Το πρόσωπο μιας μητέρας στην Υεμένη συχνά δεν φαίνεται. Είναι κρυμμένο πίσω από το νικάμπ. Κανείς δεν μπορεί να δει τις εκφράσεις τους. Ίσως μόνο τα υγρά και κόκκινα από τα δάκρυα, μάτια τους. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο που φτάνουν στη Δύση από τη διαλυμένη από τον πόλεμο χώρα αιχμαλωτίζουν συχνά μαυροφορεμένες, βαριές, γυναικείες φιγούρες που κρατούν στα χέρια τους αποστεωμένα παιδιά, τραυματισμένα από βόμβες, χτυπημένα από τη χολέρα, με μάτια «σβησμένα». Αδύναμα, πολλές φορές, ακόμη και να κλάψουν. Και πάντα πολύ κοντά στον θάνατο. Όπως τα 85.000 παιδιά που εκτιμάται πως έχουν πεθάνει από βόμβες και ασιτία τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
“«Από το 2015, μια σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό μου. Δεν θα φέρω στον κόσμο περισσότερα παιδιά, μέσα σε αυτό τον παράλογο πόλεμο»”
Σε αυτές τις γυναίκες εστιάζει ένα βίντεο 8 λεπτών του Contrast VR που επιμελήθηκαν δύο νεαρές γυναίκες, δημοσιογράφοι στην Υεμένη οι οποίες από το 2015 καλύπτουν, όπως λένε, ιστορίες που δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι θα εκτυλίσσονταν στη χώρα τους. Και την ίδια στιγμή ως γυναίκες κάνουν τις ίδιες σκέψεις με όλες τις συμπατριώτισσές τους για αυτή τη γενιά που γλιστράει και χάνεται μέσα από την αγκαλιά των μητέρων τους, οι οποίες ζουν σε μια κατάσταση διαρκής οδύνης και πένθους.
«Περιγράψτε μου τη μητέρα της Υεμένης...», είναι η πρώτη ερώτηση που κάνει η δημοσιογράφος Αμάλ αλ Γιασίρι σε μια μητέρα που βρίσκεται σε νοσοκομείο στη Σαναά και κρατά στην αγκαλιά την υποσιτισμένη κορούλα της.
«Η μητέρα της Υεμένης είναι κουρασμένη. Όχι μόνο εγώ. Όλες οι μητέρες της Υεμένης πονάνε. Είναι δυνατές. Αλλά αυτή η κρίση μας αποδυναμώνει. Παλεύουμε. Εγώ και όλες οι μητέρες, περνάμε τις νύχτες μας με δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό μας. Προσευχόμαστε στο Θεό να αλλάξουν τα πράγματα, να γίνουν καλύτερα, γιατί δεν αντέχουμε άλλο. Ούτε εγώ, ούτε οι άλλες γυναίκες».
Όπως εξηγεί η δημοσιογράφος, ο πόλεμος στην Υεμένη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015. Η συμμαχία της οποίας ηγείται η Σαουδική Αραβία και υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ έχει εκπονήσει περισσότερες από 19.000 αεροπορικές επιδρομές. Μεγάλα τμήματα της χώρας έχουν αποκλειστεί από στεριά, θάλασσα και αέρα προκαλώντας τεράστιες ελλείψεις σε τρόφιμα, καύσιμα, φάρμακα. Η οικονομία της χώρας έχει καταρρεύσει και 14εκατ άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με λιμό.
“«Οι ρουκέτες μπορούν να σκοτώσουν μόνο μια φορά. Όλο αυτό σε σκοτώνει 20 φορές τη μέρα»”
«Με λένε Αμαλ και είμαι δημοσιογράφος. Θυμάμαι να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο και να περπατώ στους δρόμους της παλιάς Σαναά με τις φίλες μου. Οι μυρωδιές του καφέ, των μπαχαρικών και η εικόνα των παιδιών που έτρεψαν από δω και από εκεί ήταν η καθημερινότητά μου. Ο πόλεμος όμως άλλαξε τη ζωή μου. Σήμερα καλύπτω ιστορίες που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα εκτυλίσσονταν στη χώρα μου», ακούγεται να μας αφηγείται η δημοσιογράφος.
Στη συνέχεια η κάμερα επιστρέφει στη μαυροφορεμένη φιγούρα της Φαουζία Μοχσέν αλ Τζαμιί. Έχει έξι παιδιά. Δύο σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια τη πολέμου. Η μικρή Χαναντί που κρατά στην αγκαλιά της μοιάζει με ένα μικρό κουβάρι από δέρμα και κόκαλα. Τρέφεται μέσω ορού με σωληνάκι από τη μύτη μιας και οι φλέβες στα χεράκια της δεν ενδείκνυνται.
«Θα γίνει δύο ετών σε λίγο καιρό. Παλιά ήταν χαρούμενη. Έπαιζε, τραγουδούσε. Δεν ακούμε πια τη φωνή της. Έχει φυματίωση αλλά μας είπαν πως πάσχει και από υποσιτισμό».
Όπως η Χαναντί έτσι και τα μισά παιδιά της Υεμένης ηλικίας κάτω των 5 ετών παρουσιάζουν σημάδια σοβαρού υποσιτισμού. Πολλές οικογένειες δεν έχουν καν τη δυνατότητα να πάνε μέχρι το νοσοκομείο. Για εξετάσεις και θεραπεία ούτε λόγος.
Η αφήγηση της Αμαλ συνεχίζεται με ένα ταξίδι προς το Ασλάμ, 200 χλμ από το Σαναά. «Στο δρόμο συνάντησα οικογένειες με μικρά παιδιά που τρώνε φύλλα από δέντρα και θάμνους για να χορτάσουν την πείνα τους. Η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια».
Στο Κέντρο Υγείας στο Ασλάμ ακούγεται το δυνατό κλάμα. Ένα αποστεωμένο μωρό με σωληνάκι στη μύτη στη μύτη κλαίει σπαρακτικά και χτυπάει το κεφάλι του με τα χέρια του.
“«Φοβάται τα αεροπλάνα...Σταμάτησε να τρώει και δεν μιλάει πια...Είναι πετσί και κόκαλο».”
Όπως εξηγεί διευθύντρια του Κέντρου Υγείας, «Τα παιδιά που υποφέρουν από σοβαρό υποσιτισμό, είναι μόνο κόκαλα και δέρμα. Οι οικογένειες έχουν μόνο ένα μικρό γεύμα τη μέρα, σπάνια δύο. Χωρίς πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λιπαρά, ζάχαρη. Το νερό που πίνουν δεν είναι καθαρό. Φανταστείτε τον αριθμό των ανθρώπων που δεν μπορούν να πάνε στο κέντρο και δεν ξέρουμε τίποτα για αυτούς».
«Νιώθω πως τα παιδιά πέφτουν όπως τα φύλλα από τα δέντρα. Μια ολόκληρη γενιά έχει ζήσει μόνο το φόβο και την κούραση».
Το σκηνικό αλλάζει και βλέπουμε τη δεύτερη δημοσιογράφο Μανάλ Γκαέντ Αλουεσάμπι.
«Από το 2015, μια σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό μου. Δεν θα φέρω στον κόσμο περισσότερα παιδιά, μέσα σε αυτό τον παράλογο πόλεμο».
Με τη λεπτή, γλυκιά φωνή της περιγράφει τη ζωή της πριν τον πόλεμο.
«Μου άρεσε να πηγαίνω στη θάλασσα με τον γιο μου που είναι σήμερα 11 ετών. Η θάλασσα είναι φίλος για όλους σε αυτό το λιμάνι στα δυτικά της χώρας. Οι άνθρωποι αγαπούσαν τη ζωή, ζούσαν σαν βασιλιάδες αν και δεν είχαν πλούτο. Θυμάμαι τις γιορτές, τους γάμους, τη μουσική».
Όπως λέει, «Τώρα βλέπω το γιο μου στα πρόσωπα όλων των παιδιών. Κι αν ο πόλεμος πάρει και τη δική μας τη ζωή;».
Η δημοσιογράφος επισκέπτεται ένα νοσοκομείο στο Χοντεϊντάντ, όπου ζει και εκεί συναντά μια ακόμη μαυροφορεμένη μητέρα, τη Φατιμά και την κόρη της Καντίτζα που εκτός από υποσιτισμός πάσχει και από κατάθλιψη.
«Πώς αρρώστησε η Καντίτζα;»,
«Φοβάται τα αεροπλάνα. Η κατάσταση της υγείας της άρχισε να φθίνει μετά από έναν βομβαρδισμό. Σταμάτησε να τρώει και άρχισε να χάνει πολλά κιλά. Μέχρι που έφτασε στην κατάσταση που τη βλέπετε σήμερα. Πετσί και κόκαλο».
“«Μόλις έμαθα πως είμαι έγκυος. Είμαι υπεύθυνη να φέρω σε αυτό τον κόσμο ακόμη ένα πιθανό θύμα του πολέμου»”
Η μικρή έχει εννιά αδέρφια. Αγόρια και κορίτσια. Ο πατέρας της πάσχει από ψυχολογική διαταραχή και δεν εργάζεται. Στο σπίτι δεν υπάρχουν χρήματα, όπως λέει η μητέρα Φατιμά ενώ η μικρή, αδύναμη και κουρασμένη προσπαθεί να κρυφτεί ανάμεσα στα πόδια της.
«Δεν έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε ψωμί»...«Όταν αρρώστησε, όλες οι ελπίδες μου έσβησαν. Ο Θεός μόνο ξέρει. Είμαι τόσο αδύναμη», λέει η Φατιμά.
Ένα μήνα μετά η δημοσιογράφος επισκέφθηκε ξανά το νοσοκομείο και η Φατιμά με την κόρη της ήταν και πάλι εκεί. Πήρε εξιτήριο αλλά εννέα ημέρες μετά επέστρεψε στο νοσοκομείο ενώ μοιάζει πιο εξασθενημένη και ακόμη πιο αδυνατισμένη.
Πίσω στη Σαναά η Χαναντί είναι ακόμη στο νοσοκομείο. Η κατάστασή της δεν βελτιώνεται.
«Οι ρουκέτες μπορούν να σκοτώσουν μια φορά. Αλλά η οικονομική κρίση σε σκοτώνει 20 φορές τη μέρα» λέει η μητέρα κρατώντας στη αγκαλιά της μικρής της. «Υπάρχει φόβος, σύγχυση και πείνα. Παντού».
Το βίντεο κλείνει με τις δύο δημοσιογράφους να μοιράζονται μερικές τελευταίες σκέψεις.
«Εύχομαι τα πράγματα να αλλάξουν και σύντομα. Φοβάμαι, απελπίζομαι. Άλλα το όνομά μου είναι Αμάλ που σημαίνει «ελπίδα». Και θα συνεχίσω να ελπίζω για ένα καλύτερο μέλλον για την Υεμένη».
Οι τελευταίες σκέψεις όμως και η αποκάλυψη της Μανάλ είναι σπαρακτική. «Όπως πολλές γυναίκες στην Υεμένη, λέω στον εαυτό μου : όχι άλλα παιδιά-θύματα. Αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια για μένα. Μόλις πρόσφατα έμαθα πως είμαι έγκυος. Είμαι υπεύθυνη να φέρω σε αυτό τον κόσμο ακόμη ένα πιθανό θύμα του πολέμου», λέει η γυναίκα ενώ τη βλέπουμε να παίζει με τον 11 χρονο γιο της σε ένα άδειο σπίτι.
«Νιώθω βαριά. Αλλά την ίδια στιγμή είμαι και αισιόδοξη. Εύχομαι να είναι κορίτσι. Και ίσως να είναι το μέλλον που η χώρα μου τόσο απελπισμένα χρειάζεται».
“«Θα γίνει δύο ετών σε λίγο καιρό. Παλιά ήταν χαρούμενη. Έπαιζε, τραγουδούσε. Τώρα πια δεν ακούμε τη φωνή της».”
Πηγή: Contrast VR