Κυριακή πρωί κατηφόριζε στο Θησείο. Αυτόν τον κατήφορο ακολουθούσε από παλιά, σκέφθηκε ο Γ. και χαμογέλασε το μέσα του παίζοντας με τις λέξεις. Ήταν μεγάλος παίκτης. Χαρτόμουτρο, τον πείραζαν οι φίλοι που τον συναντούσαν χωμένο με τα μούτρα κυριολεκτικά, σε κιτρινισμένες από τον χρόνο, σελίδες χαρτιού, σε παζάρια βιβλίων. Αναζητώντας ξεπουλημένες ιδέες, ξαπλωμένες στα βρώμικα σεντόνια των μικροπωλητών, ευθύμησε με τον Καρυωτάκη.
‘’ Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία
είκοσι χρόνια παίζοντας έχασα τη ζωή…’’
Πάρτο, μόνο με πέντε ευρώ, είναι σπάνιο, άκουσε τον μελαμψό μεταπωλητή ιδεών να του λέει, κοιτάζοντας ταυτόχρονα γύρω του ανήσυχος. Τρόπος γνώριμος η πρώτη πάσα για τον Γ. που μόλις ξεκίνησε τη μέρα του. Με το που άφησε κάτω το βιβλίο πήρε και η τιμή τον κατήφορο. Πόσο πιο χαμηλά θα έπεφτε άραγε ο Λεβ Νικούλιν, όχι πως δεν έπιανε τα λεφτά του ο Τουχατσέφσκι. Αξία μεγάλη σε άλλη εποχή , το πλήρωσε με τη ζωή του. Ωστόσο, με τον καιρό η ράχη του έγειρε, κιτρίνισε, έδειχνε παρατημένος.
Κάποιος χρειάζεται να τον φροντίσει, σκέφθηκε ο Γ. και συνέχισε να αναζητά χαμένους θησαυρούς ανάμεσα στα διπλανά σεντόνια. Με τις τύψεις να τον βασανίζουν, επέστρεψε βιαστικά για να μην αφήσει τον Τουχατσέφσκι στην τύχη του. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι και το σεντόνι και τα βιβλία ήταν εγκαταλειμμένα σε κοινή θέα και επιθυμία. Ο μικροπωλητής άφαντος. Μόλις εκείνος πρόλαβε να σκύψει και να σηκώσει τον κόκκινο στρατηλάτη στα χέρια του, τον ζώσανε τα φίδια και η Δημοτική αστυνομία. Απορημένος ρώτησε το γιατί. Δυστυχώς κύριε δεν θα μπορέσετε να το αγοράσετε. Το εμπόρευμα είναι κλεμμένο και κατάσχεται, του είπε ευγενικά ο ευσυνείδητος υπάλληλος κάνοντας το καθήκον του. Καθώς μιλούσε, έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν τα βιβλία και να μπουν στο φορτηγάκι που εμφανίστηκε στον πεζόδρομο παραμερίζοντας το πλήθος.
Τότε ο Γ. θέλησε να μάθει για την τύχη των βιβλίων. Μόλις πληροφορήθηκε τη νόμιμη καταστροφή των κατασχεμένων, η ψυχή του μάτωσε. Η πολτοποίηση θα ήταν η κατάληξη. Τα λογικά επιχειρήματά του για την αξία των βιβλίων,τη συντήρηση και διάσωσή τους σε διάφορες βιβλιοθήκες (Σχολικές, Δημοτικές κ.ά ) έπεσαν στο κενό. Ο υπάλληλος του είπε ‘’Ο Νόμος είναι Νόμος’’. Ωστόσο, ο υπεύθυνος που δεν έδειχνε να απολαμβάνει τη διαδικασία, συγκινήθηκε με την αγωνία του δασκάλου για την πολτοποίηση της γνώσης και κάπου ανάμεσα στο καθήκον και στο συναίσθημα τον αιφνιδίασε, δίνοντας μικρή προσωρινή χάρη διάσωσης, λίγο πριν από την εκτέλεση της εντολής.
Επειδή είστε δάσκαλος, είπε στον Γ. και κατανοώ την αγάπη σας για τα βιβλία έχετε στη διάθεσή σας λίγα λεπτά να επιλέξετε, ποια βιβλία χρειάζεται να διασωθούν. Ξαφνικά το Θησείο σκοτείνιασε. Εξαρχής φάνηκε ότι η μέρα είχε πάρει τον κατήφορο. Άλλο και τούτο μονολόγησε! Κριτής βιβλίων πριν από την πολτοποίηση. Ρόλος πρωτόγνωρος. Δεν προβλεπόταν από κανένα κανονισμό. Έριξε κάτω το βλέμμα του αμήχανα, συγκλονισμένος από την πρόκληση της αξιολόγησης – επιλογής. Ασάλευτος έμεινε μπροστά στα βιβλία που περίμεναν την τύχη τους. Άλλα σε πρώτο πλάνο, φανερά και άλλα στριμωγμένα σε μια γωνιά στο σεντόνι από φόβο. Το καθένα με την ιστορία του. Ατελείωτες ώρες δημιουργίας, από το φως του φεγγαριού ίσαμε το ξημέρωμα. Ποιος να θυμάται στ` αλήθεια, τι τους ευχήθηκαν στην πρώτη έκδοση. Να είναι καλοτάξιδα ή να μη πολτοποιηθούν;
Ο χρόνος απειλητικός έδειξε πως δεν ήταν με το μέρος τους. Ο Γ. φανερά ταραγμένος έκανε πίσω να φύγει, να τρέξει, να χαθεί για το παράλογο του διλήμματος. Πριν καλά καλά προλάβει να δηλώσει συμπαράσταση στα βιβλία που απειλούνταν με εξαφάνιση, βγήκε μπροστά, πρώτος ο Ροζέ Γκαρωντύ με την ‘’Ελευθερία’’. Ακολούθησαν ο Ρίτσος με τα ‘’Ποιήματά’’ του (1930-1960) και ο Γληνός με παπιγιόν και τις ‘’Εκλεκτές Σελίδες’’. Χωμένος στο σεντόνι ο Γεώργιος Σεφέρης με την ‘’Στροφή’’ κι ο Μπελογιάννης χαμογελαστός με το γαρύφαλλο στο χέρι. Λίγο πιο πέρα ο Καββαδίας τους κοίταζε πνιγμένος μέσα στη σκόνη τινάζοντας το ναυτικό του σκούφο.
Μεγάλοι και τρανοί, αστοί και κομμουνιστές έκαναν την αλυσίδα της σκέψης για να προστατέψουν τους άλλους που πήγαιναν στο απόσπασμα. Κανείς δεν πάει για πολτοποίηση, ακούστηκε με δύναμη η φωνή της Ποίησης και της Επανάστασης. Όλοι μας πίσω, στις βιβλιοθήκες. Ο Μαγιακόφσκι μας περιμένει.
Ο Γ. πήρε το μέρος τους μα και το δρόμο της επιστροφής. Μόνο στους τυχερούς συμβαίνουν τέτοια σημεία: ‘’Ν` ακούνε τα βιβλία να τους μιλάνε’’, είπε καλός του φίλος, όταν εκείνος του αποκάλυψε το συμβάν. Καταμεσήμερο ο Γ. στάθηκε τυχερός περπατώντας στον παράνομο δρόμο του βιβλίου.
Κατηφορίζοντας από το Θησείο προς το Γκάζι των παιδικών του χρόνων χάζευε αφίσα για το Παζάρι του βιβλίου που είχε αρχίσει στην Πλατεία του Κλάματος. Άραγε μήπως κι αυτά τα σιωπηλά και νόμιμα βιβλία περίμεναν τη σωτηρία τους;