Η Τουρκία έχει υιοθετήσει και αναπτύξει εναλλακτικές στρατηγικές στο πλαίσιο της εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, εφαρμόζοντας «ευγενή» μέσα τα οποία λειτουργούν ως επιταχυντές για την επίτευξη των στόχων της. Τα παραδοσιακά μέσα ισχυρής ισχύος (hard power) της μεταψυχροπολεμικής εποχής ενισχύονται από τη σύγχρονη διάσταση ήπιας ισχύος (soft power) που επιβάλλεται με έμμεσες μεθόδους. Αυτά τα νέα μέσα ήπιος ισχύος ενεργοποιούνται από μεταβλητές που εστιάζουν στο πολιτιστικό (και πολιτικό) αξιακό σύστημα, την θρησκεία, την γλώσσα και την κουλτούρα εν γένει και βασίζονται στην αμοιβαία επικοινωνία και πληροφορία, στην διάδραση και την συνεργασία.
Σύμφωνα με τις νεο-οθωμανικές αντιλήψεις του τέως πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία έχει τέτοια γεωγραφική και ιστορική βαρύτητα που δεν θα έπρεπε να περιορίζεται σήμερα απλώς στην άμυνα των συνόρων της. Η γεωστρατηγική της θέση δίνει το πλεονέκτημα να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που προσφέρονται με τα γειτονικά της κράτη στα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία εφαρμόζοντας πρακτικές ήπιας ισχύος και “μηδενικών προβλημάτων”. Μέσω του νεο-οθωμανισμού εκφράζεται η ανάγκη της Τουρκίας για άσκηση επιρροής σε τουρκογενείς και τουρκόφωνους πληθυσμούς αλλά και σε εδάφη που συνδέονται ιστορικά με την οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτή η ιδεολογία που προηγήθηκε αρκετά της διακυβέρνησης του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, υιοθετήθηκε πλήρως στην πορεία από το κυβερνών κόμμα του (ΑΚΡ) και χαράζει έως και σήμερα τον στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής του.
Σε αυτόν τον σχεδιασμό εντάσσονται:
α) ο πανισλαμισμός, στο πλαίσιο του οποίου επιδιώκεται η επιρροή επί των μουσουλμανικών μειονοτήτων, κυρίως των Βαλκανίων (Αλβανοί, Βόσνιοι, Πομάκοι και λοιποί Σλάβοι μουσουλμάνοι) και
β) ο παντουρκισμός, ο οποίος αποτελεί συστατικό του νεο-οθωμανισμού αλλά και τη βάση στην οποία θεμελιώνεται η ιδεολογία της οργάνωσης των Γκρίζων Λύκων (ΜΗΡ).
Η σημαντικότερη μορφή επιρροής ήπιας ισχύος εκδηλώνεται μέσα από την πολιτιστική διπλωματία η οποία αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στον σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, και εμπλουτίζεται συνεχώς από μία πληθώρα δράσεων πολιτισμικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, κρατικών ιδρυμάτων και ΜΚΟ.
Από τα σημαντικότερα ινστιτούτα και ιδρύματα που εξυπηρετούν τους στόχους της Άγκυρας είναι τα παρακάτω:
(α) Το Ινστιτούτο Yunus Emre το οποίο ιδρύθηκε το 2007 και διεξάγει εκπαιδευτικά προγράμματα πολιτιστικής διπλωματίας σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς της διασποράς από το 2016 με στόχο την μελέτη των πρακτικών της τουρκικής πολιτιστικής διπλωματίας και την αξιολόγηση της επιρροής τους. Επίσης, έχει ιδρύσει περίπου 70 πολιτιστικά κέντρα σε 60 χώρες στα οποία παρέχει συν τοις άλλοις πολιτιστικές δράσεις και μαθήματα τουρκικής γλώσσας.
(β) Η Υπηρεσία Τούρκων αποδήμων και συγγενικών κοινοτήτων (ΥΤΒ) η οποία ιδρύθηκε στο πλαίσιο της ήπιας ίσχυος που ενισχύεται από τον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Μέσω του Ιδρύματος προσφέρονται υποτροφίες σε μουσουλμάνους της διασποράς ή της Τουρκίας για σπουδές σε τουρκικά πανεπιστήμια ή ακόμη και θέσεις πρακτικής άσκησης σε ερευνητική κέντρα.
(γ) Το Ίδρυμα TMF (Turkey Maarif Foundation), το οποίο λειτουργεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας και επεκτείνεται σημαντικά κυρίως στα βαλκανικά κράτη. Είναι καίριας σημασίας η επιρροή ήπιας ισχύος στα Βαλκάνια καθώς η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας επέφερε ένα σημαντικό κενό ισχύος το οποίο εκμεταλλεύτηκε η Άγκυρα για την υπεράσπιση των μουσουλμανικών κοινοτήτων των Βαλκανίων.Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι το εν λόγω Ίδρυμα ήταν υπό την επιρροή του επικηρυγμένου Φετουλάχ Γκιουλέν ως το 2016, την εποχή δηλαδή που πραγματοποιήθηκε η απόπειρα του πραξικοπήματος.
(δ) Το KDK, το οποίο στο πλαίσιο του προγράμματος “Youth Bridge” οργανώνει ταξίδια στα βαλκανικά κράτη για τους φοιτήτες του Muharrem Ekşi καλύπτοντας όλα τα έξοδα με στόχο την ανάπτυξη κοινωνικών και πολιτιστικών δεσμών και την δημιουργία κοινής ατζέντας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτελεσματικότητα της τουρκικής διαχείρισης στην βαλκανική ζώνη προκάλεσε δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία κατάφερε να συνάψει τις παρακάτω συμφωνίες:
1) με την Βοσνία-Ερζεγοβίνη το 2004 ( Exchange Program in the fields of Culture, Education, Science, Youth and Sport)
2) με το Κόσσοβο το 2004 (Cultural Cooperation Agreement)
3) με την Βόρεια Μακεδονία (Cultural Education Protocol)
4) με την Κροατία το 2006 (Education, Science, Culture and Art, Youth and Sport Areas)
5) με την Ελλάδα το 2007 (Cultural Exchange Program)
6) με την Ουγγαρία το 2008 (Science, Culture, Education Exchange Program)
7) με την Βουλγαρία το 2008 (Cooperation Program in the Fields of Science, Education and Culture)
8) με την Σερβία το 2009 (Cultural Cooperation Program)
Στην συνέχεια, η Άγκυρα επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής της πολιτιστικής της διπλωματίας θεσπίζοντας το 2009 το Συμβούλιο Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών (Τουρκικό Συμβούλιο-Cooperation Council of Turkic Speaking States/Turkic Council), το οποίο προωθεί την συνεργασία μεταξύ κρατών και τουρκογενών λαών που τα ενώνει η τουρκοφωνία, ανεξαρτήτως του βαθμού που τους συνδέουν κοινοί εθνοτικοί, ιστορικοί και πολιτιστικοί δεσμοί. Τα ιδρυτικά κράτη-μέλη του Τουρκικού Συμβουλίου είναι η Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν και η Κιργισία ενώ το 2018 προσχώρησε η Ουγγαρία με καθεστώς παρατηρητή (observer status), με το ίδιο καθεστώς συμμετέχει και το ψευδοκρατός της Βόρειας Κύπρου, ενώ το 2019 εισήλθε και το Ουζμπεκιστάν ως πλήρες μέλος (full member). Αν και οι 4 κύριοι πυλώνες ίδρυσης του Συμβουλίου βασίζονται στην κοινή ιστορία, κοινή γλώσσα, κοινή ταυτότητα και κοινό πολιτισμό, υπάρχει η πρόθεση επέκτασης και σε άλλους τομείς διμερούς συνεργασίας όπως η οικονομία, η επιστήμη, η μεταφορά, τα ήθη κι έθιμα, ο τουρισμός και άλλα πεδία τα οποία θεωρούν ότι εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα της περιφέρεια τους.
Εκτός της στρατηγικής σημασίας της βαλκανικής ζώνης, υπάρχουν και άλλες μουσουλμανικές μειονότητες που συνδέονται σημαντικά με την Τουρκία κι οι οποίες είτε έχουν εξισλαμιστεί είτε επιθυμούν να έχουν τουρκική ταυτότητα. Το παράδοξο βέβαια είναι ότι το τουρκικό κράτος διανύει μια κρίση ταυτότητας καθώς οι πρόσφατες εξελίξεις υποδεικνύουν ότι έχει αποστασιοποιηθεί σημαντικά από το κεμαλιστικό δόγμα, την Δύση και την διατήρηση της ειρήνης με τα όμορα κράτη. Όπως και να έχει, οι πιο σημαντικές μειονότητες που απασχολούν το τουρκικό καθεστώς είναι οι Ουιγούροι (Κίνα), οι Τουρκμένοι/Τουρκομάνοι (Ιράκ), οι Τάταροι της Κριμαίας και οι Μαυροβούνιοι μουσουλμάνοι. Σε ορισμένους πληθυσμούς η ανάγκη εστιάζει στην προστασία από καταπιεστικά καθεστώτα, ενώ σε άλλους οι σχεδιασμοί της Άγκυρας εφαρμόζονται αποτελεσματικότερα. Αναλυτικότερα:
1) Οι Ουιγούροι αποτελούν τουρκόφωνη μειονότητα που ζει στην βορειοδυτική επαρχία Xinjiang της Κίνας. Είναι σουνίτες μουσουλμάνοι οι οποίοι καταπιέζονται και διώκονται από το κινέζικο καθεστώς εξαιτίας της γλώσσας και της θρησκείας τους. Υπάρχει η ανησυχία ότι ενδεχόμενη επιτυχία της Κίνας να αποτρέψει την επιρροή του ισλαμιστικού στοιχείου σε μέρη που ζουν οι Ουιγούροι θα αφανίσει και τον πολιτισμό τους. Στην παρούσα φάση, η Τουρκία προσπαθεί να διατηρήσει ισσοροπίες στις σχέσεις της με την Κίνα για τους σκοπούς και οφέλη που προκύπτουν από τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού (BRI), γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί στην αποφυγή αντιμετώπισης του “γρίφου” των Ουιγούρων. Ωστόσο, οι Ουιγούροι χρησιμοποιήθηκαν από την Τουρκία στον πόλεμο της Συρίας, πολλοί εξ’αυτών έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην Idlib ένω άλλοι εκπαιδεύονται από τις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας για τον πόλεμο κατά των Κούρδων. Τα σχέδια της Άγκυρας για την μειονότητα είναι να τους χρησιμοποιήσει για τον εποικισμό της Βόρειας Συρίας.
2) Οι Τουρκομάνοι αποτελούν την 3η μεγαλύτερη μειονότητα του Ιράκ και ζουν κυρίως στο βόρειο τμήμα της χώρας. Έχουν ισχυρούς εθνικιστικούς δεσμούς με την Άγκυρα και διατηρούν την γλώσσα τους (Turkic). Η Τουρκία λειτουργεί προστατευτικά προς τον τουρκομανικό πληθυσμό του Ιράκ και ιδιαίτερα για την πετρελαϊκή πόλη Kirkuk. Eπίσης, οι Τουρκμένοι/Τουρκομάνοι κατοικούν και σε περιοχές της Συρίας και υποστηρίζουν την Τουρκία αλλά και τους φιλότουρκους Σύρους αντάρτες.
3) Οι Τάταροι της Κριμαίας είναι η αχίλλειος πτέρνα της Τουρκίας καθώς ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζει σημαντικά διλήμματα και αδιέξοδα αναφορικά με την προστασία αυτής της τουρκικής μειονότητας. Λόγω της συνεργασίας σε μια σειρά ζητημάτων μεταξύ της Άγκυρας και της Μόσχας, η πρώτη ακολουθεί με διακριτικότητα διπλωματικές οδούς χωρίς σημαντικά οφέλη για τον πληθυσμό των Τατάρων. Ως εκ τούτου, οι Τάταροι προσεταιρίσθηκαν με την Ουκρανία προκειμένου να αντιμετωπίσουν μαζί τον κοινό εχθρό, την Ρωσία. Ωστόσο, αυτή η υπό συνθήκη συνεργασία δεν διασφαλίζει την μελλοντική τους ασφάλεια και οποιοσδήποτε μελλοντικός χειρισμός εκ μέρους της Τουρκίας θα είναι κρίσιμος για την προστασία τους.
4) Οι Μαυροβούνιοι μουσουλμάνοι αποτελούν άλλον έναν στόχο εφαρμογής της τουρκικής πολιτιστικής διπλωματίας. Πέρα των πολυάριθμων ακαδημαϊκών δράσεων και των τηλεοπτικών σειρών, αρκετά σημαντικά ισλαμικά μνημεία έχουν αναστηλωθεί ή ανακαινιστεί με την στήριξη του ΤΙΚΑ (Turkish Cooperationa and Coordination Agency), ενός τουρκικού κρατικού φορέα που συμβάλλει στην ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων τουρκικών κρατών και κοινοτήτων.
Συνοψίζοντας, η πολιτιστική διπλωματία που εφαρμόζει η Άγκυρα, αναλύεται σε τρεις διαστάσεις: Την τακτική επικοινωνία της πληροφορίας, τον στρατηγικό σχεδιασμό του “nation branding” και την ενδυνάμωση ισχυρών δεσμών. Επίσης, διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στο πλαίσιο της ήπιας ισχύος καθώς με τα νέα μέσα που εκμεταλλεύεται – ΜΜΕ συμπεριλαμβανομένων των τηλεοπτικών σειρών, ΜΚΟ, διεθνείς οργανισμούς- δίνει έμφαση στην επικοινωνία για την διάδοση των επιθυμητών μηνυμάτων για την διαμόρφωση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης στο εξωτερικό, δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για ένα περιβάλλον ικανό για βαθύτερο διάλογο με τις κοινότητες που θεωρούν ότι έχουν κοινά συμφέροντα και κατ’επέκταση σχεδιάζουν τις αντίστοιχες αποστολές για την εξυπηρέτηση των κοινών στόχων τους. Ενώ λοιπόν ο 20ος αιώνας στιγματίζεται από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου όπου υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί στην διάδραση και στην πληροφορία, στον 21ο αιώνα εργαλειοποιείται η επικοινωνία προκειμένου να σχηματιστεί το κατάλληλο κύρος και προφίλ ενός κράτους.