Η συμμόρφωση των μέσων διανοουμένων της κάθε εποχής στις επιταγές της εκάστοτε πολιτικής ορθότητας δεν είναι προφανώς κάτι καινούργιο στην ιστορία της σχέσης των καθεστώτων με τις πολιτικές ιδέες περί του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Λόγου χάρη στην εποχή της αποικιοκρατίας, όταν το «διαφορετικό» δεν ήταν συνώνυμο με το «ίσο», αλλά στιγμάτιζε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και φυλές του τρίτου κόσμου ως «κατώτερες» από τους δυτικοευρωπαϊκούς, αστικούς πληθυσμούς, πολλοί παρόμοιοι επιστήμονες έσπευδαν με πολύ σοβαροφάνεια να υποβαθμίσουν τις «έμφυτες ικανότητες» των πληθυσμών των μη δυτικών κοινωνιών με όρους κρανιολογίας και φρενολογίας. Χέρι με χέρι με τους καθεστωτικούς ηθικολόγους του θεσμικού συστήματος εξουσίας της εποχής (ιερείς, νομικούς, κοινωνιολόγους, ιατρούς, πολιτικούς επιστήμονες κλπ.), θεωρούσαν απολύτως αυτονόητο και προοδευτικό το δικό τους αξιακό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Αργότερα, κατά την περίοδο της ναζιστικής επικυριαρχίας, ιδιαίτερα στη Γερμανία, πολλοί πολιτικώς ορθοί επιστήμονες φρόντισαν χωρίς ενδοιασμούς να επισημάνουν τις διαχρονικά εγγενείς αρετές της «αρείας φυλής» και να απαξιώσουν τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους ή τους ομοφυλόφιλους προετοιμάζοντας το έδαφος για την «τελική λύση». Πέραν όμως των Γερμανών βιολόγων που υποστήριξαν τον εθνικοσοσιαλιστικό ρατσισμό, θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι το Σοβιετικό καθεστώς την εποχή του Στάλιν ήρθε σε αντίθεση για ιδεολογικούς λόγους με την γενετική επιστήμη και τη βιολογία, τόσο πολύ ώστε όποιος ήταν αντίπαλος του περιβόητου Λυσένκο στην εφαρμογή της θεωρίας του Λαμάρκ στη γεωργική παραγωγή, κατέληγε στη Σιβηρία. Ακόμα τη δεκαετία του ’50- ’60 σε πολλές δυτικές χώρες η ομοφυλοφιλία θεωρείτο παθολογική κατάσταση από ιατρική και ψυχολογική άποψη και η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ποινικό αδίκημα.
Μετά το 1980 και παράλληλα με την κατάρρευση των σταλινικών πατρίδων του σοσιαλισμού, καθώς και την αποδυνάμωση όλων των οικονομικά και πολιτικά αδύναμων εθνικών κρατών, η κανονιστική πολιτική ορθότητα άλλαξε, ακολουθώντας τις διαδικασίες της διεθνοποίησης του «καζινοκαπιταλισμού».
Τώρα πια, υπό το πρίσμα του ατομοκεντρικού νομικού δικαιωματισμού, αφενός οι συλλογικές, ιστορικές ιδιοπροσωπείες των κοινωνιών αντιμετωπίστηκαν με «κοσμοπολίτικη», μετανεωτερική καχυποψία (ως φορείς ολοκληρωτισμών, «εθνικισμών» και «λαϊκισμών»), αφετέρου το πολιτικο-κοινωνικό φαντασιακό του δυτικού κόσμου γέμισε δικαιωματούχες μειονότητες όλων των ειδών και ατομικότητες νομικά εξισωμένες μεταξύ τους, αλλά και εξ ορισμού πεπεισμένες για την εγγενή τους «διαφορετικότητα».
Μεθοδολογικά, ο κανόνας απαιτεί λοιπόν τώρα πια από τις φιλελεύθερες επιστημονικές ιδεολογίες και τους καθεστωτικούς οργανικούς διανοούμενους σε ρόλο «ελίτ», να δώσουν έμφαση στις διάφορες «εξαιρέσεις που αμφισβητούν τους κανόνες» και στο «δικαίωμα της χειραφέτησης όλων από όλα τα στερεότυπα του παρελθόντος» (συνεπώς, στις καινοτομίες, στον «αντικομφορμισμό» κλπ.). Οι πάντα πρόθυμες και πειθήνιες νέες «ελίτ», ιδιαίτερα στους τομείς που παράγουν και αναπαράγουν τις ηγεμονικές ιδεολογίες της νέας εποχής (συνεπώς που διεξάγουν την επιστημονική έρευνα στους τομείς των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών), έσπευσαν, συχνά με το αζημίωτο, να υιοθετήσουν όλα τα κοσμοθεωρητικά στερεότυπα της παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης και μετανεωτερικής κουλτούρας made in USA και να τα διοχετεύσουν, μέσα από πολυάριθμες εκλαϊκεύσεις, προς την εκπαίδευση και τα ΜΜΕ, συνεπώς, προς την υπό εκσυγχρονισμό κοινή γνώμη της νεολαίας, διαμορφώνοντας και ταυτόχρονα χειραγωγώντας την πρώην κοινή της λογική.
Σε αυτές τις συνθήκες, η νέα, μετασοβιετική δυτική «αριστερά», κοινωνιολογικά μικροαστική, πολιτικά αστική και ιδεολογικά φιλελεύθερη, από το 1980 και ύστερα, δηλώνει πλέον χωρίς ενδοιασμούς, την περιφρόνησή της για τον «χοντρό λαό» (την πολιτική ηθική του, τις ταυτοτικές ιστορικές εμμονές του, τις πολιτισμικές του παραδόσεις και τις αισθητικές του προτιμήσεις). Για την «κοσμοπολίτισσα Σάρα», την «ριζοσπαστική Μάρα» και το φιλελεύθερο «κακό συναπάντημα» των φαντασιακά ελιτοποιημένων ιδιωτών, η μεν «αριστερά» ταυτίστηκε με τις πρακτικές και τις ιδεολογίες των cool ευκατάστατων μεσοαστών – κάτι σαν το lifestyle, που επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία οι ταξιδεμένοι και σπουδαγμένοι χορτοφάγοι ποδηλάτες – ο δε ο «λαϊκισμός» καθίσταται έγκλημα σκέψης. Ο «αντιρατσισμός», ο «ανεθνισμός» (που βαπτίζεται «αντιεθνικισμός») και η μόνιμη, σχεδόν υστερική, καταγγελία της ομοφοβίας, υποκαθιστούν στις πολιτικά ορθές χρηστοήθειες αυτής της νέας «αριστεράς», τις παλιές, μαρξιστογενείς ευαισθησίες της «πάλης των τάξεων» και των αντιιμπεριαλιστικών λαϊκών αγώνων.
Στο τέταρτο μέρος διαβάστε: Προϋποθέσεις και συνέπειες της ιδεολογικής αποβιολογιοποίησης του φύλου και οι μετανεωτερίζουσες αποδομήσεις της έννοιας της ομοφυλοφιλίας