«Πώς να γίνετε ένας καλός τζιχαντιστής». Έτσι θα μπορούσε να τιτλοφορείται η ταινία «Πατέρες και γιοί» («Of fathers and sons») του Σύρου σκηνοθέτη Ταλάλ Ντερκί που θα προβληθεί αυτές τις μέρες στο επετειακό 20 Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2-11 Μαρτίου). Ένα ντοκιμαντέρ που φανερώνει κατά τρόπο σοκαριστικό το πώς τρίχρονα, πεντάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά υφίστανται τέτοια πλύση εγκεφάλου από την γέννησή τους, ώστε πριν καν μπουν στην εφηβεία να μετατρέπονται σε «τελειωμένους» τζιχαντιστές.
Στην ταινία παρακολουθούμε τον Σύρο σκηνοθέτη, ο οποίος σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα και σήμερα ζει στη Γερμανία (η ταινία είναι μια παραγωγή της Γερμανίας, της Συρίας και του Λιβάνου), να αφήνει πίσω γυναίκα και παιδί και να επιστρέφει στη γη των προγόνων του: εκεί, κερδίζει την εμπιστοσύνη μιας οικογένειας φανατικών μουσουλμάνων δηλώνοντας «φωτογράφος πολέμου» και καταγράφει την καθημερινότητά της για δύο χρόνια. Έχοντας φυσικά εκφράσει την συμπάθειά του προς την κοσμοθεωρία τους προκειμένου να αποφύγει την εκτέλεση…
Η περιοχή αυτή στη Βόρεια Συρία είναι, μαθαίνουμε, ελεγχόμενη από το al-Nusra Front. Ο δε πατέρας τον παιδιών, έχει την χαρακτηριστική φυσιογνωμία του φονταμενταλιστή, και βέβαια τη ριζωμένη πεποίθηση πως η δημιουργία Χαλιφάτου στη Συρία είναι «θέλημα Θεού».
Με περηφάνια αυτός συστήνει στον σκηνοθέτη τα παιδιά του –ανάμεσά τους τον 12χρονο Οσάμα, που πήρε το όνομά του από το ίνδαλμα του μπαμπά Οσάμα Μπιν Λάντεν. Δείχνοντας ένα μικρότερο εξηγεί πως «το παιδί αυτό γεννήθηκε την 11 Σεπτεμβρίου. Την μέρα της επίθεσης είχα ζητήσει από τον Θεό να με ευλογήσει με ένα γιο την επέτειο αυτή. Και έξι χρόνια μετά ο Θεός εκπλήρωσε την επιθυμία μου». Λίγο μετά ζητά επίμονα από το μωρό της οικογένειας, που μόλις άρχισε να μιλά, να απαγγείλει το Κοράνι.
Πληθωρικός και κεφάτος, ο πατέρας των παιδιών μοιάζει να έχει αδυναμία στα παιδιά (ή μάλλον τα αγόρια) του, τα οποία δεν χάνει ευκαιρία να αγκαλιάζει και να γαλουχεί με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρεί ενδεδειγμένο. Κι αυτό είναι που σοκάρει περισσότερο το θεατή: η συνειδητοποίηση πως αγαπά πραγματικά τα παιδιά του, και πως αυτά τον αγαπούν, και πως τα παιδάκια μοιάζουν στα βασικά τους χαρακτηριστικά με όλα τα παιδάκια του κόσμου, με την απορία να καθρεφτίζεται στα μάτια τους, με την άσβεστη επιθυμία να μάθουν τα πάντα για τη ζωή του. Και το πώς, ο άνθρωπος αυτός, με αγάπη, τους δηλητηριάζει τη ψυχή…
Το πρώτο σοκ για τον θεατή έρχεται όταν τα παιδιά πιάνουν ένα μικρό πουλάκι. Ο μεγάλος προτρέπει τον 3χρονο αδερφό του να του κόψει το λαιμό. Και το μικρό, όλο περηφάνια, λέει στον μπαμπά του: «Μπαμπά, το έσφαξα! Το κάναμε όπως εσύ αυτόν τον άντρα!». «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος», λέει ο πατέρας, και όταν τα παιδιά τον ρωτούν «αν απαγορεύεται να σκοτώνουμε ένα πουλί», τους απαντά πως «ο Θεός, μέσα στην δόξα του, το επιτρέπει».
Η καθημερινότητα των μικρών μοιάζει πολύ με αυτή των συνομηλίκων τους, με μια διαφορά: αυτά παίζουν με αυτοσχέδιες βόμβες που φτιάχνουν μόνα τους, τρυπώνουν σε εγκαταλελειμμένα τανκς, μαθαίνουν σκοποβολή από τον μπαμπά και συχνά ακολουθούν τον πατέρα τους σε επικίνδυνα εδάφη, προσέχοντας μην πατησουν καμιά νάρκη. Το τοπίο μοιάζει βομβαρδισμένο, ενώ από τα μεγάφωνα ακούγεται μια φωνή να προειδοποιεί τον εχθρό: «Προετοιμαστείτε να πεθάνετε, μπάσταρδοι». Ο μπαμπάς δεν αφηγείται παραμύθια στα παιδιά, αλλά ιστορίες για μάρτυρες και μαχητές φίλους και συγγενείς, που έπεσαν στο καθήκον, πάντα «Θεού θέλοντος». Κι όταν τα παιδιά τον ρωτούν παραξενεμένα τι είναι αυτό που ξεπροβάλλει από το χώμα εκείνος απαντά: «Αυτός είναι εχθρός, ένα γουρούνι θαμμένο». Τα ακούσματα τους είναι «επαναστατικά» τραγούδια που υμνούν τον θάνατο για ιερό σκοπό κι άλλα προπαγανδιστικά εναντίον του Ισραήλ και της Χεζμπολά.
«Θα παλέψουμε μέχρι να ελευθερώσουμε όλη τη Συρία», τους λέει ο πατέρας τους. «Για κάθε παιδί που πεθαίνει, χίλια θα πάρουν τη θέση του!».
Φυσικά, γυναίκα ή αδερφή δεν βλέπουμε μπροστά στην κάμερα ούτε για δείγμα –προφανώς είναι κάπου κρυμμένες, σαν να μην υπάρχουν. Η δε αντίδραση των αγοριών όταν βλέπουν κοριτσάκια στο σχολείο είναι επιθετική. Αρχίζουν να τους πετάνε πέτρες λέγοντας «Ο Θεός είναι μεγάλος. Μπουμ!». Και να καταριούνται τον δάσκαλο. «Ο μπαμπάς είπε να σταματήσουμε να πηγαίνουμε στο σχολείο», λένε στην κάμερα. Αργότερα μαθαίνουμε πως ο άντρας αυτός έχει 8 παιδιά (προφανώς λοιπόν και κάποια κορίτσια) από δύο γυναίκες. Αλλά θα ήθελε, λέει, να κάνει άλλα τέσσερα με κάποια νέα σύζυγο… Μάλιστα περηφανεύεται πως όταν ο μικρός του, ο Χατέμπ, βλέπει κορίτσι χωρίς hijab (μαντήλα), συνηθίζει να τη ρωτά επιθετικά «τι γυρεύει έτσι έξω». «Αντε, πυροβόλησέ την», του είπε ο μπαμπάς του μια φορά για την ξαδέρφη του μικρού. Κι ο μικρός την απείλησε με όπλο. Η ξαδελφούλα του ήταν μόλις δύο ετών…
Ο Ντερκί ακολουθεί τον πατέρα και στη μάχη. Ο τζιχαντιστής, που έχει κάνει και φυλακή, πυροβολεί και τραυματίζει έναν μοτοσικλετιστή. Όπως εξηγεί στον σκηνοθέτη, το χωριό πριν ήταν γεμάτο Σούφι (σ.σ. ειρηνιστές, μετριοπαθείς μουσουλμάνοι, που έχουν μπει στο στόχαστρο των φονταμενταλιστών). «Όχι πια, Θεού θέλοντος» λεει με θριαμβευτικό ύφος.
Καθώς περνάει ο καιρός, τα παιχνίδια των παιδιών του γίνονται όλο και πιο βίαια. Πλακώνονται άγρια και ως τιμωρία τα ξυρίζουν γουλί. Αν βλασφημήσουν, η τιμωρία είναι ακόμα πιο σκληρή…
Σιγά - σιγά η κάμερα παίρνει μεγαλύτερες ελευθερίες, καταγράφοντας ακόμα και συλλήψεις του εχθρού, δηλαδή νεαρών (ακόμα και εφήβων) που ανήκουν στο National Defence Army. Γονατισμένοι με τα κεφάλια κάτω, μοιάζουν απελπισμένοι για αυτό που τους περιμένει, το οποίο δεν βλέπουμε, αλλά υποπτευόμαστε…
Η ταινία παίρνει δραματική τροπή όταν μια μέρα ο πατέρας επιστρέφει από τη μάχη τραυματισμένος, με κομμένο πόδι. Τα παιδιά τον υποδέχονται κλαίγοντας. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούμε πως στο σπίτι αυτό ζουν και γυναίκες, όταν εκείνος τους ζητά να πάψουν να κλαψουρίζουν για την κατάστασή του. Την τρυφερότητά του, ο πατέρας την κρατά μόνο για τα αγόρια του: «Είναι θέλημα Θεού γιε μου», λέει στον μεγάλο, αγκαλιάζοντάς τον.
Τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Μετά από αυτό, τα παιδιά του, στο Δημοτικό ακόμα, αρχίζουν εντατική στρατιωτική εκπαίδευση σε στρατόπεδο τζιχαντιστών. Τα παίρνουν, τα ντύνουν στρατιωτικά, τους φοράνε κουκούλες και τα εκπαιδεύουν αλύπητα, πυροβολώντας ανάμεσά τους για να τα σκληραγωγήσουν. Γρήγορα, τα μικρά αρχίζουν να ζορίζονται. «Μας βρίζουν ακόμα κι αν δεν έχουμε κάνει κάτι. Θέλουμε να γυρίσουμε σπίτι…», διαμαρτύρονται κάποια από αυτά. Η εκπαίδευση είναι διττή: στρατιωτική αλλά και θρησκευτική (Νόμος της Σαρία). Ο Οσάμα διαπρέπει και δηλώνει ενθουσιασμένος, όμως ο άλλος αδερφός του μοιάζει πιο αδύναμος, και λιγότερο συγκεντρωμένος. Θέλει να φύγει και να γυρίσει στο σχολείο. Τα δυο παιδιά χωρίζονται.
Για τον Οσάμα ο δρόμος δεν έχει πια γυρισμό: γρήγορα συμμετέχει σε προσομοίωση μάχης. «Θα πεθάνουμε με περηφάνια και τιμή» λέει ένα τραγούδι, τη στιγμή που ο πατέρας μοιάζει πιο πεπεισμένος από ποτέ πως οδεύουμε για Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Οσάμα είναι έτοιμος πια να σκοτώσει…
H ταινία θα προβληθεί την Παρασκευή (8 μ.μ.) στον «Ολύμπιον» και το Σάββατο (5.30 μ.μ.) στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης» στο Λιμάνι