Πρέπει να έμαθα να χορεύω τους χορούς των γονιών και των παππούδων μου πολύ μικρή, όταν ήμουν 6 ή 7 χρονών. Τόσο μικρή κατέληξα να είμαι κάτι σαν παιδί θαύμα εκεί στο μικρό καμπίσιο χωριό που μεγάλωσα, καθώς στα 6 χόρευα ήδη πολύ καλά τους πιο κοινούς χορούς. Ο πατέρας μου μ′ έδειχνε σε φίλους και συγγενείς σε χορούς και γάμους και γελούσε, «Κοίταξε πόσο καλά χορεύει», έλεγε σε όσους με θαύμαζαν στον κύκλο του χορού.
Το χωριό που μεγάλωσα είναι από τα λεγόμενα «προσφυγικά» του μεγάλου κάμπου. Όσο αστείο κι αν ακούγεται να υπάρχει ακόμα διαχωρισμός ανάμεσα σε «προσφυγικά» και «ντόπια» χωριά, ο διαχωρισμός υπάρχει και κρατάει ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, πόσο μάλλον προτού είκοσι ή και τριάντα χρόνια.
Οι χοροί και οι μουσικές μας ήταν σημαντικές για ’μας, γιατί μας ξεχώριζαν από τα παιδιά των άλλων χωριών, οι υπόλοιποι μας αναγνώριζαν ως συγκεκριμένης καταγωγής κι αυτή η καταγωγή σχημάτιζε μέρος της ταυτότητάς μας. Ήμασταν τα παιδιά του ποντιακού χωριού, μιλούσαμε με μια ελαφριά προφορά και σηκωνόμασταν πάντα πρώτη όταν σε χορούς ή εκδηλώσεις ακούγαμε τον ήχο της ποντιακής λύρας, του κεμεντζέ.
Δεν θυμάμαι πια ποιος μου έμαθε να χορεύω, τόσο μικρή που ήμουν. Μπορεί και να μου ‘μαθε ο λατρεμένος μου πατέρας, μπορεί η μητέρα μου, μπορεί μια απ’ τις δύο μεγαλύτερες αδελφές μου. Σίγουρα ένας απ′ όλους αυτούς μου έμαθε τα βασικά, προτού πάω στο «Σύλλογο» για ν′ απασχοληθώ κι εγώ στην κύρια ασχολία που είχαν τα παιδιά ενός μικρού χωριού.
Δε ζω πλέον στο χωριό, φευγάτη εδώ και πολλά χρόνια στις μεγάλες πόλεις. Το επισκέπτομαι μόνο για να δω τους γονείς, καθώς δεν κράτησα πολλές επαφές με τους παιδικούς φίλους. Οπότε οι ευκαιρίες να χορέψω παραδοσιακούς χορούς, που ακόμα τόσο τους αγαπώ, είναι ελάχιστες. Ίσως γι′ αυτό όταν έρχεται μια τέτοια ευκαιρία, συνήθως σε κάποιο γάμο, την εκτιμώ τόσο πολύ. Όταν χορεύω τα παραδοσιακά θυμάμαι το κοριτσάκι που μεγάλωσε σ′ ένα μικρό χωριό, μην έχοντας ιδέα τι υπάρχει εκεί έξω - αλλά θέλοντας τόσο πολύ να μάθει - που ο πατέρας της την έδειχνε με καμάρι όταν χόρευε. Νιώθω πιο κοντά του τότε και πιο κοντά σ′ αυτήν την μικρή που ήμουνα κάποτε.
Ίσως γι′ αυτό αγαπώ τόσο πολύ τους χορούς των γονιών μου. Ίσως γι′ αυτό, όποτε παίζει η παραδοσιακή μουσική σ′ ένα τηλεοπτικό κανάλι, ο σύζυγος - που τόσο καλά με ξέρει - ανεβάζει την ένταση για να το ακούσω κι εγώ τρέχω όπου κι αν είμαι μέσα στο σπίτι. Ίσως γι′ αυτό παίρνω την κόρη και χαζοχορεύουμε γύρω γύρω στο σαλόνι. Ίσως και πάλι, τις προάλλες που περάσαμε από ένα σύλλογο όπου χορεύαν παραδοσιακά, γι′ αυτό το λόγο ενθουσιάστηκα όταν η μικρή μου ήθελε να μάθει κι αυτή. Γιατί θέλω να «περάσω» κάτι απ′ την σχεδόν ξεχασμένη αυτή ταυτότητα στα παιδιά μου, ακόμα κι αν γι′ αυτά δεν θα ‘χει την ίδια σημασία, μιας που μεγαλώνουν σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.
Ίσως όμως, μετά από χρόνια, να τους θυμίζουν τη λατρεμένη μαμά, όπως για μένα πάντα ο ήχος της ποντιακής μουσικής θα μου θυμίζει τον αγαπημένο μου πατέρα.