Ενώ η 38χρονη Λέσλι και ο Άντριου Γκόντφρι απολάμβαναν ένα πεντάμερο ταξίδι με το ιστιοπλοϊκό από τη Σρι Λάνκα στις Μαλδίβες, όλος ο κόσμος ήρθε τούμπα.
Χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, το ζευγάρι δεν είχε μάθει ότι ο κορονοϊός είχε συνεχίσει να εξαπλώνεται και είχε γίνει πλέον πανδημία.
Από τις 7 έως τις 12 Μαρτίου, καθώς έπλεαν προς τα γαλάζια νερά των Μαλδίβων, τα λιμάνια είχαν αρχίσει να κλείνουν με ρυθμό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.
Γενικά, περίπου 10.000 μικρά σκάφη, με οικογένειες ή και μεμονωμένα άτομα, εξερευνούν κάθε χρόνο τους ωκεανούς του κόσμου.
Ταξιδεύουν από χώρα σε χώρα και όταν έρχεται η σεζόν των κυκλώνων, ο στόχος τους είναι να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από τις καταιγίδες.
Φέτος, υπάρχει όμως αντιμετωπίζουν ένα ακόμα, διαφορετικό, πρόβλημα. Όταν η Covid-19 έκανε τον κόσμο να σταματήσει απότομα, αυτοί οι εξερευνητές, των οποίων το σκάφος είναι συχνά το μόνο σπίτι τους, «κόλλησαν». Κόλλησαν στη θάλασσα και δεν μπορούν να βγουν.
Έτσι, μέχρι το ζευγάρι να φτάσει στις Μαλδίβες, ήδη είχαν 8 κρούσματα κορονοϊού και όσα ήξεραν έπρεπε να τα ξεχάσουν.
«Η διαδικασία του check-in μας διακόπηκε όταν οι αρχές κλήθηκαν σε μια έκτακτη συνεδρίαση», γράφει η Λέρλι στο μπλογκ της. Όταν επέστρεφαν, οι Μαλδίβες είχαν κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Το ταξίδι
Οι Γκόντφρις, που είναι από το Λας Βέγκας, είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν αυτό το πενταετές ταξίδι τους σε όλο τον κόσμο από το κολέγιο.
Έκαναν το ιστιοφόρο τους, την Sonrisa, σπίτι τους και άρχισαν να εξερευνούν τον κόσμο.
Τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, έχουν αγκυροβοληθεί σε τροπικά νησιά, σε πόλεις γεμάτες ζωή - ανακαλύπτοντας τι σημαίνει να ταξιδεύεις τόσο αργά ώστε να έχεις χρόνο να γνωρίσεις τους ανθρώπους, τα μέρη που πας και τον εαυτό σου.
Η διαμονή τους στις Μαλδίβες ήταν μια στάση στο ταξίδι τους προς το νότο, κατά μήκος ενός αρχιπελάγους που κατοικούν δελφίνια και φάλαινες. Από εκεί, θα επισκέπτονταν τα άλλα νησιά του Ινδικού Ωκεανού καθώς θα έπλευαν προς στη Νότια Αφρική.
Χώρες όπως οι Μαλδίβες βρίσκονται σε δύσκολη θέση όσον αφορά στη διαχείριση των ιστιοπλόων και των τουριστών, αυτή τη δύσκολη περίοδο. Η πρώτη του προτεραιότητα ήταν να σταματήσει η μετάδοση του ιού.
Έτσι, με στόχο την προστασία του ίδιου του πληθυσμού τους, οι αρχές απομόνωσαν τα σκάφη, συμπεριλαμβανομένης της Sonrisa, σε μια συγκεκριμένη περιοχή, παρέχοντας βασικές προμήθειες και επιτρέποντας την πρόσβαση σε μια ερημική ατόλη (κοραλλιογενές νησί).
Δύο μήνες μετά, οι Γκόντφρις εξακολουθούν να βρίσκονται «κολλημένοι» στο ίδιο φαινομενικά ειδυλλιακό μέρος. Και αυτό γιατί στην πραγματικότητα, δεν επιτρέπεται να πάνε ούτε μπροστά, ούτε πίσω.
Στο μεταξύ, στις Μαλδίβες έχει έρθει η εποχή των μουσώνων, που κάνει τη διαμονή τους πολύ δύσκολη.
Τώρα μετράνε τις επιλογές τους: Περιμένουν ώστε τα πράγματα να εξομαλυνθούν στην σχετική ασφάλεια των Μαλδίβων ή προσπαθούν να γυρίσουν στο σπίτι τους βρίσκοντας άγνωστες συνθήκες και εκεί;
Αυτό που δεν θέλουν είναι να πάνε κάπου που τα σύνορα είναι κλειστά, «να τους πετάξουν πίσω στη θάλασσα και να περιφέρονται άσκοπα μεταξύ κλειστών χωρών για να βρουν καύσιμα, τρόφιμα και νερό».
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή την περίοδο, ακόμη και τα μικρά σκάφη αντιμετωπίζονται σαν κρουαζιερόπλοια (δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν). Όμως αντίθετα με τα κρουαζιερόπλοια, που έχουν προσωπικό και την ικανότητα να περάσουν ωκεανούς ακόμη και με κακό καιρό, προς αναζήτηση ενός «φιλικού» λιμανιού. Τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα για ένα ιστιοφόρο με μια οικογένεια.
Κολλημένοι στη θάλασσα
«Αρχίζεις να νιώθεις ότι τα καράβια που περνούν το πέρασμα από την Ερυθρά Θάλασσα να μέρη μιας B-ταινίας καταστροφής», γράφει η Σούζι Χάρις, 62 ετών, στο μπλογκ της. Αυτή και ο σύζυγός της, ο 53χρονος Κέβιν, προσπαθούν να επιστρέψουν στην Ιρλανδία με το ιστιοφόρο τους Temptress of Down.
Έφυγαν από το Ηνωμένο Βασίλειο το 2013, διέσχισαν τον Ατλαντικό, Καραϊβική και στη συνέχεια Ειρηνικό, από τον Παναμά στη Σιγκαπούρη. Φέτος, το σχέδιο ήταν να ταξιδέψουν τον Ινδικό Ωκεανό προς την Ερυθρά Θάλασσα και στο κανάλι του Σουέζ και στη συνέχεια στη Μεσόγειο και τελικά στο σπίτι των ηλικιωμένων γονιών τους.
Αντ ’αυτού, μόλις έφτασαν στην Ερυθρά Θάλασσα, τα λιμάνια άρχισαν να κλείνουν.
«Γνωρίζαμε ότι η Ερυθρά Θάλασσα θα ήταν δύσκολη, αλλά ο ιός την μετέτρεψε σε εφιάλτη αβεβαιότητας», γράφει η Σούζι. Αφού έφυγαν από το Τζιμπουτί στις 7 Μαρτίου, έμαθαν ότι η Ερυθραία, το Σουδάν και μετά η Αίγυπτος - όλες οι χώρες όπου σχεδίαζαν να σταματήσουν για φαγητό, καύσιμα και εξερεύνηση - έκλειναν τα σύνορά τους. Μερικές χώρες δε έδιωχναν βίαια τους ταξιδιώτες.
Στην καλύτερη περίπτωση, παρείχαν -ακριβά- καύσιμα και προμήθειες έκτακτης ανάγκης.
Το ζευγάρι δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει.
«Αντιμετωπίζοντας την πιθανότητα να μην έχουμε αρκετό νερό, καύσιμο ή τροφή για να επιβιώσουμε», έγραφε σε ένα email η Σούζι ενώ έχουν καταφέρει να αγκυροβολήσουν για λίγο στην Κρήτη.
Εκεί είχαν άλλη αντιμετώπιση. Οι αγρότες που δεν μπορούσαν να πουλήσουν τις καλλιέργειες τους, τους παρείχαν ντομάτες, πιπεριές και αγγούρια.
Δεδομένου ότι τόσο οι Χάρις όσο και το σκάφος τους, που χρειάζονται επείγουσες επισκευές και ανταλλακτικά, είναι πολύ εξαντλημένοι για να ταξιδέψουν με ασφάλεια τα υπόλοιπα 3.000 μίλια για την Ιρλανδία, η μόνη ελπίδα τους για την ώρα είναι η Ελλάδα, θα τους άφησε να αγκυροβολήσουν.
Απομονωμένοι και εν αναμονή
Προς το παρόν, πολλοί άνθρωποι, που η πανδημία τους βρήκε μεσοπέλαγα, παραμένουν απομονωμένοι στα μικρά τους σκάφη και περιμένουν. Ευγνώμονες που έχουν ένα μέρος να μείνουν, αλλά μέσα στην αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί.
Η σουηδο-αμερικανική οικογένεια του Τρούτμαν-Μπράιαν, 43 ετών, της Κάριν 33 ετών και του μωρού τους Σιένα – βρέθηκαν κολλημένοι σε μια ακατοίκητη ατόλη στις Μπαχάμες, μεταξύ των τυφώνων και της πανδημίας.
Είναι δημοφιλείς YouTubers και το σχέδιο ήταν να πάρουν τον αδερφό του Μπράιαν, Μπρέιντι, και στη συνέχεια να κατευθυνθούν προς τα βόρεια, ολοκληρώνοντας το ταξίδι που ξεκίνησαν πριν από 10 χρόνια. Αντ ’αυτού, έχουν περάσει τις τελευταίες 80 ημέρες σε μια ακατοίκητη ατόλη μαζί με οκτώ άλλα σκάφη.
«Αισθάνομαι ότι ετοιμαζόμασταν γι ’αυτό ολόκληρη την καριέρα μας στην ιστιοπλοΐα», λέει ο Μπράιαν στο CNN Travel. «Δεν υπάρχει ιατρική περίθαλψη κοντά μας και τα παντοπωλεία χρειάζονται τρεις ημέρες για να παραδώσουν».
Αλλά ο Μπράιαν εξηγεί ότι έμαθαν να είναι αυτάρκεις. «Έχουμε προμήθειες φαγητού και καυσίμων για μήνες και μπορούμε να φτιάξουμε το δικό μας νερό και αλκοόλ».
Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι η συναισθηματική πίεση ότι δεν μπορούν πάνε πουθενά. Αλλά για τώρα ο Μπράιαν λέει ότι είναι όλοι ασφαλείς και αξιοποιούν στο έπακρο τους αργούς ρυθμούς της ζωής στο σκάφος.
Πηγή: CNN