Συμβαίνει ακόμα και στους καλύτερους: Τσεκάρουμε το προφίλ ενός γνωστού, μιας παλιάς φιλής, ενός συναδέλφου και καθώς περιηγούμαστε στις φωτογραφίες του/της στο Instagram, το δάχτυλο μας ξεγλιστράει και κατά λάθος πατάμε «μου αρέσει».
Δεν υπάρχει καμία εξήγηση για τον λόγο που χαζεύουμε τις φωτογραφίες τους από τον Σεπτέμβριο του 2012. Απλά συνέβη. Και κάπως έτσι, σύντομα αρχίζει να μας διακατέχει ο πανικός, στη σκέψη ότι μας έπιασαν στα πράσα.
Συζητήσαμε με τέσσερις ειδικούς, γύρω από το βαθμό, στον οποίο η παρακολούθηση τρίτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζει την ψυχική μας υγεία. Μιλήσαμε επίσης για τους τρόπους αντιμετώπισης σε περίπτωση που υποψιαστούμε ότι η «αθώα επίσκεψή» μας έγινε αντιληπτή. Και η αλήθεια είναι, ότι απενοχποιηθήκαμε, καθώς τέτοιες συνήθειες, στην πραγματικότητα δεν είναι συνώνυμες της καταδίωξης.
Αρχικά, ας ηρεμήσουμε, όλοι μας το έχουμε κάνει
«Υπάρχει ένα στοιχείο στην παρακολούθηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο συμβατό με την ανθρώπινη φύση», δηλώνει ο Ντεβάν Ρόζεν, καθηγητής αναδυόμενων μέσων στο Ithaca College και εκδότης του «The Social Media Debate: Unpacking the Social, Psychological, and Cultural Effects of Social Media.
Οι άνθρωποι έχουμε μια έμφυτη περιέργεια γύρω από το τί κάνουν οι άλλοι. Βιολογικός στόχος, είναι η μείωση της αβεβαιότητας.
Παλαιότερα, οι σχέσεις καλλιεργούνταν διαπροσωπικά, μέσω τηλεφώνου ή μέσω ταχυδρομείου. Η επικοινωνία απευθυνόταν σε ένα μόνο άτομο ή μια μικρή ομάδα. Οι περισσότερες γνωριμίες σταδιακά ξεθώριαζαν, ενώ μια αληθινή σχέση απαιτούσε πολλή δουλειά.
Πλέον, σύμφωνα με τον Ρόζεν, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μάς επιτρέπουν να δημοσιεύουμε σκέψεις και φωτογραφίες, χωρίς ωστόσο να απευθυνόμαστε σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Έτσι αποφεύγεται η αυτο-αποκάλυψη.
Αυτόματα επιτρέπεται στον οποιονδήποτε να συνδέεται μαζί μας. Αρκεί να ρίξει μια γρήγορη ματιά στο ιστορικό μας. Αυτό, απέχει κατά πολύ από την πραγματική «καταδίωξη», δηλαδή την παρατήρηση των συμπεριφορών κάποιου, δίχως ο ίδιος να έχει επίγνωση ότι τον παρακολουθούμε.
Άλλωστε, το ερώτημα που προκύπτει όπως το θέτει ο Ρόζεν, έχει ως εξής: «πώς μπορούμε να παραβιάσουμε το απόρρητο κάποιου, ενώ βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που μοιράστηκε δημόσια;»
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρακολουθούμε τους άλλους για διάφορους λόγους, αναφέρει η Έμπονι Μπάτλερ, ψυχολόγος και δημιουργός του My Therapy Cards.
«Οι άνθρωποι επιδιώκουμε να ελέγξουμε τους τρίτους, καθώς δεν θα ήμασταν σε θέση να το επιτύχουμε στην πραγματική ζωή», επισημαίνει. Αναζητάμε ένα συναίσθημα νοσταλγίας, ή ίσως επιδιώκουμε να συγκρίνουμε τη ζωή μας με τη ζωή κάποιου άλλου αντιπαραθέτοντας όσα πράττει ο εκείνος με όσα τολμήσαμε εμείς.
Ωστόσο, αν πιάνουμε τον εαυτό μας απογοητευμένο και αναστατωμένο, η ψυχολόγος η Πάολα Ντουρλόφσκι, μας συμβουλεύει να αναρωτηθούμε: Γιατί κατασκοπεύουμε το προφίλ κάποιου που δεν έχουμε συναντήσει για καιρό ή ενός συντρόφου με τον οποίο τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά; Γιατί τώρα;
Γρήγορα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η δραστηριότητά μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καλύπτει κάποια ανάγκη που δεν πραγματώνεται στην πραγματική μας ζωή. Η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί δεν αφορά εμάς και το άτομο που κατασκοπεύουμε, αλλά εμάς και τον βαθύτερο εαυτό μας.
Η παρακολούθηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μοιάζει με «δώρο», τονίζει η ψυχοθεραπεύτρια Μπριτ Φρακ, καθώς μας επιτρέπει να εξερευνήσουμε τα προφίλ των ανθρώπων και να αναγνωρίσουμε τα κοινά μας σημεία. Εάν υποφέρουμε από κοινωνικό άγχος, αυτές οι πληροφορίες ίσως μας επιτρέψουν να αισθανθούμε πιο άνετα κατά την διαπροσωπική αλληλεπίδραση.
Η καταδίωξη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εξελίσσεται σε παθογένεια εφόσον διαρκώς ασχολούμαστε με τους άλλους και τα επιτεύγματά τους, διευκρινίζει η Φρανκ.
Εάν ανησυχούμε στο ενδεχόμενο να μας συμβεί κάτι τέτοιο, δεν έχουμε παρά να καταγράψουμε πόσο χρόνο ξοδεύουμε επιδιδόμενοι στην διαδικτυακή κατασκοπεία και να θέσουμε στον εαυτό μας το εξής ερώτημα: Οι τέσσερις ώρες που αφιερώσαμε παρακολουθώντας τη νέα σύντροφο του πρώην μας, συγκαταλέγονται στις στιγμές που θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε για ενέργειες που θα βελτιώσουν τη ζωή μας;
Αν είμαστε εμμονικοί με τη ζωή κάποιου άλλου, σε σημείο που επιβαρύνει την εξέλιξή μας, ίσως χρειάζεται να δώσουμε προσοχή.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι πιθανότατα υπάρχει ένας καλός λόγος, για τον οποίο άνθρωποι που ξέραμε, δεν είναι πλέον στη ζωή μας, υπενθυμίζει η Ντουρλόφσκι.
Η καταδίωξη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκαλεί ένα είδος άγχους, που δεν χρειάζεται να νιώσουμε
Οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, βασίζονται στην εμμονή μας με τους μακρινούς άλλους, αδιαφορώντας για τη ζημιά που προκαλούν στην ψυχική μας υγεία.
Ωστόσο, οι ίδιοι είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι ως χρήστες τείνουμε να δημοσιεύουμε στα κοινωνικά δίκτυα τις πιο θετικές και διασκεδαστικές πτυχές της ζωή μας. Με άλλα λόγια, η παρατήρηση κάποιου στην πραγματική ζωή θα απεικόνιζε μια πιο ειλικρινή όψη του, καθώς θα τον παρακολουθούσαμε να γλιστράει σε βρεγμένο έδαφος πραγματοποιώντας μια ανώμαλη προσγείωση, να αντιμετωπίζει περίπλοκα εργασιακά ζητήματα ή να κινείται νευρικά.
Παρ’ όλα αυτά, ντρεπόμαστε εύκολα, καθώς θεωρούμε ότι αν μας καταλάβουν οι άλλοι, θα μας κρίνουν, ειδικά εφόσον οι ίδιοι κατακρίνουμε τον εαυτό μας.
Η λύση, προκειμένου να απωθήσουμε το άγχος, είναι να απελευθερωθούμε από τις δικές μας αντιλήψεις, και να κατανοήσουμε πως πρόκειται απλώς για ένα like.
Το like εμφανίζεται στις ειδοποιήσεις σχεδόν αμέσως. Έχουμε την επιλογή να το διαγράψουμε με ταχύτητα φωτός. Η πιθανότητα να μας «πιάσουν» είναι ελάχιστη. Υπάρχουν και πιο ακραίοι τρόποι, προκειμένου να κρυφτούμε, στην περίπτωση ενός τέτοιου «ατυχήματος», όπως ο αποκλεισμός ατόμων ή η απενεργοποίηση του λογαριασμού μας. Ωστόσο, κάνοντας απλώς dislike στην ανάρτηση, μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα άμεσα και αποτελεσματικά.
Αν ανησυχούμε ότι το άλλο άτομο πρόλαβε και είδε το like μας
Εφόσον νιώθουμε την ανάγκη, μπορούμε να το συζητήσουμε, συνιστά η Μπάτλερ. Μπορούμε απλώς να εξηγήσουμε στον άλλο ότι υποφέρουμε από υπερβολικό άγχος, με αποτέλεσμα να επιδιώκουμε να γνωρίζουμε τα πάντα γύρω από ένα άτομο. Όταν το άγχος εντείνεται, τείνουμε να περιηγούμαστε στα προφίλ των άλλων, ώστε να αποσυμπιεστούμε. Η παραδοχή μας, ενδέχεται να λειτουργήσει ως ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά.
«Ωστόσο, αν διαπιστώσουμε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συχνά μας προκαλούν άγχος, η απομάκρυνση από τις οθόνες είναι μια πράξη αυτοπροστασίας και αγάπης απέναντι στον εαυτό», τονίζει η Ντουρλόφσκι.
Προτού επενδύσουμε στην πλήρη αποχή, θα μπορούσαμε απλώς, καθώς περιπλανιόμαστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να καταγράφουμε τα συναισθήματά μας. Όμοια μπορούμε να πράξουμε και καθώς συμμετέχουμε σε δραστηριότητες που μας προσφέρουν χαρά, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου, η γυμναστική, η ζωγραφική ή ο διαλογισμός.
Εάν τα παραπάνω δεν συμβάλουν στην καταπολέμηση της ανάγκη μας για κατασκοπεία στα κοινωνικά δίκτυα και τα συνακόλουθα συναισθήματα ντροπής και φθόνου, ένας αποτελεσματικός τρόπος περιορίζεται απλώς στο να παραδεχτούμε ότι το κάνουμε, μας συμβουλεύει η Μπάτλερ. Δεν χρειάζεται να αισθανόμαστε ενοχές οι αμφιβολίες, εφόσον ένα φαινόμενο δεν λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις.
Αν διαπιστώσουμε ότι η όλη κατάσταση μας πνίγει, μπορούμε πάντοτε να απευθυνθούμε σε έναν σύμβουλο ψυχικής υγείας.