Πονάω. Πονάω να ζω σε μια χώρα που οι δυνάμεις καταστολής δέρνουν ασύστολα τους πολίτες, μέρα μεσημέρι, σε κεντρική πλατεία. Κάτω από τα τρομαγμένα μάτια των παιδιών, την κατακραυγή των οικογενειών που ζητούσαν μια ανάσα στον ήλιο, την καταγραφή από κάμερες κινητών που ξεμούγκανε τα καλοταϊσμένα δημοσιογραφόδουλα παπαγαλάκια…
Πονάω που οι κυβερνώντες, δεκαετίες τώρα, χωρίς αιδώ και συστολή, χρησιμοποιούν τις αστυνομικές δυνάμεις ως μέσο πειθαρχίας εκείνων που πάντα «πληρώνουν τη νύφη»:Των νέων, των φοιτητών, των διαδηλωτών, των απεργών, των «τιμημένων» πλην λησμονημένων γηρατειών, των συνδικαλιστών.
Οι ίδιες δυνάμεις, με άνωθεν εντολάς, μετατρέπονται σε φύλακες-αγγέλους εκείνων από τους οποίους θα έπρεπε να προστατεύουν τους πολίτες: Χρυσοκάνθαρους κηφήνες, πολιτικούς και πολιτικάντες, μεγαλοεκδότες, συνδικα-ληστές και μεγαλοκαρχαρίες.
Πονάω που εν ενεργεία βουλευτής, βγαίνει ως κοινός καταδότης και δίνει στη δημοσιότητα προσωπικά δεδομένα πολίτη. Πονάω που στην προσπάθεια να ρίξει το βάρος του καταγραφέντος ξυλοδαρμού στο νεαρό που κάνανε μπλαβί, του αποδίδει συμμετοχή σε αντιεξουσιαστική ομάδα, βάζοντάς του ετικέτα «τσόγλανου».
Αν «τσόγλανοι» είναι τα παιδιά μας που δέρνονται στις πλατείες, τι να πει κανείς για εκείνους τους γόνους πολιτικών τζακιών που υφαρπάζουν τις τύχες των καλύτερων βιογραφικών και τα μετατρέπουν σε διαβατήρια προς την αλλοδαπή;
Πονάω που δεν με σέβονται. Πονάω που ασχημονούν επί μακρόν εις βάρος της χώρας μου, της παιδείας των παιδιών μου, της υγείας μου, των ελευθεριών που με αγώνα και αίμα κέρδισαν οι πατεράδες και οι παππούδες μου. Αμαχητί τα παραδώσαμε όλα αυτά, έναντι πινακίου φακής και αστροζενεκοεμβολίου…
Πονάω να βλέπω το παιδί μου άνεργο.
Πονάω να βλέπω το γονιό μου να επαιτεί λίγης στοργής και φροντίδας από ένα κράτος προνοίας που φαίνεται να επικροτεί μόνον την πορνεία. Φανερή και κρυφία. Συντηρώντας τους μιαρούς, τους ρυπαρούς, τους τιποτένιους σε θέσεις «εξουσίας».
Διορίζοντάς τους με ρουσφετάκια τύπου «αξιολόγησης» και ποιώντας την νήσσαν όταν αυτοί αποδεικνύονται παιδόφιλοι, βιαστές, εκβιαστές, μωροφιλόδοξοι. Αρνούμενοι να παραιτηθούν για λόγους ευθιξίας, ακόμη κι όταν η κοινωνική αποστροφή έχει φτάσει στο ζενίθ. Γαντζωμένοι στο θώκο, σαν το κισσό στα ντουβάρια του… «Ελληνικού».
Πονάω που ζω μια ζωή χωρίς ζωή. Χωρίς φίλους στο σπίτι, χωρίς επαφές, με μια καχυποψία για τα «κρούσματα» που φτάνει στα όρια του μισανθρωπισμού. Πονάω που οι επόμενες «κρίσιμες δύο εβδομάδες» μου χουν στερήσει έναν ολάκερο χρόνο από το βίο μου.
Πονάω που οι εκάστοτε αποφάσεις των επαϊόντων, πληθαίνουν αντί να συρρικνώνουν τον αριθμό των θανόντων και των διασωληνωμένων.
Πονάω που αντί να κάνουν υποχρεωτικά test σε ΟΛΕΣ τις πύλες εισόδου της χώρας αλλά και των περιφερειών, των νησιών και των δήμων, μια λασκάρουν το σκοινί και μια το σφίγγουν ως αγχόνη γύρω από το λαιμό μας. Βαφτίζουν την ανικανότητά τους, ανυποταξία μας. Ονομάζουν τα αποσπασματικά τους μέτρα, πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν… μαλθακίαν. Κι ο κόσμος, νοσεί. Πεθαίνει. Περιθωριοποιείται. Σε έναν κοινωνικό αποκλεισμό που μοιάζει με εξανδραποδισμό. Μετατρέποντάς μας σε πειθήνια όντα, έτοιμα προς «ανθρωποφαγία» σε όποιον τολμήσει να βήξει…
Πονάω. Που κλείνομαι από νωρίς σε ένα σπίτι ρημαγμένο από την ένδεια ή το σεισμό. Που δεν έχω άνθρωπο να μιλήσω. Που έπαψα να χαμογελώ, να «βγαίνω», να συγχρωτίζομαι. Που εντρυφώντας στην αναγκαστική τηλοψία, σταμάτησα και να σκέφτομαι…
Πονάω που είμαι σε αναστολή. Με τη συστολή του ανθρώπου που «οφείλει» να ζήσει με 534 ψωροευρώ, πηγαίνω στα σουπερμάρκετ της διασποράς και της συμφοράς για τρόφιμα β’ διαλογής, που… «φτουράνε» στο τσουκάλι.
Απλήρωτα τα νοίκια, απλήρωτες οι δόσεις της φορομπηχτικής εισπρακτικής, απλήρωτες οι δέκο. Παραπέει η οικονομία, ενόσω η επικαιρότητα έχει επικεντρωθεί στων ηχηρών ονομάτων τα… πέη.
Πονάω που ζω στη χώρα της δημοκρατίας, υπό συνθήκες μιας επιβαλλόμενης λόγω κορωνοϊού, «δικτατορίας». Που έχω απωλέσει το δικαίωμα του να ζω ελεύθερος, το δικαίωμα της επιλογής και της αυτοδιαχείρισης.
Πονάω που βιώνω μια κρίση πρωτοφανή για την ανθρωπότητα, μα χάνω σιγά και σταθερά την «ανθρωπιά» μου.
Πονάω που επέλεγα πάντα τα σάπια μήλα, γιατί μου τα καραμέλωναν με υποσχετικά γλυκόλογα.
Πονάω που εμπορεύομαι την οικονομική επιβίωση της χώρας μου, παραμένοντας στο λαγούμι μου επί μήνες χωρίς άρνηση και υπό το φόβο μη νοσήσω, μόνο και μόνο για να ελπίσω πως θα ξεχυθούν το καλοκαίρι σε κάμπους, βουνά, θάλασσες και ραχούλες οι τουρίστες, για να αφήσουν τα πέδιλα, τα σκουπίδια και τα ευρώπουλά τους.
Πονάω που το βλέπω ως μόνη λύση να αντέξει η οικονομία και να επιβιώσουν οι μικροκοινωνίες μας, ακόμη κι αν καθημερινά, εκτός από τους θανάτους των πασχόντων βλέπουμε τους πολλαπλούς απαγχονισμούς του εμποράκου, του μικρομεσαίου, του βιοτέχνη και των υπαλλήλων τους…
Πονάω που η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αρθρώσει έναν επαρκή και άξιο αντιπολιτευτικό λόγο.
Πονάω που η συμπολίτευση, αντιπολιτεύεται επί της ουσίας τον εαυτό της.
Πονάω που το πολιτικό σύστημα της χώρας μου καταβαραθρώνεται από τους πολιτικούς του.
Πονάω που ο εκάστοτε Καλιγούλας της εξουσίας αναγορεύει τα… μουλάρια του σε Συγκλητικούς. Και κυρίως, που ορίζει τον πολίτη που του έδωσε την εξουσία δια της ψήφου του, ως «κατώτερον». Ο χρυσούς κανών της λειτουργίας του φασισμού…
Πονάω. Γιατί τη μαζική απάθεια προς την επικράτηση του εύκολου πλουτισμού, του κυνισμού, της απαιδευσίας και της ατιμίας, τη διαδέχθηκε η μαζική υστερία. Η τρομο-κορωνοϊο-λαγνεία, η απελπισία, η βία.
Πονάω για τη βία της κάθε μέρας. Κι ας μην έφαγα ξύλο στη Νέα Σμύρνη.