Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει την Ευρώπη

Ακαδημαϊκοί από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ απαντούν σε πέντε ερωτήματα της Huffpost για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη ρωσική εισβολή.
Anadolu Agency via Getty Images

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν κάτι για το οποίο πολλοί προειδοποιούσαν, ωστόσο λίγοι φαίνεται πως πίστευαν στα αλήθεια ότι θα συνέβαινε. Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του Κρεμλίνου έφερε τον κόσμο σε μια νέα εποχή, προκαλώντας ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι στον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο ο οποίος με το που φάνηκε να βγαίνει από την κρίση του κορονοϊού εισήλθε σε μια νέα- με την Ευρωπαϊκή Ένωση να βρίσκεται μπροστά σε μια σοκαριστική πραγματικότητα που συνδυάζει οικονομικές δυσκολίες με ανησυχία περί γενικευμένων πολεμικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οπότε το ερώτημα που προκύπτει αναπόφευκτα για τη «Γηραιά Ήπειρο» είναι το εξής: Και πέραν της ενεργειακής κρίσης (αποτέλεσμα της μεγάλης εξάρτησης ευρωπαϊκών χωρών από τη ρωσική ενέργεια), τις επιπτώσεις της οποίας βιώνουμε σε γενικές γραμμές όλοι, πώς αλλάζει την Ευρώπη ο πόλεμος στην Ουκρανία;

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία» ήταν το θέμα του τρίτου διεθνούς θερινού σχολείου το οποίο διοργανώθηκε από την Έδρα Jean Monnet «Τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ενοποίησης: δημοκρατία, θεσμοί και πολιτικές» στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διήρκεσε από την Πέμπτη 25 ως το Σάββατο 27 Αυγούστου, και στο πλαίσιό του εξετάστηκαν οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία για το μέλλον της ΕΕ και για τις πολιτικές προτεραιότητές της.

Στο ευρύτερο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, και καθώς ο πόλεμος υποχρεώνει την Ευρώπη να συζητήσει θέμα που μέχρι τώρα έτειναν να «στέλνονται στις καλένδες», η HuffPost Greece απευθύνθηκε σε τρεις ακαδημαϊκούς του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ για απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της ΕΕ με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία.

1. Ενέργεια

picture alliance via Getty Images

Η ενεργειακή κρίση βρίσκεται εμφανώς στην «πρώτη γραμμή», καθώς η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν δύσκολο χειμώνα τη στιγμή που η Ρωσία χρησιμοποιεί την ενέργεια ως «όπλο» για να απαντήσει στις κυρώσεις σε βάρος της από τη Δύση.

Όπως σημειώνει ο κ. Ιωάννης Παπαγεωργίου, αναπληρωτής καθηγητής- συντονιστής ECTS στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, η αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει από τη μια μερα στην άλλη ούτε από τον ένα χειμώνα στον άλλο: «Θα απαιτήσει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού η Ευρώπη θα πρέπει να επιλέξει πηγές ενέργειας είτε γηγενείς είτε φιλικών σε εισαγωγικά χωρών. Αυτή τη στιγμή επιλέγει το φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ, από την Αλγερία, από την Βόρειο Θάλασσα. Μεσοπρόθεσμα νομίζω θα εξαναγκάσει την Ευρώπη να επιλέξει ταχύτερα τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – και ταυτόχρονα επαναφέρει τη συζήτηση για την χρήση της πυρηνικής ενέργειας που στην Ελλάδα θεωρούμε ταμπού».

2. Ευρωπαϊκή ενοποίηση

picture alliance via Getty Images

Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα στον απόηχο της ρωσικής εισβολής είναι η διεύρυνση της ΕΕ (αλλά και του ΝΑΤΟ) και η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όπως εκτιμά ο κ. Παπαγεωργίου, η ευρωπαϊκή ενοποίηση γενικά επηρεάζεται από τις κρίσεις, ωστόσο, ως προς τη διεύρυνση, «δε νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι ιδιαίτερα γρήγορα. Η πολιτική επιλογή να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία και την Μολδαβία υπαγορεύονται από πολιτικούς και γεωπολιτικούς λόγους, ωστόσο η διαδικασία ένταξης είναι ένα ιδιαίτερα τεχνικό και νομοθετικό εγχείρημα το οποίο θα απαιτήσει αρκετά χρόνια, μετά προφανώς το τέλος του πολέμου. Βλέπουμε την καθυστέρηση στην ενταξιακή πορεία των χωρών των Βαλκανίων, δεν είναι ποτέ εύκολο ούτε για τις χώρες της ένωσης ούτε για τις υποψήφιες χώρες η διαπραγμάτευση των διαφόρων κεφαλαίων. Απλώς, ο πόλεμος έδειξε ότι μία ισχυρότερη δημοκρατική Ευρώπη είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των διαφόρων εξωτερικών απειλών».

3. Συσπείρωση και στρατηγική αυτονομία

picture alliance via Getty Images

Φτάνοντας στο μεγάλο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «στρατηγική αυτονομία», ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως, σε πολύ μεγάλο βαθμό (πιθανότατα μεγαλύτερο από ό,τι ανέμενε το Κρεμλίνο) η Ευρώπη (και η Δύση γενικότερα) λειτούργησε συσπειρωτικά.

«Τον Φεβρουάριο του 2022 η Ευρώπη εισήλθε σε μια νέα εποχή. Από την πλευρά της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επανέθεσε με εμφατικό και δραματικό τρόπο το ερώτημα ”τι είδους Ευρώπη θέλουμε”. Η συλλογική απάντηση που δόθηκε ήταν σαφής: η ΕΕ θα επιδιώξει την τήρηση των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη. Η ταχύτητα, η ενότητα και η αποφασιστικότητα με την οποία αντέδρασε η ΕΕ στην Ρωσική εισβολή προκαλούν εντύπωση. Το μέγεθος του κινδύνου που αντιπροσωπεύει για την Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ασφάλεια η εισβολή της Ρωσίας σε μία Ευρωπαϊκή χώρα λειτούργησε συσπειρωτικά για τις κυβερνήσεις της ΕΕ και τις ώθησε να δράσουν συλλογικά και, επίσης, σε στενό συντονισμό με την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, η ουκρανική κρίση προκάλεσε έναν εξαιρετικό βαθμό ενότητας και συνοχής μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών στα περισσότερα ζητήματα - πλην της διαχείρισης των ενεργειακών επιπτώσεων του πολέμου» αναφέρει ο Γεώργιος Ανδρέου, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Όπως προσθέτει, ένα από τα διδάγματα που αντλήθηκε από την Ουκρανική κρίση είναι ότι η ΕΕ θα πρέπει να είναι πιο τολμηρή στο τρόπο με τον οποίο συνδυάζει τα διπλωματικά και οικονομικά της μέσα, συμπεριλαμβανομένων των καθεστώτων κυρώσεων, με μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα για την πρόληψη των συγκρούσεων, την αντιμετώπιση κρίσεων, τη συμβολή στην οικοδόμηση ειρήνης και τη στήριξη των εταίρων της: «Η διαπίστωση αυτή επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση σχετικά με τη σκοπιμότητα της διατήρησης του κανόνα της ομοφωνίας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα. Εάν η ΕΕ εξακολουθήσει να είναι όμηρος των μεμονωμένων κρατών μελών που ασκούν βέτο σε κάθε σημαντική απόφαση εξωτερικής πολιτικής, θα είναι ανίκανη να υπερασπιστεί τα συμφέροντα και τις αξίες της και να παράσχει επαρκείς εγγυήσεις ασφάλειας στα μέλη της. Επιπλέον, η Ένωση και τα κράτη μέλη θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στην ενδυνάμωση των Ευρωπαϊκών θεσμών και στην εξασφάλιση μεγαλύτερης συνοχής ανάμεσα στις διαφορετικές συνιστώσες της εξωτερικής δράσης».

Καταλήγοντας ως προς το συγκεκριμένο θέμα, ο κ. Ανδρέου υπογραμμίζει ότι η εξωτερική δράση της ΕΕ υπόκειται σε μία διαρκή εξελικτική διαδικασία, απόρροια της εμβάθυνσης, της διεύρυνσης και της διάδρασής της με το εξωτερικό της περιβάλλον: «Παρά την αργή πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πεδίο της ΚΕΠΠΑ/ΚΠΑΑ και παρά τα επιπλέον βήματα που έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2022, η διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής ταυτότητας στο πεδίο της διπλωματίας και της άμυνας παραμένει ζητούμενο. Στο ορατό μέλλον, τα κράτη μέλη της Ένωσης θα εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις δικές τους εξωτερικές πολιτικές σύμφωνα με τις εγχώριες προτιμήσεις και θα εξακολουθούν να βασίζουν την εξωτερική τους ασφάλεια στις δικές τους δυνάμεις και στην Ατλαντική Συμμαχία. Από την άλλη πλευρά, παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, η Ένωση θα παραμείνει ισχυρός δρων στο πεδίο των διεθνών οικονομικών σχέσεων, θα εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρά εργαλεία ήπιας ισχύος και θα εξακολουθεί να έχει την ευχέρεια να αξιοποιεί τα εργαλεία της διεύρυνσης και της πολιτικής γειτονίας προκειμένου να ενδυναμώσει τον διεθνή της ρόλο».

4. Ευρωπαϊκή άμυνα- Ευρωπαϊκός στρατός

.
.
KACPER PEMPEL via REUTERS

Στο παρελθόν είχε τεθεί πολλές φορές το θέμα της δημιουργίας ενός «Ευρωπαϊκού Στρατού/ Στρατού της ΕΕ»- ωστόσο όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό η συγκεκριμένη «εξίσωση» είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς, πάνω από όλα, τίθεται το ερώτημα του ποιος θα ήταν ο ρόλος μιας τέτοιας στρατιωτικής δύναμης, ποιες θα ήταν οι υποχρεώσεις των κρατών απέναντί της και σε τι σημείο θα βρισκόταν σε σχέση με τους εθνικούς στρατούς των χωρών- μελών. Ωστόσο, η ανάγκη για ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική είναι κάτι που πλέον δύσκολα αμφισβητείται.

Η συγκεκριμένη κρίση ενδέχεται να οδηγήσει ταχύτερα στην διαμόρφωση μίας ευρωπαΐκής αμυντικής πολιτικής, εκτιμά ο κ. Παπαγεωργίου: «Ενδεχομένως να αποτελέσει το έναυσμα για μεγαλύτερη επένδυση των Ευρωπαίων στην άμυνα. Τούτο βέβαια δεν είναι καθόλου εύκολο σε ένα σε ένα περιβάλλον ύφεσης. Η άμυνα απαιτεί σημαντικές δαπάνες που τα κράτη της Ευρώπης θα πρέπει να αντλήσουν αφαιρώντας κονδύλια από άλλες πολιτικές, για παράδειγμα κοινωνικές πολιτικές».

Ως προς τα περί «Ευρωπαϊκού στρατού», ο κ. Παπαγεωργίου υπογραμμίζει πως ήδη πριν την εισβολή ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν είχε υπογραμμίσει την ανάγκη να αποκτήσει η Ευρώπη μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία. Πάντως «σε κάθε περίπτωση η στρατηγική αυτονομία δεν θα υποκαταστήσει την σχέση Ευρώπης-ΝΑΤΟ γιατί δεν είναι εφικτό να διαμορφωθεί ένας ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός χωρίς ουσιαστική πολιτική ενοποίηση, που προς το παρόν δεν διαφαίνεται. Ωστόσο, ο πόλεμος έδειξε ότι η πολυμερής προσέγγιση που ακολουθούσε και ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει, δυστυχώς θα έλεγα εγώ, την παλιά αντίληψη της ισορροπίας των δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αποκτήσει μία περισσότερο στρατιωτική, δυναμική ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας. Τούτο θα ενισχυθεί διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος, στρατηγικά έχουν στραφεί στον Ειρηνικό ωκεανό και θεωρεί ως κύριο αντίπαλο - όχι ακόμα εχθρό - την Κίνα. Η στρατηγική της κατά συνέπεια κατευθύνεται από την αντίδραση στις εξελίξεις στην περιοχή αυτή. Η Ευρώπη το γνωρίζει, απλώς δεν είχε προσαρμοσθεί στη νέα αυτή πραγματικότητα παρότι η προεδρία Τραμπ αποτέλεσε ένα ξυπνητήρι για τη σχέση Ευρώπης-ΗΠΑ».

«Δε νομίζω ότι βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα θα έλεγα θα βλέπουμε έναν ευρωπαϊκό στρατό ενιαίο να παρελαύνει στις 9 Μαΐου κάθε έτους. Ωστόσο, θα υπάρξει μία σαφέστερη έμφαση της Ευρώπης προς την ενίσχυση της άμυνας της. Το πρόβλημα της Ευρώπης – ως ΕΕ – είναι ότι μία κοινή άμυνα απαιτεί, κατά πρώτον, τη διαμόρφωση ενός “Ευρωπαϊκού συμφέροντος” που θα αποτελεί συνισταμένη των εθνικών συμφερόντων αλλά ταυτόχρονα θα ξεπερνά ή θα αλλάζει τις εθνικές προτεραιότητες» καταλήγει ο κ. Παπαγεωργίου.

5. Το σοκ του πολέμου και οι αντιλήψεις των κοινωνιών

NurPhoto via Getty Images

Ένα άλλο, ιδιαίτερα σημαντικό «μέτωπο» βρίσκεται εντός των ευρωπαϊκών χωρών, και δεν είναι άλλο από τις τάσεις και αντιλήψεις που διαμορφώνονται μεταξύ των πολιτών- οι αλλαγές σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως «κοινή γνώμη», δεδομένου ότι πολλοί «μύθοι» φαίνονται να καταρρέουν, ενώ αφηγήματα, πολιτικές δυνάμεις κ.α. εξετάζονται πλέον υπό διαφορετικό πρίσμα. Σε κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια «συνέχεια», κατά κάποιον τρόπο, των «ρηγμάτων» που έφερε η πανδημία στις κοινωνίες, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί πως οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία μπορούν να προκαλέσουν κοινωνική και πολιτική αστάθεια, λόγω της αυξανόμενης ακρίβειας, της ενεργειακής κρίσης, των αντιλήψεων για τη Ρωσία και τις σχέσεις μαζί της (αλλά και για την αλληλεγγύη προς την Ουκρανία και την έκταση αυτής) κ.α.

Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από την έναρξη του πολέμου, η πλειονότητα των ευρωπαίων πολιτών τάσσεται υπέρ της ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Ουκρανία και υπέρ της επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία, αναφέρει η Ευτυχία Τεπέρογλου, επίκουρη καθηγήτρια της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. «Από πολλές επίσης πανευρωπαϊκές έρευνες (όπως τα ευρωβαρόμετρα) προκύπτει ένα υψηλό κλίμα αλληλεγγύης προς τον ουκρανικό λαό. Σε γενικές γραμμές τα ποσοστά φιλοευρωπαϊκών στάσεων στο σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ ειδικά στην αρχή του πολέμου ήταν αυξημένα, ενώ τον Ιούλιο του 2022 καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό στήριξης του ενιαίου νομίσματος εδώ και χρόνια (72%)».

Ωστόσο, προσθέτει η κ. Τεπέρογλου, το τελευταίο διάστημα εντοπίζονται και στάσεις δυσαρέσκειας των πολιτών αναφορικά με τους χειρισμούς της ΕΕ απέναντι στην εισβολή, κυρίως υπό το πρίσμα μιας έντονης κριτικής αναφορικά με τους χειρισμούς των ευρωπαϊκών οργάνων ως προς το θέμα της ενέργειας και ενεργειακής ασφάλειας: «Σε πολλές χώρες (ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα) παραμένουν έντονες οι τάσεις ευρωσκεπτικιστικών θέσεων ανάμεσα στους πολίτες, συνδυαστικά με μια ανησυχία και ανασφάλεια επί οικονομικών θεμάτων, αλματώδους αύξησης των τιμών και επικείμενης ενεργειακής κρίσης. Ο φόβος μιας νέας οικονομικής ύφεσης για την Ευρώπη ενισχύει πολιτικά κόμματα και αντίστοιχες ελίτ που διαφωνούν με την στήριξη προς την Ουκρανία και ως φορείς κυρίως με έντονα στοιχεία λαϊκισμού, καταφέρνουν να δημιουργήσουν πυρήνες αντίδρασης και αμφισβήτησης ακόμα και του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αυτές οι τάσεις μπορεί να πυροδοτήσουν μια νέα άνοδο αντιευρωπαϊκών στάσεων και ο πολιτικός ανταγωνισμός σε πολλά κράτη-μέλη ενδέχεται να δομηθεί σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στη βάση αυτών των θεμάτων».

Thierry Monasse via Getty Images

«Από την άλλη πλευρά, το ενεργειακό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η ΕΕ μπορεί να διαμορφώσει ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης των Ευρωπαίων στον οποίο να κυριαρχούν οι μετα-υλιστικές αξίες, τάση η οποία τα χρόνια των άλλων κρίσεων που ταλάνισαν την ΕΕ είχε περιοριστεί σημαντικά. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των πολιτών υποστηρίζει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κοινές δράσεις σε περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες είναι μια ένδειξη ανάδειξης μιας νέας περίπτωσης “κριτικών πολιτών” (critical citizens) που ζητούν από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, όπως διαμορφώνεται αυτή την στιγμή με τον πόλεμο στην Ουκρανία».

Από πλευράς του, ο κ. Ανδρέου βλέπει μια νέα διαιρετική τομή στο εσωτερικό της ΕΕ: «Από τη μία πλευρά, υφίσταται η επίσημη Ευρωπαϊκή πολιτική υπέρ της υποστήριξης της Ουκρανίας και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, πολιτική η οποία υποστηρίζεται προς το παρόν από την μεγάλη πλειοψηφία των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων, με τις περισσότερες εξαιρέσεις να εντοπίζονται στους χώρους της Ακροδεξιάς και της Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, πυκνώνουν και δυναμώνουν οι φωνές ”αγανάκτησης” για το οικονομικό κόστος αυτής της επιλογής, φωνές που συχνά τροφοδοτούνται από την αντιπάθεια προς το ΝΑΤΟ και τη Δύση ή/ και την ανοχή ή τη συμπάθεια προς το ρωσικό καθεστώς. Μένει να αποδειχθεί εάν οι Ευρωπαϊκές ηγεσίες και οι Ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ θα επιδείξουν την απαιτούμενη ανθεκτικότητα - και κυρίως την απαιτούμενη αλληλεγγύη όσον αφορά τον επιμερισμό του κόστους - ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες για την ευημερία των Ευρωπαϊκών κοινωνιών και να διατηρηθεί η υφιστάμενη συναίνεση έως ότου νικηθεί η ρωσική επιθετικότητα και αποκατασταθεί η ειρήνη στην Ευρώπη. Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι».

Για τον κ. Παπαγεωργίου, μια ουκρανική συνθηκολόγηση και η διαμόρφωση ενός νέου ρωσικού κόσμου, θα αποδυνάμωνε την ευρωπαϊκή ταυτότητα και θα ενίσχυε την έλξη των αυταρχικών καθεστώτων, άρα θα βοηθούσε στην γένεση «νέων Όρμπαν»: «Στην Ελλάδα μιλάμε για συντηρητικές/προοδευτικές διαιρετικές τομές, ωστόσο στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το δίλημμα είναι μεταξύ των ανοικτών κοινωνιών και της επιστροφής στην εθνική ταυτότητα. Η επιστροφή στο “εθνικό” υποστηρίζεται σε πολλές χώρες από δεξιά και ιδίως ακροδεξιά κόμματα αλλά η άλλη πλευρά δεν είναι η Αριστερά. Είναι κυρίως τα κεντρώα κόμματα που προβάλλουν, ακόμα και τώρα, μία περισσότερο κοσμοπολιτική, ευρωπαϊκή προοπτική».

Δημοφιλή