Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραμένει στο τιμόνι της Τουρκίας επί 20 συναπτά χρόνια, καταφέρνοντας να ξεπεράσει επανειλημμένα πολιτικές κρίσεις: μαζικές διαδηλώσεις, καταγγελίες για διαφθορά, απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος και τεράστια εισροή προσφύγων που διέφυγαν από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.
Τώρα ο τουρκικός λαός και η οικονομία πλήττονται από τον υψηλό πληθωρισμό και πολλοί προσπαθούν να συνέλθουν από τον καταστροφικό σεισμό του περασμένου Φεβρουαρίου, με τα πράγματα να γίνονται ακόμη χειρότερα από την αργή αντίδραση της κυβέρνησης.
Ωστόσο, ο Ερντογάν - ένας λαϊκιστής πολιτικός με όλο και πιο αυταρχικά ένστικτα - μπαίνει στον δεύτερο γύρο των εκλογών την Κυριακή ως το ισχυρό φαβορί έναντι του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον οποίο κέρδισε καθαρά στον πρώτο γύρο.
Μέσα σε όλες αυτές τις κακοτοπιές, ο Ερντογάν καταφέρνει όχι απλά να βρίσκεται στην ηγεσία επί μια 20ετία αλλά και να διατηρεί την ευρεία απήχησή του. Και το ερώτημα είναι ένα: «Πώς τα καταφέρνει;».
Ο 69χρονος ηγέτης έχει κερδίσει τη βαθιά πίστη των συντηρητικών και θρησκευόμενων υποστηρικτών, αναδεικνύοντας τις ισλαμικές αξίες σε μια χώρα που οριζόταν από την εκκοσμίκευση για σχεδόν έναν αιώνα.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει σφίξει τον έλεγχο της εξουσίας χρησιμοποιώντας κυβερνητικούς πόρους για πολιτικό του όφελος - δαπανώντας αφειδώς σε υποδομές, με σκοπό να ευχαριστήσει τους ψηφοφόρους, και ελέγχοντας αυστηρά τα μέσα ενημέρωσης για να φιμώσει οποιαδήποτε κριτική σε βάρος του.
Και έχει παρασύρει πολλούς Τούρκους στο πλευρό του με τον τρόπο που κινείται στην παγκόσμια σκηνή, δείχνοντας ότι η χώρα του έχει ένα ανεξάρτητο πρόσωπο - και μπορεί να κάνει επίδειξη στρατιωτικής δύναμης - καθώς συναλάσσεται με την Ανατολή και τη Δύση.
Η δημοτικότητα του Ερντογάν σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης φαίνεται επίσης να προέρχεται από το γεγονός και μόνο της διάρκειάς του: Πολλοί άνθρωποι φαίνεται να θέλουν κάποια σταθερότητα, όχι περισσότερες αλλαγές.
«Κατά τη διάρκεια των εθνικών κρίσεων όπως αυτή, οι άνθρωποι συνήθως συσπειρώνονται γύρω από τον ηγέτη», εξηγεί ο Γκονούλ Τολ, αναλυτής στο Middle East Institute στην Ουάσιγκτον. «Οι ψηφοφόροι δεν έχουν αρκετή πίστη στην ικανότητα της αντιπολίτευσης να διορθώσει τα πράγματα».
Ο ήδη μακροβιότερος ηγέτης της Τουρκίας θα επεκτείνει την κυριαρχία του για τρίτη δεκαετία - έως το 2028 - εάν επικρατήσει, όπως διαφαίνεται, και στον δεύτερο γύρο.
Ελαβε το 49,5% των ψήφων στον πρώτο γύρο - τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τον Κιλιτσντάρογλου, σοσιαλδημοκράτη που ηγείται του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης της χώρας από το 2010. Και τη Δευτέρα ο Ερντογάν κέρδισε την υποστήριξη του ακροδεξιού υποψηφίου που αναδείχθηκε στην τρίτη θέση των εκλογών, δίνοντάς του μια ώθηση προς τον δεύτερο γύρο.
Ο Κιλιτσντάρογλου, οικονομολόγος και πρώην βουλευτής, είναι ο κοινός υποψήφιος μιας εξακομματικής συμμαχίας. Υποσχέθηκε να αναιρέσει τις οικονομικές πολιτικές του Ερντογάν, οι οποίες σύμφωνα με τους ειδικούς έχουν πυροδοτήσει τον πληθωρισμό. Παράλληλα, δεσμεύτηκε να αντιστρέψει τις ολοένα και πιο αυταρχικές τάσεις του Ερντογάν, συμπεριλαμβανομένης της καταστολής στην ελευθερία του λόγου. Ομως, η καμπάνια του δυσκολεύτηκε να δελεάσει τους υποστηρικτές του Ερντογάν.
«Κοιτάξτε σε ποιο στάδιο έχει φτάσει η χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια. (Η αντιπολίτευση) θα μας πήγαινε 50-60 χρόνια πίσω», λέει στο Associated Press Μπεκίρ Οζτζελίκ, υπάλληλος ασφαλείας στην Αγκυρα, ο οποίος ψήφισε τον Ερντογάν. «Δεν υπάρχει άλλος ηγέτης στον κόσμο που να συγκρίνεται με τον Ερντογάν», υπερθεματίζει.
Αυτό που ο Οζτζελίκ και πολλοί άλλοι υποστηρικτές βλέπουν στον Ερντογάν είναι έναν ηγέτη που δείχνει ότι η Τουρκία μπορεί να είναι σημαντικός παίκτης στη γεωπολιτική.
Η Τουρκία είναι βασικό μέλος του ΝΑΤΟ λόγω της στρατηγικής της θέσης στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας και διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της συμμαχίας. Υπό την κυριαρχία του Ερντογάν, η Τουρκία έχει αποδειχθεί απαραίτητος και, μερικές φορές, ενοχλητικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ.
Ασκησε βέτο στην είσοδο της Σουηδίας και αγόρασε ρωσικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας (S-400), αναγκάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποκλείσουν την Τουρκία από το πρότζεκτ των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Ωστόσο, μαζί με τον ΟΗΕ, η Τουρκία μεσολάβησε σε μια ζωτικής σημασίας συμφωνία που επιτρέπει στην Ουκρανία να μεταφέρει σιτηρά μέσω της Μαύρης Θάλασσας σε μέρη του κόσμου που παλεύουν με την ασιτία.
Μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία το 2011, ο Ερντογάν έβαλε την Τουρκία στο «παιχνίδι», υποστηρίζοντας μαχητές της αντιπολίτευσης που επιδιώκουν να ανατρέψουν τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ.
Οι μάχες προκάλεσαν ένα κύμα προσφύγων που ο Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει ως μοχλό κατά των ευρωπαϊκών εθνών, απειλώντας να ανοίξει τα σύνορα της Τουρκίας και να κατακλύσει την Ευρώπη με μετανάστες. Η Τουρκία ελέγχει, παράλληλα, μεγάλες εκτάσεις εδάφους στη βόρεια Συρία, μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιθέσεων που στόχευαν σε κουρδικές ομάδες εκεί, οι οποίες συνδέονται με αντάρτες που η Αγκυρα έχει θέσει εκτός νόμου.
Ο Ερντογάν έχει καυχηθεί για τον στρατιωτικό-βιομηχανικό τομέα της Τουρκίας στην προεκλογική του εκστρατεία, αναφερόμενος σε drones και αεροσκάφη που θα κατασκευάζονται στη χώρα ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία σε ένα πολεμικό πλοίο που διαφημίζεται ως το πρώτο «drone carrier» στον κόσμο — και το μήνυμα φάνηκε να είχε απήχηση στους ψηφοφόρους στις 14 Μαΐου, λένε οι αναλυτές.
Στο εσωτερικό μέτωπο, ο Ερντογάν ανέβασε το Ισλαμικό προφίλ στη χώρα της οποίας οι κοσμικές ρίζες ξεφτίζουν. Εχει περιορίσει τις εξουσίες του άλλοτε σταθερά κοσμικού στρατού και έχει άρει τους κανόνες που απαγόρευαν στις συντηρητικές γυναίκες να φορούν μαντίλα στα σχολεία και στα κυβερνητικά γραφεία. Για να κερδίσει περαιτέρω τους συντηρητικούς υποστηρικτές του, ο Ερντογάν απαξίωσε τον Κιλιτσντάρογλου και την αντιπολίτευση, κατηγορώντας τους ότι υποστηρίζουν τα «διεστραμμένα», όπως τα αποκάλεσε, δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ.
Η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν αυτή τη στιγμή είναι η οικονομία. Η βασική του μέθοδος «επίθεσης» στη μειωμένη αγοραστική δύναμη των οικογενειών ήταν να απελευθερώσει τις κρατικές δαπάνες, οι οποίες - μαζί με τη μείωση των επιτοκίων - επιδεινώνουν τον πληθωρισμό, σύμφωνα με οικονομολόγους.
Ο Ερντογάν αύξησε τους μισθούς στο δημόσιο τομέα, αύξησε τις συντάξεις και επέτρεψε σε εκατομμύρια ανθρώπους να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα. Έχει, επίσης, εισαγάγει επιδοτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και έσβησε ένα μέρος του χρέους των νοικοκυριών.
Υποσχέθηκε, ακόμη, να δαπανήσει όσα χρήματα χρειαστούν για την ανοικοδόμηση των τεράστιων σε έκταση και μέγεθος σεισμόπληκτων περιοχών. Σε κάθε τελετή εγκαινίων που παρευρίσκεται, ο Ερντογάν λέει ότι μόνο η κυβέρνησή του μπορεί να ξαναχτίσει τις ζωές τους, μετά την φυσική καταστροφή που ισοπέδωσε πόλεις και σκότωσε περισσότερους από 50.000 ανθρώπους στην Τουρκία.
Το κόμμα του Ερντογάν κέρδισε 10 από τις 11 επαρχίες που επλήγησαν από τον σεισμό - μια περιοχή που τον υποστήριζε παραδοσιακά - παρά την κριτική ότι η αρχική απόκριση της κυβέρνησής του στην καταστροφή ήταν αργή.
Ο Μουσταφά Οζτούρκ, υποστηρικτής του Ερντογάν στην Αγκυρα, ομολογεί ότι το βιοτικό του επίπεδο έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού. Αλλά, όπως το βλέπει, η Τουρκία δεν είναι η μόνη χώρα που παλεύει με τον πληθωρισμό μετά την πανδημία.
«Δεν φταίει ο Ερντογάν», επιμένει. Και τονίζει ότι δεν θα ψήφιζε ποτέ κατά του Ερντογάν, λέγοντας ότι αισθάνεται «υποχρεωμένος» απέναντί του, επειδή έφερε το Ισλάμ περισσότερο στο προσκήνιο της κοινωνίας.
Το μήνυμα - και η ισχύς του Ερντογάν - ενισχύονται από τον αυστηρό έλεγχο του στα μέσα ενημέρωσης. Ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός TRT Haber αφιέρωσε συνολικά περισσότερες από 48 ώρες προβολής του Ερντογάν από την 1η Απριλίου, σε σύγκριση με τα 32 λεπτά του Κιλιτσντάρογλου.
Η υπόσχεση του Κιλιτσντάρογλου να φτιάξει την οικονομία και να υπερασπιστεί το δικαίωμα των γυναικών να φορούν ισλαμικές μαντίλες στα σχολεία δεν είχε απήχηση στη συντηρητική καρδιά της χώρας.
«Ο Κιλιτσντάρογλου άλλαξε την εικόνα του (αντιπολιτευόμενου) κόμματος, αλλά ο Ερντογάν ελέγχει το αφήγημα, επομένως υπάρχει ο παράγοντας του φόβου» μεταξύ των συντηρητικών γυναικών που φορούν μαντίλες, εξηγεί ο Τολ. «Πιστεύουν ότι εάν η αντιπολίτευση έρθει στην εξουσία, θα βρεθούν σε χειρότερη θέση».
Αφού το φιλοκουρδικό κόμμα της Τουρκίας υποστήριξε τον Κιλιτσντάρογλου, ο Ερντογάν παρουσίασε την αντιπολίτευση ως υποστηριζόμενη από Κούρδους «τρομοκράτες». Οι προσπάθειες της αντιπολίτευσης να τον διαψεύσει σπάνια μεταδόθηκαν από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Ο Ερντογάν «κατασκεύασε σχολαστικά μια πορεία προς τη νίκη, που περιελάμβανε τη στήριξη σε κρατικούς θεσμούς, τον έλεγχο των πληροφοριών και τη δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης ως τρομοκράτες ή με πεποιθήσεις που ερμηνεύονται ως ανεπαρκώς μουσουλμανικές», υπογραμμίζει ο Σονέρ Τζαγκαπτάι, ειδικός σε θέματα για την Τουρκία στο Ινστιτούτο της Ουάσιγκτον και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τον Ερντογάν.
«Τα μέσα ενημέρωσης μετατόπισαν την ατζέντα στο πώς η Τουρκία έχει γίνει ένας βιομηχανικός στρατιωτικός γίγαντας υπό αυτόν. Και αυτό λειτούργησε», επισημαίνει.
Κατά τον πρώτο γύρο της 14ης Μαΐου, η Τουρκία διεξήγαγε επίσης βουλευτικές εκλογές, στις οποίες τα συμμαχία των εθνικιστικά και ισλαμιστικά κόμματα της συμμαχίας του Ερντογάν κέρδισαν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο των 600 εδρών. Αυτό του δίνει ένα επιπλέον πλεονέκτημα στον δεύτερο γύρο, εκτιμούν οι αναλυτές, επειδή πολλοί ψηφοφόροι είναι πιθανό να τον υποστηρίξουν για να αποφύγουν μια διασπασμένη κυβέρνηση.
«Το κοινοβούλιο είναι συντριπτικά με το μέρος μας», είπε ο Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα σε συνέντευξή του στο CNN-Turk. «Εάν υπάρχει μια σταθερή διοίκηση, θα υπάρξει ειρήνη και ευημερία στη χώρα».