Απάντηση στο μισού αιώνα μυστήριο που συνοδεύει την ταυτότητα των δυο επιβλητικών πολεμιστών που αναπαριστούν τα περίφημα αρχαιοελληνικά αγάλματα γνωστά διεθνώς ως Riace Bronzes (ή Πολεμιστές του Ριάτσε), δίνει ένας γερμανός αρχαιολόγος. Και αυτό χάρη σε μια απλή παρατήρηση, στο δάχτυλο του ενός αγάλματος, που αποτέλεσε το ”κλειδί” για μια σειρά αποκαλύψεων.
Τα δύο μπρούτζινα αγάλματα ανακαλύφθηκαν τον Αύγουστο του 1972 από τον φωτογράφο Στέφανο Μαριοττίνι ενώ έκανε snorkeling μόλις 200μ. από τις ιταλικές ακτές του Ριάτσε της Καλαβρίας.
Επρόκειτο για δυο εξαίρετες αρχαιοελληνικές δημιουργίες, με μοναδική εκφραστικότητα και κίνηση, που χρονολογούνται το 460-450π.Χ. Και τα δυο αγάλματα να αναπαριστούν δύο γυμνούς «οπλίτες», με σγουρά μαλλιά και γένια. Αμφότερα έχουν ύψος 1,98μ. και βάρος 160 κιλών.
Από τότε όμως μέχρι σήμερα, κανένα από τα χαρακτηριστικά αυτά των δύο αγαλμάτων (Bronze A και Bronze B) δεν στάθηκαν ικανά για να αποκαλυφθούν οι ταυτότητες των δύο ανδρών που αναπαριστούσαν.
Όπως φαίνεται όμως, το μυστήριο λύθηκε μετά την παρατήρηση στον δείκτη του ενός χεριού σε ένα από αυτά, που ήταν στραβός.
Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Γερμανός καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, Βίντσεζ Μπρίκμαν που μαζί με την Ουλρίκε Κοχ και σε συνεργασία με το με Liebieghause Sculpture Collection Museum στην Φρανκφούρτη, εργάστηκε για να λύσει το μυστήριο.
Η παρουσίαση των ευρημάτων τους έγινε με αφορμή τα 50 χρόνια από την ανακάλυψη των αγαλμάτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείιο Reggio Calabria.
Όπως εξήγησε ο Μπρίκμαν, εξετάζοντας πολύ προσεκτικά το άγαλμα του ενός πολεμιστή, Riace B, παρατήρησε πως είχε έναν παράξενα στραβό δείκτη στο αριστερό του χέρι.
«Ο λόγος πρέπει να είναι ότι κάποτε κρατούσε ένα τόξο σε αυτό το χέρι και ο δείκτης του έπιανε ένα εφεδρικό βέλος - μια τεχνική που μπορείτε να δείτε στην αρχαία Τέχνη» εξήγησε ο αρχαιολόγος σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου.
Ωστόσο, οι έλληνες πολεμιστές συνήθως δεν χρησιμοποιούσαν τόξα στη μάχη και έτσι ο αρχαιολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα πως το συγκεκριμένο άγαλμα αναπαριστά έναν Θρακιώτη, και όχι έναν Έλληνα όπως οι περισσότεροι υπέθεταν μέχρι σήμερα.
Φυσικά ο Μπρίκμαν έχει συγκεντρώσει και άλλα στοιχεία που επίσης ενισχύουν τον ισχυρισμό του πως ο πολεμιστής καταγόταν από την αρχαία Θράκη. Μεταξύ αυτών, ο εντοπισμός σημαδιών που προδίδουν ότι το άγαλμα έφερε καπέλο θρακικής αλεπούς και ένα τσεκούρι στο δεξί του χέρι, χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων πολεμιστών.
Επίσης, η θέση του χεριού του υποδηλώνει πως κουβαλούσε μια ελαφριά θρακιώτικη ασπίδα και οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν στα μάτια του είναι γαλαζοπράσινες «χαρακτηριστικά ενός Θρακιώτη».
Ο μύθος και χαμένη τραγωδία του Ευρυπίδη
Ακολούθως, σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς και Ιταλούς αρχαιολόγους κατέληξαν πως το άγαλμα Bronze B πρέπει να αναπαριστά τον Εύμολπο, βασιλιά της Θράκης και γιο του θεού Ποσειδώνα και της Χιόνης. Αυτή μάλιστα ήταν εγγονή του βασιλιά Ερεχθέα της Αθήνας από τη κόρη του Ωρειθυία και τον Βορέα.
Η Χιόνη, όταν γέννησε τον Εύμολπτο τον πέταξε στην θάλασσα φοβούμενη τον πατέρα της. Ο Ποσειδώνας φρόντισε για το παιδί αλλά τελικά ο Εύμολπος σκοτώθηκε από τον προ-παππού του, Ερεχθέα.
Σε ό,τι αφορά την ταυτότητα του εταίρου πολεμιστή, Bronze A, o Μπρίκμαν εκτιμά πως είναι ο Ερεχθέας, όπως αναφέρει το Prensa Latina σε σχετικό ρεπορτάζ για την παρουσίαση την ευρημάτων.
Όπως υποστηρίζει ο αρχαιολόγος, οι εσοχές στο κεφάλι του αγάλματος μαρτυρούν πως φορούσε κορινθιακό κράνος. Το δε αξίωμα του ως βασιλιάς, το μαρτυρούν και τα ασημένια δόντια που αποτελούν εάν σύμβολο που σχετίζεται με την δύναμη ενός βασιλιά.
Κατά τον Μπρίκμαν λοιπόν, σίγουρα πρόκειται για Έλληνα και πιθανότατα για τον βασιλιά της Αθήνας.
«Ο Ευριπίδης έγραψε μια τραγωδία, που έχει χαθεί, για την μάχη των δύο. Αυτή ήταν κλειδί για την ελληνική μυθολογία. Και βρήκαμε μια αρχαία πηγή που περιγράφει ’’μεγάλες χάλκινες φιγούρες’’ αυτών των δύο πολεμιστών στην Ακρόπολη», είπε ο Μπρίκμαν σύμφωνα με τους Times.
Εκτιμά μάλιστα, πως τα δύο αγάλματα κάποιοι στιγμή εκτίθεντο αντικριστά, ως μια ένδειξη πρόκλησης τους ενός προς τον άλλο.
Πηγές: The Times, La Prensa Latina