Ο Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίζεται ότι για να ελέγξεις τον πληθωρισμό, πρέπει να συγκρατείς χαμηλά τα βασικά επιτόκια δανεισμού, αντίληψη που αντίκειται σε κάθε παραδεκτή οικονομική θεωρία.
Εδώ και μια διετία, μεταξύ πολλών άλλων παρεμβάσεων, το δόγμα Ερντογάν έχει οδηγήσει την Τουρκία σε μια πρωτοφανή νομισματική και οικονομική κρίση, που κορυφώνεται αυτή την εβδομάδα. Με την τουρκική λίρα να διολισθαίνει διαρκώς και να φθάνει πλέον χθες στη δυσμενέστερη ιστορικά ισοτιμία της έναντι του δολαρίου (8,37 λίρες ανά δολάριο), οι διεθνείς αναλύσεις για την οικονομία της γειτονικής χώρας δίνουν και παίρνουν.
Οικονομολόγοι με τους οποίους επικοινώνησε η HuffPost Greece, αποδίδουν τη ραγδαία διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος στην απόφαση της κεντρικής τράπεζας την περασμένη Πέμπτη να διατηρήσει στο 10,25% το βασικό επιτόκιο, αγνοώντας τα ανησυχητικά σημάδια. Ως γνωστόν, οι αγορές δεν συγχωρούν και έτσι σημειώθηκαν νέες εκροές επενδυτικών κεφαλαίων από το τουρκικό νόμισμα.
Το βαθύτερο αίτιο, ωστόσο, που σχετίζεται ευθέως με την πολιτική κατάσταση στη γειτονική χώρα, είναι ο «έλεγχος» που ασκεί ο πρόεδρος Ερντογάν σε μια σειρά θεωρητικώς ανεξάρτητων οικονομικών θεσμών της χώρας.
Όπως σημειώνουν αναλυτές, στη μεγάλη κρίση του 2018 αποφάσισε νομοθετικά να περιορίσει την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, μεταφέροντας την ευθύνη διορισμού στελεχών και διοικητών του οργανισμού από το τουρκικό κοινοβούλιο στην προεδρία, δίνοντας έτσι ξεκάθαρο σήμα ότι θέλει να ελέγξει πλήρως την πολιτική της.
Το καλοκαίρι του 2019, αποπέμφθηκε ο διοικητής της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, Μουράτ Τσετίνκαγια, ύστερα από σχετική απόφαση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, που τότε δήλωσε απροκάλυπτα ότι ο διοικητής «δεν υπάκουε στις εντολές».
Λίγο αργότερα ακολούθησε η αποπομπή άλλων εννέα στελεχών από θέσεις καίριες για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής. Ανάμεσα στους αποπεμφθέντες συγκαταλέγεται ο επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων της τράπεζας, Χακάν Καρά, που σύμφωνα με διεθνείς παρατηρητές ήταν «το πρόσωπο της Τουρκίας για τους ξένους επενδυτές επί δύο δεκαετίες».
Σε όλες τις παραπάνω αυθαιρεσίες – αν αναλογιστεί κανείς ότι ακόμη και ανορθόδοξες πολιτικές όπως αυτές του προέδρου Τραμπ στις ΗΠΑ, δεν έχουν αγγίξει την Fed- η τουρκική προεδρία αντέτεινε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μάλιστα το ότι κατόρθωσε να παρουσιάσει θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2019 για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια.
Παρόλα αυτά, η τουρκική οικονομία σήμερα βρίσκεται σε επιβεβαιωμένη ύφεση (διεθνείς οίκοι την υπολογίζουν σε 5% για το σύνολο του 2020), ενώ κάθε δείκτης της οικονομίας βρίσκεται στο «κόκκινο». O πληθωρισμός κινείται στο 12%, η χώρα πρέπει να αποπληρώσει χρέος ύψους 169 δισ. δολαρίων που λήγει μέσα στους επόμενους 6 μήνες, ενώ σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, έχουν μειωθεί δραστικά. Η κατάσταση δεν αφορά απλώς άψυχα μακροοικονομικά μεγέθη αλλά και τη καθημερινή διαβίωση των Τούρκων, μεγάλο μέρος των οποίων δεν μπορούν να αγοράσουν καύσιμα για θέρμανση ή κίνηση.
Οι εκροές δε από τις τράπεζες και η μετατροπή διαθέσιμων κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων των Τούρκων σε δολάρια ή χρυσό, οδήγησαν τον υπουργό Οικονομικών της γειτονικής χώρας, Μπεράτ Αλνταϊράκ, προχθές, να κάνει δηλώσεις στο Bloomberg περί κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και να απορρίψει το ενδεχόμενο επιβολής capital controls.