Το Λας Βέγκας, η παιδική χαρά της Αμερικής, οφείλει την άνοδό του όχι μόνο σε τζογαδόρους και μαφιόζους αλλά και σε έναν απροσδόκητο παίκτη: τους Μορμόνους.
Το όνομα Λας Βέγκας αποδίδεται στον Ισπανό έμπορο Antonio Armijo, ο οποίος όταν διέσχισε, το 1829, την πιο ξηρή και άνυδρη επαρχεία της Βόρειας Αμερικής, αναφώνησε, μόλις αντίκρισε την καταπράσινη κοιλάδα με τις πηγές καταμεσής της ερήμου: «Διασχίσαμε την έρημο και φθάσαμε στα… λιβάδια (Las Vegas)».
Ανθρώπινη παρουσία στην απόκοσμη αυτή περιοχή καταγράφεται το 1855, όταν κατέφθασαν κυνηγημένοι οι πρώτοι Μορμόνοι, με σκοπό να διαδώσουν ανενόχλητοι τη θρησκεία τους.
Αν και η πρώτη τους απόπειρα απέτυχε, εν αγνοία τους έθεσαν τις βάσεις για το μέλλον της πόλης.
ο Λας Βέγκας ίσως να μην υπήρχε, αν το 1905 δεν αποφάσιζε ο Αμερικάνικος Σιδηρόδρομος να κάνει ενδιάμεση στάση στην περιοχή, καθώς το δρομολόγιο προς την Καλιφόρνια ήταν πολύωρο και εξουθενωτικό.
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν υπάλληλοι σιδηροδρομικών εταιρειών που ανεφοδίαζαν τους συρμούς.
Το 1954, ο Μορμόνος Ε. Πέρι Τόμας δάνεισε χρήματα σε διαχειριστές καζίνο, πυροδοτώντας την έκρηξη των καζίνο.
Τη δεκαετία του 1960 βρήκε το Λας Βέγκας να διοικηταί από τη «Μορμονική Μαφία», που είχε εγκέφαλο ο εκκεντρικός μεγιστάνας Howard Hughes.
Ο Hughes διέμεινε στην προεδρική σουίτα ξενοδοχείου για τέσσερα συναπτά έτη, χωρίς ποτέ να βγει έξω. Όταν ο μαφιόζος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου ενοχλήθηκε από τη μόνιμη παρουσία του, του ζήτησε να φύγει (οι σουίτες απευθύνονταν κυρίως στους μεγάλους παίκτες των καζίνο, γνωστούς και ως «φάλαινες»).
Τότε ο εκκεντρικός επιχειρηματίας εξαγόρασε όχι μόνο το ξενοδοχείο, αλλά και έξι ακόμα «παιχνίδια», όπως τα αποκαλούσε. Ήταν η αρχή του τέλους της ενασχόλησης της Μαφίας με την «Πόλη της Αμαρτίας».
Παρά την ηθική στάση της Εκκλησίας των Μορμόνων κατά του τζόγου, ο ακούσιος ρόλος τους στη διαμόρφωση της πόλης της αμαρτίας είναι αναμφισβήτητος.