Για δεκαετίες, ήταν ο πιο στυγερός δολοφόνος της Βρετανίας.
Ο Ίαν Μπράντι, σε συνεργασία με τη σύντροφό του Μάιρα Χίντλι, βασάνιζαν, βίαζαν και δολοφονούσαν παιδιά στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ενώ έθαψε κάποια από τα πτώματα στον βάλτο του Σάντλγουορθ, έξω από το Μάντσεστερ.
Καταδικάστηκε το 1966 και οδηγήθηκε στη φυλακή. Και τώρα έγινε γνωστό από έγραφα του υπουργείου Εσωτερικών, ότι ακόμη και μέσα στην φυλακή, μπόρεσε να εκμεταλλευτεί ευάλωτα αγόρια, για περισσότερα από πέντε χρόνια. Ακόμη και όταν ένας νεαρός κρατούμενος παραδέχτηκε ότι έκανε σεξ μαζί του, για πολλούς μήνες δεν έγινε τίποτα εκ μέρους της δικαιοσύνης, αναφέρει έρευνα του BBC.
Η ιστορία του δολοφόνου των βάλτων
Κατά τη δράση τους, είχαν δολοφονήσει πέντε παιδιά, ηλικίας 10 έως 17 ετών, το διάστημα μεταξύ 1963 και 1965. Ονομάστηκαν Δολοφόνοι των Βάλτων, γιατί τέσσερις από τις σορούς των θυμάτων τους τις έθαψαν στο βάλτο Σάντλγουορθ.
Για να βρουν τα θύματά τους, η Χίντλι είχε αναλάβει τον ρόλο να παρασύρει τα παιδιά, αφού θα ήταν πιο εύκολο να εμπιστευτούν μια γυναίκα. Τα οδηγούσε στο αυτοκίνητό της, είτε για να τα μεταφέρει είτε ζητώντας τους να τη βοηθήσουν να βρει το γάντι της ή να κουβαλήσει κάποια κουτιά.
Ο Μπράντι ακολουθούσε με τη μηχανή του ή ήταν κρυμμένος στον τόπο όπου οδηγούνταν τα παιδιά. Τα βίαζε και τα δολοφονούσε. Τις πρώτες δύο φορές ήταν μόνος. Ωστόσο αργότερα εμπλεκόταν και η Χίντλι, αφού υπάρχουν στοιχεία ότι κινηματογράφησε τον βιασμό και τον θάνατο της 10χρονης Λέσλι Αν Ντόουνι, ενώ το κοριτσάκι εκλιπαρούσε να το αφήσουν να γυρίσει στη μαμά του.
Τους δύο δολοφόνους κατέδωσε στις αρχές ο γαμπρός της Χίντλι, ο 17χρονος Ντέιβιντ Σμιθ, τον οποίο ο Μπράντι προσπάθησε να μυήσει στις δολοφονίες.
Ο Σμιθ θαύμαζε τον Μπράντι και συζητούσε θεωρητικά το φόνο και το βιασμό μαζί του. Στο ημερολόγιό του βρέθηκαν γραμμένες φράσεις όπως ο φόνος είναι χόμπυ και υπέρτατη ηδονή. Όταν όμως ο Μπράντι είπε στο Σμιθ ότι έχει διαπράξει φόνο, ο Σμιθ δεν τον πίστεψε και τον κορόιδεψε. Έτσι, τον προσκάλεσε σε μια δολοφονία. Αυτή του συνομηλίκου του, Έντουαρντ Έβανς, τον οποίο είχε φυλακίσει το ζευγάρι.
Αφού παρακολούθησε τη δολοφονία, ο Σμιθ επέστρεψε στο σπίτι του σε άσχημη κατάσταση. Ξύπνησε τη σύζυγό του, την αδελφή της Χίντλι, και της περιέγραψε όσα συνέβησαν. Οι δύο τους ειδοποίησαν την αστυνομία, βάζοντας τέλος στην αποτρόπαια εγκληματική δραστηριότητα των Δολοφόνων των Βάλτων.
Η φυλακή
Η Χίντλεϊ συνελήφθη όταν η Αστυνομία βρήκε αποδεικτικά στοιχεία στη βαλίτσα της, στο σταθμό του Μάντσεστερ. Ένα από αυτά ήταν η βιντεοταινία από τη δολοφονία της Λέσλι Αν Ντόουνι.
Η Μάιρα Χίντλι πέθανε στη φυλακή στις 15 Νοεμβρίου 2002, σε ηλικία 60 ετών. Το 2006, προβλήθηκε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή της πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, στο οποίο η αστυνόμος Σάρα Ουίλκινσον δηλώνει πως αυτό που θυμάται έντονα από τη Χίντλεϊ, είναι η δίκη της. Κατά τη διάρκεια της απαγγελίας των κατηγοριών, η Χίντλεϊ καθόταν αμέριμνη, τρώγοντας κέικ.
Ο Μπράντι αρχικά μεταφέρθηκε στις φυλακές του Durham και στη συνέχεια στο Parkhurst. Το 1974 βρίσκεται στο Wormwood Scrub, στην απομόνωση. Ένα χρόνο μετά ξεκινά απεργία πείνας, ζητώντας να βγει από την απομόνωση και να μπορεί να συναναστρέφεται με άλλους κρατουμένους.
Έχασε αρκετό βάρος και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών. Τον άφησαν να μείνει εκεί, ακόμη και όταν άρχισε να τρώει κανονικά, σε ένα δωμάτιο στην ψυχιατρική μονάδα, γνωστή με το όνομα G2.
Εκείνη την εποχή, σε αυτή την μονάδα στέλνονταν και τα παιδιά από το αναμορφωτήριο Feltham Borstal, εάν βίωναν κάποια ψυχιατρικά προβλήματα. Η ηλικία τους; Περίπου 15 ετών, την ηλικία δηλαδή των θυμάτων του Μπράντι.
Στις αρχές του 1976, ο επικεφαλής γιατρός είχε εντοπίσει το πρόβλημα. «Έχει ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για οποιονδήποτε έφηβο μπορεί να βρίσκεται εδώ και η επιρροή του σε μια τέτοια κατάσταση δεν είναι σίγουρα υγιεινής, γράφει σε έκθεσή του στις 2 Σεπτεμβρίου.
Πρόσθεσε δε ότι τα αγόρια θα έπρεπε να απομακρυνθούν από εκεί για να μην είναι κοντά του.
Παρά ωστόσο τα αιτήματα του προσωπικού ο Μπράντι να φύγει από εκεί, εκείνος παρέμεινε και μάλιστα με προνόμια. Τους επέτρεπαν να βλέπει τηλεόραση, αλλά και να βγαίνει εκτός εγκαταστάσεων, για να πλένει τις τουαλέτες και τα ντους.
Το φθινόπωρο του 1981 έχασε τη δουλειά του όταν ένας έφηβος είπε ότι έκανε σεξ μαζί του.
Πως ήταν δυνατόν να έχουν δοθεί τόσα προνόμια σε έναν τόσο επικίνδυνο εγκληματία;
Σημαντικό ρόλο σε αυτό, σύμφωνα με το BBC, έπαιξε η προσωπικότητά του. Για χρόνια εκμεταλλευόταν το προσωπικό, διαμαρτυρόταν για τον τρόπο που του συμπεριφέρονταν και απειλούσε, για να περάσει το δικό του. Συνήθως αποτύγχανε, αλλά κάποιες φορές η προσπάθεια έφερε καρπούς.
Όπως αποδείχθηκε επίσης στη συνέχεια, ο Μπράντι απολάμβανε την υποστήριξη του πρώην υπουργού Εργασίας, λόρδου Λόνγκφορντ. Τα έγγραφα του υπουργείου Εσωτερικών αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ο Λόνγκφορντ ασκούσε πιέσεις στους υπουργούς, συμπεριλαμβανομένου των Εσωτερικών, για λογαριασμό του Μπράντι.
Όταν ο Μπράντι έφτασε για πρώτη φορά στο Durham στις 6 Μαΐου του 1966, περιγράφηκε ως «ένα αρκετά ψηλό άτομο με την τάση να χαμογελά ψυχρά χωρίς εμφανή λόγο... Ένα άτομο χωρίς συναισθήματα».
Και κατάφερνε πολλά από αυτά που ήθελε. Έπεισε τον υπεύθυνο της φυλακής για να του πάρει ερωτικά μυθιστορήματα ομοφυλοφιλικού περιεχομένου, καθώς και έργα του Μακιαβέλι - που περιγράφει πώς ένας ηγέτης μπορεί να διατηρήσει την εξουσία με ανήθικους τρόπους.
Ωστόσο τότε δεν κατάφερε να πετύχει τον βασικό του στόχο, να του επιτρέπουν να έχει «συζυγικές επισκέψεις» με την Μάιρα, τη σύντροφό του στην ζωή και το έγκλημα.
Μετά τις απανωτές αρνήσεις, αποφάσισε να απομονωθεί μόνος του, χωρίς καμία επαφή με τους άλλους κρατούμενους. Ζήτησε μάλιστα γυαλιά ηλίου και ωτοασπίδες. Έκανε μάλιστα και τρεις απεργίες πείνας το 1969, το 1970 και το 1971. Αλλά καμιά δεν είχε αποτέλεσμα.
Όταν η Μάιρα σταμάτησε να του γράφει, άλλαξε τα θέλω του. Ζητούσε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο Broadmoor και τότε ήταν που ήρθε σε επαφή και με τον Λόρδο Λονγκφορμ.
Η αρχική επαφή δεν είχε αποτέλεσμα. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά, μετά από μια ακόμη απεργία πείνας, μεταφέρεται στο νοσοκομείο της φυλακής και μετά από παρέμβαση του Λονγκφορμ, παραμένει εκεί.
Ο Λόνγκφορντ αργότερα τον επισκεπτόταν συχνά και οι επισκέψεις ήταν περίεργες. Μια φορά μάλιστα ο Λόνγκφορντ ζητούσε συγνώμη από τον Μπράντι που ξέχασε να του φέρει τσιγάρα και ο Μπράντι ήταν πολύ εκνευρισμένος.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1976 η υγεία του Μπράντι ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο να θεωρείται και ελαφρώς υπέρβαρος, αλλά παρέμενε στο νοσοκομείο.
Και τότε άρχισε να αποκαλύπτεται η δράση του. Σε ένα γράμμα, ένας γιατρός του προσωπικού αναφέρει: «Είναι από τους λίγους ανθρώπους που θα μπορούσα να του βάλω την ταμπέλα του διαβολικού» ενώ παράλληλα εκφράζει τις ανησυχίες του για την επιρροή του στα νεότερα αγόρια του νοσοκομείου.
Το 1981 έγινε γνωστό ότι έκανε σεξ με ένα από τα αγόρια. Τον σταμάτησαν από τη δουλειά που είχε πρόσβαση στα ντους και τα δωμάτια, αλλά παρέμεινε στο νοσοκομείο.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1982 που μεταφέρθηκε στο Parkhurst και αργότερα στην ψυχιατρική κλινική Ashworth Hospital, όπου και πέθανε το 2017.