Όλα ξεκίνησαν από τον «κακό Κεμάλ» και τον «κακό Ινονού», ενώ ορισμένες δεκαετίες αργότερα είχαμε τον «κακό Ετζεβίτ», τον «κακό Οζάλ» και την «κακιά Τσιλέρ», έως ότου φθάσουμε στον «κακό Ερντογάν» με μια δόση «κακού Νταβούτογλου». Η απλουστευτική ανάλυση της τουρκικής στρατηγικής συμπεριφοράς προφανώς βολεύει, γιατί διαχρονικά μεταθέτει την ανάγκη χάραξης μιας ορθοτομημένης στρατηγικής διαχείρισης της τουρκικής απειλής στο διηνεκές. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, οι αξιώσεις αυξάνονται, η τουρκική ελίτ αποθρασύνεται, το χάσμα ισχύος διευρύνεται και εν τέλει, η Ελλάδα θα κληθεί κάποια στιγμή να απαντήσει επί του πεδίου από εξόχως δυσχερέστερη θέση.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, όπως συνοψίζεται εξ απόψεως στόχων και μέσων υπό τον όρο του νεοοθωμανισμού, διαθέτει εγγενή χαρακτηριστικά καθώς προκύπτει από τη βαθιά πεποίθηση της ελίτ και της καθοδηγούμενης κοινωνικής πλειοψηφίας ότι η Τουρκία αποτελεί την ηττημένη χώρα της τελευταίας εκτεταμένης ανακατανομής ισχύος στην περιοχή. Η εν λόγω εκτίμηση, απόρροια και της ισλαμικής κοσμοθεωρίας η οποία κυριαρχεί στο εσωτερικό της γείτονος, συνδέεται με την αδυναμία αποδοχής της ανάδυσης ανεξάρτητων εθνοκρατών στη γεωγραφική ζώνη της άλλοτε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των παρυφών της.
Σύμφωνα με τη λογική τους, η Τουρκία αναγκαστικά – λόγω της διεθνούς συγκυρίας – μετεξελίχθηκε σε εθνοκράτος, αλλά τα υπόλοιπα έθνη της περιοχής αποτελούν απλώς κληρονόμους των υπηκόων της Υψηλής Πύλης, οι οποίοι δήθεν εργαλειοποιήθηκαν από Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά συνέπεια, η σύγχρονη Τουρκία οφείλει να έχει ως διαρκή μέριμνα την επαναφορά της ιστορικής τάξης πραγμάτων, προφανώς όχι υπό τους εδαφικούς όρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά σίγουρα υπό όρους φινλανδοποίησης και δημιουργίας άσκησης νεοοθωμανικής επιρροής.
Η συγκεκριμένη συλλογιστική διαπερνά το σύνολο του πολιτικού φάσματος, με τις διαφωνίες μεταξύ των κομμάτων να περιορίζονται σε ζητήματα όπως πόσα νησιά οφείλουν ή μπορούν να διεκδικήσουν και πώς οφείλουν ή μπορούν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε αναθεώρηση συνθηκών. Ουδένα μέλος της κυβερνώσας ελίτ διατυπώνει ουσιαστική άποψη κατά της αναθεωρητικής στάσης της Τουρκίας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο πυρήνας της νεοοθωμανικής πρότασης αποτυπώθηκε στο έργο του Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγικό βάθος», αλλά παρά τον εξοστρακισμό του συγγραφέα από τις κυβερνητικές θέσεις που κατείχε (Υπουργός Εξωτερικών και Πρωθυπουργός), αυτό εξακολουθεί να περιγράφει τη σημερινή τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ο δε υψηλός βαθμός απήχησης στην κοινωνία επαληθεύεται από το γεγονός ότι, σε συνθήκες προεκλογικής περιόδου και προσπάθειας προσέλκυσης ψήφων, η ρητορική κατά της Ελλάδας και η πρακτική κατά της Συρίας οξύνονται, ενώ αντίστοιχη είναι και η διαχείριση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Οι ΗΠΑ ταυτίζονται υπόρρητα με τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες κάποτε εργαλειοποίησαν τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους μετέτρεψαν σε εθνοκράτη. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη συλλογιστική, αυτές οι Δυνάμεις τώρα «επιστρέφουν» στην περιοχή διά της Ουάσιγκτον ή και των Παρισίων. Το γεγονός ότι το εν λόγω αφήγημα επικοινωνείται με ολοένα και πιο οξείς χαρακτηρισμούς αποδεικνύει ότι η Τουρκία ακολουθεί μια πορεία χωρίς επιστροφή.
Η συλλογιστική διασυνδέεται πλέον με την εκτίμηση των Τούρκων για την κατανομή ισχύος. Θεωρούν ότι έχουν αναχθεί στον ισχυρότερο πόλο της περιοχής, δεδομένης της άνθησης της αμυντικής βιομηχανίας τους και της ανόδου του Α.Ε.Π. τους, αλλά και της αντίστοιχης συρρίκνωσης των υπολοίπων κρατών-στόχων του διακηρυγμένου νεοοθωμανισμού. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, η Τουρκία αντιδρά με «παιδιάστικο» τρόπο στην ελληνική προσπάθεια εξοπλιστικής αναβάθμισης. Φοβούνται ότι κινδυνεύουν να απωλέσουν τη μεγάλη ιστορική ευκαιρία αποτύπωσης των αξιώσεών τους επί του χάρτη και προς τούτο, επενδύουν στην επιτυχημένη συνταγή των τελευταίων δεκαετιών: εκφοβισμός του αντιπάλου και εξώθησή του σε κατευναστικές επιλογές.
Μετά τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (αν ο Τούρκος Πρόεδρος χάσει τις εκλογές και τονίζεται το «αν»), η Τουρκία θα εξακολουθήσει να είναι «ερντογανική» υπό την έννοια ότι η πολιτική και στρατηγική σκέψη, που διαπερνά οριζόντια το κομματικό σύστημα και το κοινωνικό γίγνεσθαι, προφανώς δεν αλλάζουν μέσω εκλογών, αλλά παράλληλα δεν αλλάζει και ο κρατικός ορθολογισμός της Άγκυρας.
Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να συνεκτιμά τη διεθνή κατάσταση υπό όρους κόστους-οφέλους εδράζοντας τη στρατηγική της στα κεκτημένα της ισχυροποίησής της κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Με απλά λόγια, με ή χωρίς τον Ερντογάν, η Τουρκία θα συνεχίσει να διαθέτει ανθίζουσα αμυντική βιομηχανία και το δίκτυο της διεθνούς επιρροής της όπως οργανώνεται μέσω της περίφημης TIKA, ενώ οι εν λόγω εκτιμήσεις σε επίπεδο κατανομής ισχύος προφανώς θα συνεχίσουν να διασυνδέονται με τις εγγενείς αναθεωρητικές τάσεις.
Η αντιστροφή της εν λόγω πορείας συνιστά έναν μαραθώνιο, ένα αποτέλεσμα μιας διαρκούς προσπάθειας εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής, στο επίπεδο τόσο της ισχυροποίησης των θιγόμενων δρώντων και της εκ μέρους τους επίδειξης βούλησης υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, όσο και της κινητοποίησης των αναγκαίων αντισυσπειρώσεων.
Η σκέψη ότι μετά τον Ερντογάν «τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα» θα δημιουργήσει αργά ή γρήγορα νέες απογοητεύσεις, παρόμοιες με εκείνες που προέκυψαν «μετά τον Ετζεβίτ», «μετά τον Οζάλ», «μετά την Τσιλέρ»…
Τα πράγματα όντως «θα γίνουν καλύτερα» όταν ο ελληνισμός, διά των δύο κρατών του, αντιληφθεί ότι πρέπει να μεριμνήσει για την αυτοβοήθειά του, δηλαδή την ισχυροποίησή του και την άρθρωση μηνύματος αποτροπής με συμμαχίες στη βάση συγκλινόντων συμφερόντων, συμμαχίες αμοιβαίου οφέλους και αμοιβαίως ειλημμένου στρατηγικού κόστους.