαστεί από αυτό ως άντρας», έγραψε ο Όστερ αναφερόμενος στον πατέρα του, για τον οποίο έλεγε ότι ήταν «αποκομμένοι μεταξύ τους, σαν τις δύο πλευρές ενός τοίχου».
Ακολούθησε η Τριλογία της Νέας Υόρκης -χάρη στο πρώτο βιβλίο της οποίας, «Γυάλινη πόλη» (1985) αναδείχτηκε-, «Φαντάσματα» (1986) και «Το κλειδωμένο δωμάτιο» (1986), μεταμοντέρνες παραλλαγές της ιστορίας μυστηρίου που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς.
Έγραψε πλήθος πεζογραφικών έργων µεταξύ των οποίων τα µυθιστορήµατα «Mr. Vertigo», «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων», «Σάνσετ Παρκ», «Αόρατος», «4 3 2 1» -το πιο φιλόδοξο και κατά πολλούς, το καλύτερο έργο του, που ήταν στη βραβεία λίστα του Booker- «Φλεγόμενο αγόρι», «Αιματοβαμμένο έθνος» - ένα καυστικό δοκίμιο για την ιστορία της πολιτικής και οικογενειακής ζωής των Αμερικάνων μέσα από το πρίσμα της οπλοκατοχής.
Τον Απρίλιο του 2022, ο γιος του Όστερ και της Ντέβις, Ντάνιελ, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Έναν χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 2023, η δεύτερη σύζυγος του, συγγραφέας Σίρι Χούστβεντ, με την οποία απέκτησαν μία κόρη, δημοσιοποίησε ότι ο συγγραφέας είχε διαγνωστεί με καρκίνο τον περασμένο Δεκέμβριο και λαμβάνει θεραπεία.
Πρόσφατα, με αφορμή το τελευταίο του έργο, με τίτλο «Baumgartner» -στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τον Σεπτέμβριο- ένα μυθιστόρημα για την αγάπη, τη μνήμη και το πένθος, δήλωσε στον The Guardian, όταν ήδη είχε διαγνωστεί με καρκίνο: «Αυτό μάλλον θα είναι το τελευταίο μου βιβλίο». «Στον καθένα μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή το ο,τιδήποτε» λέει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. «Το γνωρίζεις εσύ, το γνωρίζω κι εγώ, όλοι το γνωρίζουμε – κι αν δεν το ξέρουν, τότε μάλλον δεν προσέχουν αρκετά».
Ο Όστερ δεν πίστευε στην έννοια του τέλους, αλλά στην εξέλιξη, στο γεγονός ότι το πένθος είναι μια συνθήκη που απλώς μαρτυρά την παρουσία της αγάπης, η οποία, όπως όταν σ’ ένα φυτό κόβει κανείς τα νεκρά μέλη, συνεχίζει να συντηρείται με καινούργια.
«Κι αν αυτό είναι το τέλος» λέει ο συγγραφέας «αυτή η ανθρώπινη καλοσύνη που με συντροφεύει ως συγγραφέα, βρισκόμενος τώρα στον κύκλο των πιο κοντινών μου φίλων, ήδη το κάνει να αξίζει».
“«Πάντα έγραφα με το χέρι. Κυρίως με πένα, αλλά μερικές φορές με μολύβι -ειδικά για τις διορθώσεις. Αν μπορούσα να γράψω απευθείας σε γραφομηχανή ή υπολογιστή, θα το έκανα. Αλλά τα πληκτρολόγια πάντα με φόβιζαν. Ποτέ δεν μπόρεσα να σκεφτώ καθαρά με τα δάχτυλά μου σε αυτή τη θέση. Η πένα είναι ένα πολύ πιο πρωτόγονο όργανο. Νιώθεις ότι οι λέξεις βγαίνουν από το σώμα σου και μετά τις σκαλίζεις στη σελίδα. Το γράψιμο είχε πάντα αυτή την απτική ιδιότητα για μένα. Είναι μια σωματική εμπειρία».”
Ο Πολ Όστερ, που ήταν πιο διάσημος στην Ευρώπη από ότι στις ΗΠΑ, ασχολήθηκε επίσης με το σινεμά τόσο ως σκηνοθέτης («Lulu on the Bridge») όσο και ως σεναριογράφος («Smoke»). Είχε λάβει πολλές σημαντικές διακρίσεις για το έργο του -Prix France Culture de Littérature Étrangère, Prix Médicis Étranger, Prince of Asturias Award- και ήταν μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Όπως είχε αποκαλύψει σε ένα δοκίμιο του το 1995, η συγγραφική του ζωή ξεκίνησε σε ηλικία οκτώ ετών, όταν έχασε την ευκαιρία να πάρει αυτόγραφο από τον ήρωά του στον μπέιζμπολ, Willie Mays, επειδή ούτε ο ίδιος ούτε οι γονείς του είχαν μαζί τους μολύβι. Από τότε είχε πάντα μαζί του ένα μολύβι. Ενώ το γεγονός που όπως είχε εξομολογηθεί «άλλαξε εντελώς» τη ζωή του και το σκεφτόταν «κάθε μέρα», ήταν όταν σε ηλικία 14 ετών, είδε καθώς έκανε πεζοπορία σε μία καλοκαιρινή κατασκήνωση, ένα αγόρι τη στιγμή που το χτύπησε κεραυνός και πέθανε ακαριαία. Η τύχη και οι απίθανες πιθανότητες της επαναλαμβάνεται ως θέμα σταθερά στη μυθοπλασία του.
Με πληροφορίες από Guardian, New York Times