Είναι γνωστό στους πάντες πως τα συμφέροντα του ελληνισμού διακυβεύονται σε μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του πλανήτη. Αυτή η περιοχή αρχίζει από τα νότια Βαλκάνια και φτάνει έως και την Ανατολική Μεσόγειο. Ο καλύτερος γείτονας μας είναι η Βουλγαρία. Κάποτε ήταν άσπονδος εχθρός μας. Τώρα είναι μία φιλικά προσκείμενη χώρα προς την Τουρκία, που αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό των ελλαδικών κρατών, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε βραχονησίδες και νησίδες. Παράλληλα κατέχει παράνομα το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας, αμφισβητώντας το δικαίωμα της ανωτέρου για την εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων που βρίσκονται εντός της ΑΟΖ της, που καθορίζεται βάση των κανόνων διεθνούς δικαίου. Ακόμη διεθνές παράδοξο αποτελεί ότι η Τουρκία θεωρεί αιτία πολέμου το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας, να αυξήσει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο.
Επίσης πρόβλημα κυρίως για την Ελλάδα εντοπίζεται στο γεγονός πως η Τουρκία διεισδύει οικονομικά στην Αλβανία και στην Βόρεια Μακεδονία. Μάλιστα στην Αλβανία σταθμεύει και μόνιμη τουρκική στρατιωτική δύναμη. Οι στενές οικονομικές σχέσεις της Αλβανίας και της Τουρκίας φάνηκαν και από την μεγαλοπρεπή υποδοχή που επιφύλαξε ο πρόεδρος Ερντογάν στον Αλβανό πρωθυπουργό στην επίσκεψη του στην Άγκυρα. Η Τουρκία ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες των δύο ανωτέρω βαλκανικών χωρών, καθώς αποτελεί τον μεγαλύτερο επενδυτή στην Αλβανία και έναν από τους μεγαλύτερους στην Βόρεια Μακεδονία, καθιστώντας στην ουσία κενό γράμμα την συμφωνία των Πρεσπών, που τυπικά έθετε στην τροχιά της Ελλάδας το συγκεκριμένο κρατίδιο. Απότοκος αυτής της κατάστασης είναι η Ελλάδα να βρίσκεται πολύ πιθανόν αμυντικά εκτεθειμένη, σε περίπτωση θερμού επεισοδίου ή ακόμη και πολέμου, σε ένα μεγάλο μέτωπο στα βόρεια σύνορα της με εχθρούς την Αλβανία – παρά το ότι είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ – και την Βόρεια Μακεδονία και σε ένα τεράστιο μέτωπο εναντίον της Τουρκίας, από τον Έβρο έως την Κύπρο. Ως εκ τούτου τα ελλαδικά κράτη για να αντιμετωπίσουν αυτές τις ασύμμετρες απειλές πρέπει να διαθέτουν στρατιωτική υπεροπλία έναντι των εχθρών τους. Παράδειγμα προς μίμηση σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί το αμυντικό δόγμα του Ισραήλ.
Για τους ανωτέρους λόγους η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να γίνουν κράτη τύπου Ισραήλ, ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στην ευρύτερη γειτονιά τους. Πώς θα επιτευχθεί το εν λόγω στρατιωτικό εγχείρημα; Στο παρόν άρθρο θα δοθούν κάποιες από τις απαντήσεις, έτσι όπως επιτάσσει και η οικονομία των λέξεων.
Ήδη η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το δεύτερο πιο στρατιωτικοποιημένο κράτος στην Ευρώπη μετά την Ρωσία. Πάρα ταύτα θα έπρεπε να μεγεθύνει το στράτευμα της – όπως θα έπρεπε να το πράξει και η Ελλάδα – καλώντας στα όπλα και τις γυναίκες σε μία καθολική στράτευση όλης της νεολαίας στα 18. Στην Ελλάδα μάλιστα θα έπρεπε οι στρατεύσιμοι να υπηρετούν σε όλους τους κλάδους ένα έτος. Μία άλλη λύση θα ήταν η στρατιωτική υπηρεσία όλων ή ενός μέρους των νέων αστυνομικών, για ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα, πριν αυτοί αναλάβουν τα καθήκοντα τους στην ΕΛ.ΑΣ, ώστε να καλυφθούν οι κενές θέσεις των οπλιτών στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Όσο για τους εξοπλισμούς η Ελλάδα μετά την δεκαετή οικονομική κρίση βρίσκεται πλέον στο σωστό δρόμο. Παράλληλα η ΕΛΒΟ που παράγει κυρίως στρατιωτικά οχήματα και βρίσκεται σε εταιρία Ισραηλινών συμφερόντων με ελληνικό εργατικό και διοικητικό προσωπικό, είναι επιτέλους έτοιμη να συνδράμει στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις με αξιόμαχο στρατιωτικό υλικό.
Επίσης η Εθνική Φρουρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπολείπεται σε δυναμική ελάχιστα στο στρατό ξηράς, από τον κατοχικό στρατό και από τους Τ/Κ, χάνει όμως κατά κράτος στη θάλασσα και στον αέρα. Πρωταρχικός ρόλος της Εθνικής Φρουράς σε αυτήν την περίπτωση είναι να φτάσει σε ίση αξία με τον κατοχικό στρατό και τους Τ/Κ στον αέρα, με ένα ακόμη καλύτερης ασφάλειας σύστημα αεράμυνας και με την προσθήκη πολεμικών αεροπλάνων στο οπλοστάσιο της. Όχι τόσο για να νικήσουν την Τουρκία σε περίπτωση πολέμου, αλλά για να απασχολήσουν ένα μέρος της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας στην Ανατολική Μεσόγειο και να γείρει έτσι η πλάστιγγα ισχύος στο Αιγαίο υπέρ της Ελλάδας. Αν και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός πως τα επιθετικά ελικόπτερα που κατέχει η Εθνική Φρουρά είχαν θορυβήσει την Τουρκία. Αυτό είχε συμβεί την περίοδο που η Τουρκία απέσυρε μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων της από την Κύπρο για να τα μεταφέρει στα νότια σύνορα της, ώστε αυτά να εισβάλουν στην Συρία, με αποτέλεσμα η ισχύς της Εθνικής Φρουράς στον αέρα να αναβαθμιστεί σε σχέση με αυτήν του κατοχικού στρατού και των Τ/Κ στη μεγαλόνησο.
Εν κατακλείδι οι στρατιωτικές συνεργασίες και οι συνεκπαιδεύσεις, με πολλά από τα κράτη της περιοχής που έχουν συνάψει συμμαχίες μαζί τους η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, έχουν όλες ως βασικό άξονα το τέλος της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας. Αυτή η πολιτική πηγάζει από το δόγμα του νεοοθωμανισμού, που πρεσβεύει ο πρόεδρος Ερντογάν, το κόμμα του, που αυτός διοικεί, με υπεραυξημένες αρμοδιότητες κάνοντας τον με αυτόν τον τρόπο ακόμη πιο δεσποτικό και απρόβλεπτο, τόσο με τους εσωτερικούς, όσο και με τους εξωτερικούς του αντιπάλους, δημιουργώντας έτσι πολλαπλά προβλήματα στην ευρύτερη γειτονιά μας. Για την αντιμετώπιση κυρίως αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής από πλευράς της Τουρκίας, που υποδαυλίζει τα μίση στην ευρύτερη γειτονιά μας μεταξύ των κρατών, που κανείς δυστυχώς πουθενά στον κόσμο δεν ξέρει πόσο θα διαρκέσει, είναι απαραίτητη η μετατροπή των ελλαδικών κρατών σε κράτη τύπου Ισραήλ.