Από την κρίση των Ιμίων του 1996, τα ελληνοτουρκικά έχουν μπει σε μια άλλη φάση. Αφού το 1974 η Τουρκία άλλαξε τα σύνορα στην Κύπρο με την παράνομη εισβολή του Αττίλα, πέρασε στο επόμενο στάδιο, ώστε να έρθει δυτικότερα και έτσι να ασχοληθεί με το Αιγαίο. Ανάμεσα στο 1974 και το 1996, η Τουρκία δημιούργησε δύο κρίσεις. Στόχος της τότε ήταν το γκριζάρισμα του Αιγαίου, με απώτερο στόχο τη διεκδίκησή του. Το 1996 η Τουρκία πέτυχε το γκριζάρισμα και, από το 2018 και μετά, παρατηρούμε την τελική φάση του τουρκικού σχεδίου το οποίο είναι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδας πάνω στην ίδια της την επικράτεια. Τι περιμένουμε πλέον από την Τουρκία; Γιατί η Τουρκία δεν σταματά τις επιθετικές ενέργειες και μάλιστα τις κλιμακώνει;
Πώς πρέπει να δράσει η Ελλάδα;
Μαθήματα τουρκικής υψηλής στρατηγικής
Η Τουρκία δεν είναι πλέον προκλητική. Προκλητική ήταν πάντα. Σήμερα είναι επικίνδυνη. Για να τεκμηριωθεί αυτός ο ισχυρισμός θα χρειαστούμε ένα χρονολόγιο, καθώς πολλές αναλύσεις γίνονται αυθαίρετα είτε λόγω έλλειψης διαθέσιμου τηλεοπτικού χρόνου, είτε λόγω στήριξης αφηγημάτων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η Τουρκία ξεκίνησε το σαφάρι, για να πετύχει περιφερειακή ηγεμονία στη Μεσόγειο, μετά την Αραβική Άνοιξη. Ήδη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία προσπαθούσε να επαναπροσδιορίσει την εξωτερική της πολιτική, καθώς όφειλε να βρει ένα νέο ρόλο για να έχει αξία για τη Δύση. Οι πόλεμοι στα Βαλκάνια, αλλά και η δημιουργία νέων κρατών στην Κεντρική Ασία, έφεραν μια παράταση της αξίας του τουρκικού ρόλου για τη Δύση, όμως η Τουρκία είχε ορθά διαβλέψει ότι το διεθνές σύστημα ήταν σε μετάβαση και ότι ο πολυπολικός κόσμος που ερχόταν θα άλλαζε τις ισορροπίες.
Η Αραβική Άνοιξη συνέπεσε με τα χρόνια που λάμβανε χώρα το οικονομικό θαύμα της Τουρκίας. Δεν ήταν λίγοι σε ΗΠΑ και Ε.Ε. που θεωρούσαν πως η Τουρκία, που κατάφερε να συνδυάσει τα Οικονομικά του Σικάγου με το «ήπιο ισλάμ», θα μπορούσε να γίνει αυτό που στην Ελλάδα έχουμε τόσο πολύ παρεξηγήσει: μια γέφυρα μεταξύ μουσουλμανικού κόσμου και Δύσης. Η παγίδα του Ερντογάν προς τη Δύση ήταν ακριβώς αυτό. Βλέποντας ότι η Δύση ήδη είχε ποντάρει τα πάντα σε αυτό τον ρόλο, φρόντισε να δείξει πως η Τουρκία δεν ήταν πλέον η χώρα που θα της υπαγόρευαν τον ρόλο της αλλά εκείνη η οποία θα είχε έναν ρόλο που στις διεθνείς σχέσεις έχουν μόνο οι υπερδυνάμεις. Να την ακούνε όλοι και να μην ακούει κανέναν.
Η διακήρυξη του νέου τουρκικού σχεδίου ήρθε με τη ρήξη των πάλαι ποτέ στρατηγικών σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ. Η Άγκυρα χρησιμοποίησε ως αφορμή τον περίφημο Στολίσκο για τη Γάζα, προκειμένου να δείξει στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο ότι θα του εγγυηθεί την ασφάλεια και την ευημερία του, χρησιμοποιώντας τις αραβοϊσραηλινές διαμάχες.
Το έτος 2012 και στον πόλεμο της Συρίας, οι Δυτικοί άρχισαν να βλέπουν πως η Τουρκία θέλει να διαμορφώσει τους όρους για τη νέα σχέση της με τη Δύση. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η Δύση είχε αποδεχτεί ότι η Τουρκία του Ερντογάν δεν πρόκειται να αλλάξει πολιτική. Μέχρι τότε, είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, υποστηρίζοντας ακραίες μουσουλμανικές φωνές (όπως στην Αίγυπτο).
Ο φτωχοποιημένος μουσουλμανικός, κόσμος, σε συνδυασμό με το κενό ισχύος που άφηναν οι ΗΠΑ, που ανασυγκροτούσαν τις θέσεις τους στην ευρύτερη περιοχή, έγιναν τα κίνητρα της Τουρκίας για να πετύχει περιφερειακή ηγεμονία.
Η χειραφέτηση από τη Δύση και η απομάκρυνση από το τρίγωνο ΗΠΑ-Τουρκία-Ισραήλ συνέστησαν την αρχή μιας ειδικής σχέσης μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας, η οποία συμπληρώθηκε με τον εχθρό των ΗΠΑ και του Ισραήλ, το Ιράν.
Απενοχοποίηση του τουρκικού παρελθόντος και απομυθοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Στην προηγούμενη ενότητα, αποδείχθηκε ότι η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική δύναμη εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια. Η Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά, δεν ήθελε ποτέ να αναλάβει την πιο δύσκολη αποστολή, που δεν είναι άλλη από την απομυθοποίηση του πλαισίου των ελληνοτουρκικών.
Μέχρι και το 2017, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έτρεφε τις αυταπάτες που θέριεψαν κατά την εικοσαετία 1997-2017. Σύμφωνα με αυτές τις αυταπάτες, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε θάλασσες ειρήνης και ευημερίας για τους δύο λαούς. Πλήρης διαστρέβλωση της υφής των διακρατικών σχέσεων, ιδίως εκείνων που έχουν να κάνουν με το κεφάλαιο των εδαφικών διαφορών.
Η «διπλωματία των σεισμών» ήταν ένα ενδεικτικό αφήγημα προκειμένου να προωθηθεί μια «φιλία» η οποία φυσιολογικά απέτυχε, γιατί δεν στηριζόταν σε επιστημονικές, διπλωματικές, στρατηγικές και πολιτικές βάσεις.
Το μόνο που ουσιαστικά άλλαξε από το 2017 και μετά ήταν η επιτάχυνση του σχεδίου της Τουρκίας, η οποία δεν έπαψε ήδη από το 1922, να επιθυμεί τη δορυφοροποίηση του ελληνισμού (Ελλάδα και Κύπρος).
Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την τουρκική αποθράσυνση ήταν τόσο περιφερειακοί όσο και ελληνικοί, καθώς ούτε αποτρεπτική στρατηγική είχαμε, λόγω κατευνασμού, ούτε και τους πόρους από ένα σημείο και μετά. Η Τουρκία έβλεπε ότι μπορούσε να έχει παρουσία σε Συρία, Λιβύη, Βόρειο Ιράκ και Κύπρο (καθώς συνεχίζει την παράνομη κατοχή από το 1974) και η Ελλάδα είχε αποδεχτεί μια κατευναστική και συγκαταβατική συμπεριφορά απέναντι στην Άγκυρα. Ο Ερντογάν και το επιτελείο του γνώριζαν ότι η Ελλάδα των μνημονίων ήταν ασφαλώς πιο αδύναμη σε σύγκριση με μια χώρα που ανέπτυξε μια διεθνώς ανταγωνιστική οικονομική ελίτ, αλλά και δική της αμυντική βιομηχανία.
Η τουρκική περιφερειακή πολιτική αρχίζει και τελειώνει από το Αιγαίο και από την Κύπρο. Το υδάτινο τείχος του ελληνισμού, σε συνδυασμό με τα ελληνικά νησιά, θέτουν εμπόδια στο σχέδιο της Τουρκίας για επίτευξη περιφερειακής ηγεμονίας. Το τουρκικό βαθύ κράτος, για να επιβιώνει (όπως άλλωστε κάθε βαθύ κράτος αυταρχικών δυνάμεων), χρειάζεται συγκρούσεις και, βέβαια, ένα επιθετικό αφήγημα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η επίκληση στο συναίσθημα ενός λαού που έχει αποδειχθεί ιστορικά κρατιστής (τουρκικός λαός) είναι σίγουρα μια επίκληση που συγκινεί κάποιον πολίτη του Λουξεμβούργου, όμως είναι εκτός πραγματικότητας καθώς το 80+% του τουρκικού λαού ασπάζεται πλήρως το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Η Τουρκία μάς έχει αποδείξει, τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στις σχέσεις της με άλλες χώρες, ότι οπισθοχωρεί μόνο όταν ζυγίσει καλά μια αποτρεπτική στάση. Ως ένα κράτος που δημιουργήθηκε από γενοκτονίες και από κατακτήσεις, η Τουρκία σταματάει μόνο όταν δει ότι δεν μπορεί να πραγματοποιήσει της απειλές της. Η Τουρκία δεν είναι ένα δυτικό κράτος το οποίο έχει τα θεσμικά κρατήματα μιας δημοκρατίας. Βλέπει τις διακρατικές σχέσεις με όρους επικράτησης (με όρους παιγνίου μηδενικού αθροίσματος) και όχι με όρους win-win, όπως ακόμη πιστεύει ένα κομμάτι της διεθνολογικής και πολιτικής κοινότητας της πατρίδας μας.
Τι πρέπει να κάνουμε για να ακυρώσουμε τα σχέδια της Τουρκίας
Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι είναι η αμυνόμενη πλευρά. Η διεθνοποίηση των ελληνοτουρκικών (παρά το ότι δεν έχει γίνει όπως και όσο θα έπρεπε) είναι το μέσο και όχι ο αυτοσκοπός. Ο αυτοσκοπός μας, αν θέλουμε να κάνουμε λόγο για μια αποτροπή η οποία δεν είναι κενή περιεχομένου, είναι η προστασία των εθνικών συμφερόντων τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να συνδεθούμε με την ίδια την πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών, τα οποία ελληνοτουρκικά βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Η διέξοδος της Πράγας έδειξε για ακόμη μια φορά τα όριά της, με τον Τούρκο πρόεδρο να μη διστάζει, μπροστά σε διεθνές ακροατήριο, να διατηρεί και να επαναλαμβάνει το casus belli εναντίον της Ελλάδας, το οποίο πλέον αφορά τη στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών. Ασφαλώς πρόκειται για την αναβάθμιση της απειλής του 1995, η οποία δοκιμάστηκε στα Ίμια το 1996.
Δεύτερον, τον καθορισμό μιας αποτρεπτικής στρατηγικής η οποία θα κληθεί να απαντήσει στις τουρκικές απειλές. Η Τουρκία, όταν βλέπει την Ελλάδα να κάνει πισωγυρίσματα (π.χ. καλέσματα σε διάλογο χωρίς προεργασία για το πλαίσιο αυτού), τόσο περισσότερο πείθεται ότι η Ελλάδα θα κάνει πίσω με τις συνεχείς απειλές.
Μετά την πρόσκληση σε διάλογο (ΔΕΘ) η Τουρκία ξεκίνησε από το βήμα του ΟΗΕ να διασύρει με ψέματα την Ελλάδα, να χτίζει πάνω στο τουρκολιβυκό μνημόνιο και, τελικά, να έρχεται στην Πράγα με μια ατζέντα που η ελληνική πλευρά δεν θεωρούσε πιθανή (δεν πίστευε ότι ο Ερντογάν θα μιλούσε ανοικτά για τις τουρκικές απειλές). Τα επιχειρήματα που καταγράφονται στις ΗΠΑ από κορυφαίους στρατηγικούς αναλυτές, όπως είναι ο Ρούμπιν, στοιχειοθετούν έτι περαιτέρω ότι κανένα σοβαρό κράτος στον κόσμο δεν θεωρεί ότι ο Ερντογάν μπλοφάρει.
Η στάση του Ερντογάν στην Πράγα πρέπει να μας ανησυχήσει καθώς δεν δίστασε να απειλήσει την Ελλάδα και σε διεθνές ακροατήριο. Το αν εκτέθηκε, δεν είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει, εδώ που έχουν φτάσει τα ελληνοτουρκικά. Άλλωστε, η προεκλογική καμπάνια του Ερντογάν θα είναι απόλυτα αντιδυτική, καθώς διακυβεύεται η ίδια του η ύπαρξη.
Επιπρόσθετα, η Ελλάδα οφείλει να αρχίσει να κάνει συζητήσεις με τη Συρία μέσω δυτικών συμμάχων και εταίρων, προκειμένου να δείξει στην Τουρκία ότι μπορεί να έχει και η Αθήνα παρουσία στο μαλακό της υπογάστριο. Άλλωστε, η τουρκική παρουσία στη Λιβύη δεν είναι μόνο επικίνδυνη από την άποψη μιας γεώτρησης, είναι επικίνδυνη και στρατιωτικά, προσπαθώντας να χτίσει μια αξιόπιστη απειλή νότια της Κρήτης.
Ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα είναι ο πληροφοριακός πόλεμος: Τα fake news, τα οποία δυστυχώς υιοθετούνται και από μεγάλο αριθμό «ειδικών» και ΜΜΕ στην Ελλάδα. Στόχος των τουρκικών ψυχολογικών επιχειρήσεων είναι να χαλάσουν οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Γαλλία, θέλοντας να δημιουργήσουν κλίμα υποτέλειας της Ελλάδας, προκειμένου η ελληνική κοινή γνώμη να θεωρήσει την ελληνική απομόνωση ως «περήφανη πράξη».
Τόσο η αριστερή όσο και η ακροδεξιά αντιπολίτευση στην Ελλάδα συγκλίνουν, μέσα από άλλες οδούς, ότι η περιφερειακή αναβάθμιση της Ελλάδας από το 2010 και μετά δεν υφίσταται και ότι δεν κερδίζει η Ελλάδα κάτι από τις συμμαχίες με ΗΠΑ και Γαλλία (δηλώσεις που δείχνουν στρατηγικό αναλφαβητισμό αντίστοιχο με τους οπαδούς της Ελλάδας «γέφυρας» μεταξύ Τουρκίας και Δύσης) όταν η ίδια η Τουρκία μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο πολύ καλύτερα).
Η Τουρκία επιθυμεί διακαώς τη φθορά των σχέσεων Ελλάδας και ΗΠΑ, καθώς ήταν οι Αμερικανοί που στο παρελθόν βοήθησαν την τουρκική αναβάθμιση και γνωρίζουν ότι είναι οι μόνοι που μπορούν να την μειώσουν. Οι συνέργειες μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και ΗΠΑ γίνονται και στο επίπεδο του lobbying, κάτι που έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά στην Τουρκία στα κέντρα αποφάσεων της Ουάσιγκτον.
Μέσα στη ρητορική, η οποία έχει ως στόχο την απαξίωση της Ελλάδας, εντάσσεται και το γνωστό σύνθημα «έξω οι βάσεις», καθώς ενοχλείται από την αναβάθμιση της Σούδας αλλά και τη νέα Best in the Med βάση, που ακούει στο όνομα Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
Στη θέση αυτών των ψευδοαφηγημάτων χρειάζεται να απαντάμε με ιστορική επιχειρηματολογία στις τουρκικές απειλές. Η Τουρκία εξαπολύει απειλές εναντίον της Ελλάδας με εγκιβωτισμένη μια κάποια θεωρία νίκης σε αυτές (π.χ. θα μάθετε να κολυμπάτε, σας πετάξαμε στη θάλασσα κ.λπ.). Κανένας δεν έχει απαντήσει στην Τουρκία ότι διαλύσαμε την οθωμανική Αυτοκρατορία δύο φορές, σε δύο διαφορετικές φάσεις.
Όλα αυτά είναι αποτρεπτικά μέσα και δεν συνιστούν πολιτική όξυνσης. Είναι η αποτελεσματική αποτροπή εκείνη που εξασφαλίζει την πολυπόθητη ειρήνη και ένας πόλεμος, όπως μας απέδειξε ο Β’ ΠΠ, επιβαρύνει το ίδιο τον Χίτλερ με τον Τσάμπερλεϊν, ο οποίος επέλεξε να κατευνάσει τον Χίτλερ και όχι να τον αποτρέψει.
Τέλος, το πολιτικό μας σύστημα πρέπει να μελετήσει σενάρια κρίσεων πάνω στις νέες συνθήκες που έχει επιφέρει η εξέλιξη του πολέμου. Η προστασία των κρίσιμων υποδομών της χώρας από δολιοφθορές οφείλει να γίνει προτεραιότητα για την Ελλάδα ώστε να μην ξεκινήσει ένας πόλεμος από το εσωτερικό της πατρίδας μας. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι ακολουθεί έναν υβριδικό τύπο επιθετικότητας. Με άλλα λόγια, το αφήγημα που φέρνει τις ένοπλες δυνάμεις ως τρίτο συστατικό της ελληνικής ετοιμότητας (Διεθνές Δίκαιο με το μέρος μας και σύμμαχοι τα άλλα δύο) οφείλει να λέγεται πρώτο και να συνοδεύεται με ένα απλό και εύληπτο αποτρεπτικό μήνυμα.
Ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι και πολλές φορές προκαλείται από εκείνους που έχουν καλές προθέσεις. Ο στόχος μας είναι να ακυρώσουμε τα τουρκικά πολεμικά σχέδια, καθιστώντας ταυτόχρονα άκυρη την τουρκική απειλή η οποία συνιστά παραδοσιακά τον πολιορκητικό κριό της Άγκυρας, για να ασκεί στην Ελλάδα εξαναγκαστική διπλωματία. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα θα έχει πετύχει τους στρατηγικούς της στόχους και έτσι θα μπορεί να συνεχίσει τη γεωπολιτική της αναβάθμιση, χωρίς να είναι εντός της θουκυδίδειας παγίδας, όπως τη βλέπει η Τουρκία. Η Άγκυρα δεν θέλει μια σύγκρουση, όταν η Ελλάδα θα είναι πάνοπλη και περαιτέρω αναβαθμισμένη.