Το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος πραγματοποίησε ένα πενθήμερο αφιέρωμα στο μέγιστο συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής (αν και κάθε άλλο παρά μόνον τέτοιας) Ennio Morricone που έφυγε στις αρχές Ιουλίου στα ενενήντα ένα χρόνια του. Το αφιέρωμα αυτό συνίστατο σε προβολές ταινιών των οποίων τα soundtracks είχε φυσικά γράψει ο Ennio Morricone και έκλεισε την τελευταία ημέρα με μια συναυλία στην οποία η ΚΟΑ εκτέλεσε αποσπάσματα αρκετών από τα τελευταία.
Η συναυλία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή της ΕΛΣ, την αίθουσα Σταύρος Νιάρχος δηλαδή αλλά χωρίς την παρουσία κοινού, τηρώντας – σε βαθμό υπερβολής ίσως – τα τελευταία μέτρα προφύλαξης από τον κορωνοϊό. Το κοινό μπορούσε να την παρακολουθήσει σε live streaming από γιγαντοοθόνες που είχαν στηθεί στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ είτε όπου αλλού ήθελε καθώς το streaming ήταν – δωρεάν φυσικά – διαθέσιμο από το επίσημο κανάλι του ΚΠΙΣΝ.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έπαιξε αποσπάσματα από αρκετά – όλα ήταν αδύνατον λόγω της συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας – από τα σημαντικότερα soundtracks του Ennio Morricone. Η αρχαιότερη και κατά τεκμήριο καλύτερη ορχήστρα της χώρας στάθηκε στο υψηλό επίπεδο στο οποίο μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Ο Ινδονήσιος μαέστρος Αντριαν Πραμπάβα ο οποίος έχει διευθύνει αρκετές σημαντικές ορχηστές διεθνώς σε μια μεγάλη γκάμα έργων και έχει αποσπάει ουκ ολίγες διακρίσεις διηύθυνε την ΚΟΑ έτσι ακριβώς όπως άρμοζε στην περίσταση, με απόλυτο σεβασμό στο έργο του Morricone, χωρίς εξάρσεις αλλά συνετά. Τέλος η σοπράνο Βάσια Ζαχαροπούλου,, στα λίγα αποσπάσματα που περιλάμβαναν φωνητικά μέρη, συμμετείχε με «συγκρατημένο» αλλά και υποδειγματικό τρόπο.
Μοναδική μου ένσταση, δίχως να περιμένω μια συγκεκριμένη χρονολογική ή όποια άλλη σειρά, ήταν ο τρόπος που είχαν «ομαδοποιηθεί» τα soundtracks του κάποιες φορές ομολογουμένως ξένιζε. Για παράδειγμα ποια σχέση σε ύφος, δομή και οτιδήποτε άλλο έχει το αριστουργηματικό γλυυκόπικρο ελεγειακό θέμα «Chi Mai» (που χρησιμοποιήθηκε σε περισσότεες από μι ταινίες) με εκείνα από τις ταινίες του Τζιουζέπε Τορνατόρε «Σινεμά Ο Παράδεισος» και «Μαλένα»;
Από εκεί και πέρα, αν και η απόδοση όλων των συντελεστών ήταν υψηλότατη ως άριστη, κατόρθωσε αυτή η συναυλία να μεταφέρει την μαγεία της μουσικής του Morricone; Κατ΄ εμένα, παρά τις πολλές πολύ όμορφες στιγμές της, όχι. Και τι περίμενες, μπορεί να ρωτήσεις κάποιος/α, να ακούσεις αυτούσιες τις εκτελέσεις που υπάρχουν στις ταινίες και στους δίσκους με τα soundtracks τους; Δεν είναι άδικο να συγκρίνεις τις εκτελέσεις όχι της ΚΟΑ αλλά οποιασδήποτε ορχήστρας στον κόσμο με αυτές;
Η απάντηση είναι ότι δεν τις συγκρίνω με αυτές αλλά με κάτι άλλο. Ήμουν ένας από τους/τις τυχερούς/ές που παρακολούθησαν, απόλαυσαν μάλλον, εκείνη την κυριολεκτικά μυσταγωγική – χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου και...μελαγχολική! – μια κι μοναδική συναυλία του Ennio Morricone Ensemble υπό την διεύθυνση του ιδρυτή του στο Ηρώδειο τον Ιούλιο το 2005. Δέκα πέντε χρόνια μετά θυμάμαι ακόμα το πως ο βραχύσωμος συνθέτης ήταν σα να ψήλωνε ήδη τη στιγμή που έβγαινε με το χαρακτηριστικό, λίγο βιαστικό και «χοροπηδηχτό» βήμα του, στη σκηνή και πριν ακόμα ανέβει στο πόντιουμ. Θυμάμαι όμως και κάτι ακόμα, το πως δίχως έντονες ή «θεατρικές» χειρονομίες, χωρίς να το επιβάλει, δίχως ούτε ίχνος από την «δεσποτικότητα» που μπορεί να έχει ένας μαέστρος αποσπούσε από τους μουσικούς του Συνόλου του εκτελέσεις οι οποίες ήταν απλά τέλειες. Για παράδειγμα ο μουσικός που έπαιξε το ασύλληπτης έμπνευσης και ευφυίας θέμα της ηλεκτρικής κιθάρας στην αυθεντική εκτέλεση του soundtrack του «For A Few Dollars More» είναι πιθανόν να μην ζούσε καν τότε. Και όμως, ο αντικαταστάτης το έπαιξε με απόλυτη πιστότητα, όχι μόνον ως προς τις νότες αλλά και την χροιά, ακόμα και την χρήση των εφέ!
Στο σημείο αυτό αναλογίζομαι κάτι. Ο τόσο σεμνός και μειλίχιος σαν άνθρωπος δημιουργός μόνο μια φορά δυσαρεστήθηκε πολύ έντονα σε σχέση με το έργο του και δεν δίστασε να εκφράσει δημόσια την δυσαρέσκεια του. Ηταν όταν η μουσική του για την ταινία «The Mission» (1986) δεν κέρδισε το Όσκαρ και προσωπικά πιστεύω ότι δεν αποδέχθηκε το ότι το κέρδισε για το τελευταίο soundtrack που υπέγραψε, του πολύ καλού για «The Hateful Eight» (2015) του Κουέντιν Ταραντίνο, ως επαρκή «επανόρθωση» της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφο απέναντι του. Θεωρούσε – και πιθανότατα δικαιολογημένα – το «The Mission» το καλύτερο, το κορυφαίο soundtrack του. Γιατί όμως; Άποψη μου είναι επειδή το ίδιο το θέμα ουσιαστικά αυτής της ταινίας ήταν η υπερβατικότητα η οποία χαρακτήριζε όλο το έργο του.
Τόσο όταν συνέθετε όσο όμως και όταν διηύθυνε την μουσική του ο Ennio Morricone ερχόταν σε επαφή με κάτι ανώτερο και υψηλότερο που μόνον ο ίδιος αντιλαμβανόταν, μια πνευματικότητα η οποία ενυπάρχει, έστω και σε μικρότερο βαθμό, ακόμα και στα soundtracks του για εντελώς εμπορικές, ίσως ακόμα και «του σωρού» ταινίες. Ακριβώς για αυτό αν και ο Αντριαν Πραμπάβα π.χ. μπορεί να διευθύνει Μπετόβεν, Μότσαρτ και οποιονδήποτε άλλο μεγάλο κλασικό συνθέτη δέκα ή και εκατό φορές καλύτερα από τον Morricone κανείς και ποτέ δεν κατάφερε ή θα καταφέρει να διευθύνει Ennio Morricone όπως ο...Ennio Morricone! Ηταν αυτή η ολότητα που είχε η μουσική πράξη για εκείνον, από την σύλληψη και την σύνθεση μέχρι την ζωντανή εκτέλεση της, που έκαναν να του δοθεί από νωρίς ο χαρακτηρισμός Il Maestro που, για να μη ξεχνιόμαστε, σημαίνει master, απόλυτος κυρίαρχος. Τουλάχιστον της δικής του μουσικής...
Το συμπέρασμα στο οποίο προσωπικά καταλήγω μετά από όλα αυτά είναι ότι από εδώ και πέρα, αν είναι απολύτως απαραίτητο, παντού και για οποιονδήποτε λόγο, να παιχτεί ζωντανά μουσική του Ennio Morricone καλό θα ήταν αυτό να περιοριζόταν σε όσο το δυνατόν λιγότερα αποσπάσματα της. Για περισσότερα ευτυχώς υπάρχουν οι δίσκοι αφού ο ένας και φυσικός Μαέστρος της δεν είναι πια εδώ για να την διευθύνει...
Απόψεις και άλλες δηλώσεις που εκφράζονται από χρήστες και τρίτα μέρη (π.χ., bloggers) είναι αποκλειστικά δικές τους και δεν αποτελούν απόψεις της HuffPost Greece. Την ευθύνη για περιεχόμενο που δημιουργείται από τρίτα μέρη φέρουν αποκλειστικά τα μέρη αυτά.