Το 2017 οι συνεισφορές σε ανθρωπιστική βοήθεια, τόσο από κυβερνήσεις και την Ε.Ε., όσο και από ιδιώτες ξεπέρασαν τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται λοιπόν για ένα υπέρογκο ποσό, το οποίο διατίθεται υπέρ των θυμάτων ενόπλων συρράξεων και φυσικών καταστροφών. Η αποτελεσματικότητα της ωστόσο δεν θεωρείται πάντα δεδομένη καθώς οι αρχές της ανθρωπιστικής δράσης, δηλαδή η ανεξαρτησία, η αμεροληψία και ο ανθρωπισμός, στην πράξη συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη.
Στην Υεμένη η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από την μία βομβαρδίζουν πολιτικές εγκαταστάσεις και παρεμποδίζουν την μεταφορά αγαθών σε περιοχές υπό τον έλεγχο των Χούτι και από την άλλη προσφέρουν ένα δισεκατομμύριο δολάρια για την άμβλυνση της εκεί ανθρωπιστικής κρίσης. Οι εμπλεκόμενες σε σύρραξη κυβερνήσεις κρίνονται -προφανώς- ακατάλληλες για την διανομή διεθνούς βοήθειας, παράλληλα όμως εμποδίζουν την είσοδο στην επικράτεια τους, σε προσωπικό ανεξάρτητων ανθρωπιστικών οργανώσεων. Και όταν αυτές κατορθώσουν να εισέλθουν, πολλές φορές επιτείνουν έμμεσα την ένοπλη σύρραξη, καθώς όπως έχει φανεί στις περισσότερες περιπτώσεις, εξαγοράζουν την ασφάλεια του προσωπικού τους, πληρώνοντας αδρά ποσά σε ελεγχόμενες από αντικαθεστωτικούς περιοχές. Ακόμη, από την φορολόγηση των αγαθών για την μεταφορά τους, τις λεηλασίες και τη μεταπώληση αυτών, ανθίζει η παραοικονομία με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος πολέμου.
Το σύστημα παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας καθιερώθηκε σε μια εποχή η οποία δεν ανταποκρίνεται στην σημερινή περίοδο. Εξετάζοντας πιο αναλυτικά το ζήτημα, παρατηρεί κανείς ότι σήμερα γίνεται λόγος για παρατεταμένες, εμφύλιες συρράξεις (protracted conflict) όπου οι κεντρικές κυβερνήσεις αδυνατούν να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο. Αυτό με την σειρά του, παροτρύνει τις ίδιες και τους αντικαθεστωτικούς στην χρήση του ανθρώπινου πόνου ως μέσου επιβολής εναντίον του αντιπάλου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι για αυτές τις συμπεριφορές υπάρχει σχετικό απαγορευτικό δεσμευτικό νομικό πλαίσιο, όπως ορίζεται από το Ανθρωπιστικό Δίκαιο και το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Απουσιάζει ωστόσο το αίσθημα της δέσμευσης έναντι των κανόνων και της κολασιμότητας αυτών. Η αδυναμία του ισχύοντος πλαισίου φάνηκε ιδιαίτερα στην σύγκρουση Ισραήλ-Λιβάνου, όπου η μόνη αντίδραση της διεθνούς κοινότητας για κατάφωρες παραβιάσεις όπως ο βομβαρδισμός νοσοκομείων, σχολείων και γενικότερα πολιτικών εγκαταστάσεων, ήταν η έκδοση μιας αναφοράς. Εν ολίγοις, τα μέρη μπορούν να παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο, στην καλύτερη περίπτωση όμως να συσταθεί ένα Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποδώσει δικαιοσύνη έπειτα από χρόνια, ενώ κατά το σύνηθες, θα έρθουν απλώς αντιμέτωπα με ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο θα τους καλεί να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.
Οι παραβιάσεις του νομικού πλαισίου, προκύπτουν ασφαλώς όχι μόνο από την απουσία πραγματικής δεσμευτικότητας αλλά και από την άγνοια ύπαρξης τους. Συνεπώς η διάδοση των Κανόνων του Πολέμου είναι απαραίτητη προς κάθε μέρος που εμπλέκεται σε μια σύρραξη. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο ότι ενώ ο τακτικός στρατός κυβερνήσεων εκπαιδεύεται -συνήθως- στους κανόνες αυτούς, δεν ισχύει το ίδιο για τους μη κυβερνητικούς δρώντες. Ωστόσο υπάρχουν πρωτοβουλίες ειδικά από την Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκπαίδευση της εξτρεμιστικής Χαμας το καλοκαίρι του 2017.
Επειδή όμως η επίκληση στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και στο συναίσθημα δεν αρκούν, είναι απαραίτητο να ξεφεύγουμε από το γενικό ισχύον πλαίσιο και να εξετάζουμε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Στην περίπτωση της Υεμένης και πάλι, η πρόσφατη εκεχειρία της Στοκχόλμης και η συμφωνία ανάμεσα στα μέρη φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Παρά ταύτα ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Έτσι κρίνεται αναγκαία η άσκηση πίεσης προς αυτές τις χώρες -όπως πολλές χώρες ήδη κάνουν μέσα από την ακύρωση πώλησης εξοπλισμού. Στον αντίποδα, οι Χούτι υποστηρίζονται από το Ιράν, το οποίο είναι ήδη σε δυσμενή θέση λόγω εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων -η JCPOA είναι στον αέρα, η οικονομική δυσπραγία και η αυταρχικότητα του καθεστώτος εντείνουν την δυσαρέσκεια, και η κατάσταση ασφαλείας είναι αβέβαιη. Με την προσωρινή και μόνο απόσυρση της στήριξης του, μπορεί όχι απλώς να επιτραπεί η πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια αλλά να αλλάξουν τα δεδομένα της σύγκρουσης.
Έχουμε βιώσει την αποτυχία των Κυανόκρανων του ΟΗΕ σε Σομαλία και Βαλκάνια, να εγγυηθούν την αδιάκριτη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, λόγω της αδυναμίας των κρατών να αναθέσουν ρητές αρμοδιότητες σε αυτούς. Παράλληλα, ένα μέρος αυτής συνεχίζει να μην φτάνει τους πληγέντες. Το παρόν σύστημα έχει εγγενείς αδυναμίες και σε μεγάλο βαθμό δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί ιδίως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.Αν όμως πρέπει να εμπεδώσουμε κάτι, είναι ότι το κάθε φαινόμενο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μονοδιάστατα και ξεχωριστά από τα υπόλοιπα. Επί παραδείγματι, το Ανθρωπιστικό -και γενικότερα το Διεθνές- Δίκαιο από μόνο του έχει αποδειχθεί ανεπαρκές για το συγκεκριμένο ζήτημα, εάν δεν υπήρχε όμως το πλαίσιο που έχει θεσπίσει, δεν θα ήμασταν σήμερα σε θέση να μιλάμε για παραβιάσεις.