Στις 9 Μαΐου 2023, ο θάνατος του δημοσιογράφου Αρμάν Σολντέν, 32 ετών, συντονιστή βίντεο του Γαλλικού Πρακτορείου στην Ουκρανία, που σκοτώθηκε σε ρωσική επίθεση με ρουκέτα κοντά στο Μπαχμούτ, προκάλεσε οργή και θλίψη.
Παρών στην Ουκρανία για δεκαπέντε μήνες, πήγαινε συχνά στη πρώτη γραμμή του μετώπου, παρά τις δυσκολίες παροχής πληροφοριών σε συνθήκες πολέμου.
Οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» καταρτίζουν κάθε χρόνο μια λίστα με αυτούς τους δημοσιογράφους που σκοτώνονται στην υπηρεσία του κοινού: ο αριθμός, κατά μέσο όρο είναι 80, μερικές φορές υπερβαίνει τους εκατό. Το βραβείο Bayeux για τους πολεμικούς ανταποκριτές απονέμετε κάθε χρόνο στη μνήμη περισσότερων από 2.000 δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους.
Σε αυτό το δραματικό πλαίσιο, ας ανασκοπήσουμε εν συντομία την ιστορία του πολεμικού ανταποκριτή και την πρόσφατη εξέλιξη αυτού του επαγγέλματος που δεν μοιάζει με κανένα άλλο.
Οι πολεμικοί ανταποκριτές
Σε περιόδους ειρήνης, ο δημοσιογράφος περιγράφει τα γεγονότα, μεταφέρει συναισθήματα, αφηγείται τις ζωές των άλλων στους αναγνώστες του.
Ένας συντάκτης ή αρθρογράφος, παίρνει θέση για να διαφωτίσει το κοινό ή να προσπαθήσει να το κατηχήσει. Αλλά σε περιόδους πολέμου ο δημοσιογράφος με ποια πλευρά είναι: με την πλευρά του εισβολαία ή με την πλευρά των θυμάτων;
Το ρεπορτάζ πολέμου εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη συνέχεια είδαμε πολεμικούς ανταποκριτές κατά τη διάρκεια του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου, του εμφύλιου πόλεμο της Ισπανίας, των δύο παγκόσμιων πόλεμων και μετά των πολέμων της αποαποικιοποίησης.
Σε περιόδους πολέμου, ο δημοσιογράφος κινδυνεύει συχνά να θεωρηθεί κατάσκοπος ή προδότης. Μπορεί να συλληφθεί ως όμηρος, να βασανιστεί ή να σκοτωθεί. Κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου το 1904-1905, ο Λουντοβίκ Ναντό, ανταποκριτής της Journal, ήταν στο πλευρό των Ρώσων.
Συνελήφθη από τους Ιάπωνες για κατασκοπεία. Το 1917-1918, κάλυψε τη Ρωσική Επανάσταση για τη Le Temps. Συνελήφθη τον Ιούλιο του 1918 λόγω του αντιμπολσεβίκικου περιεχομένου ορισμένων άρθρων του. Αποφυλακίστηκε στο τέλος του χρόνου με αντάλλαγμα τη δημοσίευση στη Le Temps μιας συνέντευξης με τον Λένιν.
Πολλοί δημοσιογράφοι έχουν πεθάνει επειδή προσπάθησαν να κάνουν ρεπορτάζ, όπως ο Αντρέ Λεβό, που σκοτώθηκε στο Μαρόκο στις 20 Αυγούστου 1955 ή ο Ζαν-Πιέρ-Πεντραζίνι και ο Ζαν Ρόι, δημοσιογράφοι του Paris Match, που σκοτώθηκαν το φθινόπωρο του 1956. Ο πρώτος στο Σουέζ, ο δεύτερος στη Βουδαπέστη.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, ο γαλλικός Τύπος έστειλε σχεδόν διακόσιους ρεπόρτερ και φωτογράφους για να καλύψουν αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο που προανήγγειλε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: τις πρώτες εβδομάδες, ειδικοί απεσταλμένοι κυκλοφορούσαν μεταξύ των δύο στρατοπέδων αλλά σύντομα, λόγω τις αντιπαλότητας, τα ειδησεογραφικά μέσα αναγκάστηκαν να στείλουν δύο χωριστές ομάδες για να καλύψουν τα δύο στρατόπεδα. Αρκετοί ανταποκριτές πέθαναν στην Ισπανία, σε μάχες ή σε ατυχήματα, και κάποιοι πυροβολήθηκαν.
Πληροφορίες, ένα ζήτημα στον πόλεμο
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εγκαινίασε τον «ολικό πόλεμο», είτε στρατιωτικό, είτε οικονομικό είτε ιδεολογικό. Προκειμένου να ελέγχουν καλύτερα τις πληροφορίες, οι στρατοί επιστρατεύουν δημοσιογράφους που μοιράζονταν τη ζωή των στρατιωτών. Φωτογράφοι, κινηματογραφιστές και πολεμικοί ανταποκριτές ακολουθούσαν έτσι τους στρατούς κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τους αποικιακούς πολέμους.
Το διάλειμμα έρχεται με τον πόλεμο του Βιετνάμ, κατά τον οποίο σκοτώθηκαν περισσότεροι από εκατό δημοσιογράφοι, επειδή ο αμερικανικός στρατός έδωσε περισσότερη ελευθερία στους πάρα πολλούς φωτογράφους και κινηματογραφιστές (περισσότεροι από 600 το 1968). Αναφορές και φωτογραφίες, όπως «το κοριτσί της ναπάλμ» του Νικ Ουτ (που του χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ το 1973), συνέβαλαν στην απαξίωση του πολέμου. Ο αμερικανικός στρατός θα ανακτήσει τον έλεγχο, ειδικά κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου (1991), του τελευταίου πριν από την έκρηξη του Διαδικτύου.
Οι πολεμικοί ανταποκριτές είναι τα «μάτια και τα αυτιά» των στρατιωτικών, των αμάχων πληθυσμών που επλήγησαν από τον πόλεμο, αλλά και της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Στη συνέχεια, τίθεται το ερώτημα τι να δείξουν ή όχι και γιατί: στη ρωσική εισβολή που κατέστρεψε την Ουκρανία, οι ουκρανικές αρχές ζήτησαν από τους δημοσιογράφους να μην δείχνουν στοιχεία που θα επέτρεπαν την αναγνώριση των τοποθεσιών των γυρισμάτων, επειδή οι Ρώσοι τα κοιτάζουν για να προσδιορίσουν στόχους.
Η εμφάνιση των νεκρών είναι επίσης ένα πολύ παλιό δίλημμα: Η Le Miroir, στις 8 Οκτωβρίου 1916, παρουσίασε τα σώματα ενός Γάλλου στρατιώτη και ενός Γερμανού στρατιώτη.
Ήδη από το 1862, ο Αλεξάντερ Γκάρντερ δημοσίευσε φωτογραφίες του Εμφυλίου Πολέμου. Οι σύγχρονοι ρεπόρτερ είναι συχνά πιο μετριοπαθείς με τα θύματα: δεν είναι απαραίτητο να δείξουν αίμα για να πούν μια ιστορία που ενδιαφέρει το κοινό.
Η διαφορά με «Όλοι είναι δημοσιογράφοι»
Από το 2005, τα smartphones και τα κοινωνικά δίκτυα επέτρεψαν την εμφάνιση απλών πολιτών που μερικές φορές παρουσιάζονται ως ρεπόρτερ.
«Όλοι είναι δημοσιογράφοι», αλλά και όλοι είναι φωτογράφοι και κινηματογραφιστές. Πρόκειται για ένα τάση που εμφανίστηκε με τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας και μετάδοσης, εν μέρει για να δυσφημήσει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, τα οποία όπως λένε αρκετοί πολίτες αυτά που επιλέγουν να δείξουν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Το πιο σημαντικό, στο πλαίσιο ενός πολέμου, είναι η αξιοπιστία και η διασταύρωση των πηγών, η επαλήθευση και η ενσωμάτωση των πληροφοριών και, τέλος, ο εντοπισμός δεσμών ενδιαφέροντος και πιθανής χειραγώγησης.
Ο Γάλλος Πιέρ Γκανζ, ειδικός στη δημοσιογραφική δεοντολογία, λέει:
«Τα βίντεο που κυκλοφορούν στα κοινωνικά δίκτυα δεν μπορούν να παίξουν στα μέσα ενημέρωσης χωρίς διασταύρωση και εξακρίβωση της ταυτότητας με δημοσιογραφικές μεθόδους. Η ανάλυση αυτών των πληροφοριών απαιτεί ομάδες που αποτελούνται από επιστήμονες υπολογιστών και δημοσιογράφους ή από εξειδικευμένους ιστότοπους όπως το Bellingcat»
Ο πολεμικός ανταποκριτής δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για να να κάνει ρεπορτάζ χωρίς να έχει μαρτυρίες, αλλά για να τις τεκμηριώσει, ώστε η κοινή γνώμη να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα, όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα και την αλήθεια στην περιοχή που γίνεται πόλεμος.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν (όπως και άλλα αυταρχικά καθεστώτα) έχει από καιρό διεξάγει έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον των επαγγελματιών δημοσιογράφων και των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, γεγονός που του επιτρέπει να διαδίδει μαζικά «ψευδείς ειδήσεις» του.
Πηγή: The Conversation