Δεν υπάρχουν τέλειες χώρες, υπάρχουν όμως περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές χώρες, ανάλογα με τον τρόπο που χειρίζονται τα προβλήματά τους.
Αν η Ελλάδα ήταν σοβαρή χώρα (διέθετε, δηλαδή, στιβαρή και ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση, εκλεπτυσμένη θεσμική κουλτούρα, και υψηλής ποιότητας λογοδοσία και θεσμικά αντίβαρα στο δημόσιο βίο) θα υπήρχαν μεν, από καιρού σε καιρό, πολιτικά σκάνδαλα (είπαμε, δεν υπάρχουν τέλειες χώρες), αλλά ο θεσμικός χειρισμός τους θα ενέπνεε εμπιστοσύνη ότι θα κυριαρχούσε η ειλικρινής αναζήτηση της αλήθειας, η απόδοση δικαιοσύνης, και η αποκατάσταση της θεσμικής τάξης. Τι θα συνέβαινε, τότε, στην περίπτωση των τηλεφωνικών υποκλοπών του ευρωβουλευτή και προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Ν. Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου κ. Θ. Κουκάκη από την ΕΥΠ;
Πρώτον, δεδομένου ότι η ΕΥΠ υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό, θα ελέγχονταν επισήμως ο ισχυρισμός του κ. Μητσοτάκη ότι «δεν γνώριζε» για την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ή ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, θα έδινε την εντολή όπως ανεξάρτητοι υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί διερευνήσουν σε βάθος την υπόθεση των υποκλοπών και τις τυχόν ευθύνες του Πρωθυπουργού. Αυτό συνέβη πρόσφατα στην περίπτωση του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, για τον οποίο η ανεξάρτητη έρευνα ανώτατης δημόσιας λειτουργού κατέδειξε τη γνώση του και την εμπλοκή του στα παράνομα κορωνοπάρτι στη Ντάουνιγκ Στριτ.
Αλλά κι αν ακόμα διαπιστωνόταν, από ανεξάρτητη έρευνα, ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν γνώριζε προσωπικά για τις υποκλοπές, πάλι θα είχε θεσμικές και προσωπικές ευθύνες. Το αιτιολόγησε εξαιρετικά ο διακεκριμένος Κύπριος νομικός κ. Π. Πολυβίου στο πόρισμά του για τις ευθύνες δημόσιων αξιωματούχων για το πολύνεκρο ατύχημα στο Μαρί, στην Κύπρο, στις 11 Ιουλίου 2011.
Στο εντυπωσιακά εμπεριστατωμένο πόρισμά του, ο κ. Πολυβίου καταλόγισε «θεσμικές και προσωπικές ευθύνες» στον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Χριστόφια. Αναφέρει το Πόρισμα Πολυβίου: «Έστω όμως και αν κάποιο αρμόδιο πολιτικό πρόσωπο ή κρατικός αξιωματούχος δεν είχε υποκειμενική γνώση ενώ το θέμα ήταν εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, τότε «όφειλε να γνωρίζει». […] Κρίνω ότι οι ενέργειες, πράξεις και αποφάσεις του Προέδρου [Χριστόφια] ουδόλως ανταποκρίνονται στο ελάχιστο επίπεδο της αναμενόμενης από αυτόν επιμέλειας […]».
Κατ’ αναλογίαν, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ «όφειλε να γνωρίζει» για το μείζον θέμα της παρακολούθησης του τηλεφώνου ενός ευρωβουλευτή και μετέπειτα αρχηγού κόμματος. Το επιχείρημα περί άγνοιάς του δεν αντέχει σε κριτική. Τι έκανε για να γνωρίζει; Αν δεν έκανε όλα όσα όφειλε να είχε κάνει, τότε επέδειξε ασυγχώρητα χαμηλό επίπεδο επιμέλειας για ένα θέμα της δικαιοδοσίας του, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του κράτους δικαίου.
Δεύτερον, ο προβληματισμός για το κατά πόσον μπορούν να υποκλέπτονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ενός ευρωβουλευτή ή βουλευτή θα ήταν πιο σύνθετος απ’ ότι είναι τώρα.
Η (ευρω)βουλευτική ιδιότητα δεν αποτρέπει αυτομάτως κάποιον από τη δυνατότητα να βλάπτει την εθνική ασφάλεια. Μπορεί κανείς να φανταστεί άφθονα σχετικά σενάρια, ιδιαίτερα αν έχει διαβάσει κατασκοπευτικά μυθιστορήματα ή έχει δει σχετικές ταινίες. Από έναν βουλευτή λ.χ. που έχει γίνει στόχος στρατολόγησης από μυστικές υπηρεσίες μη φιλικής χώρας (βλ. σχετικές απόπειρες της KGB στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, New Statesman, 21.2. 2018), ακροδεξιούς βουλευτές που απεργάζονται συνταγματική εκτροπή (βλέπε τις σχετικές έρευνες για την εισβολή στο Καπιτώλιο, στις 6/1/2021), μέχρι κάποιον στενό συνεργάτη του Πρωθυπουργού ο οποίος διατηρεί ερωτική σχέση με στέλεχος πρεσβείας αντίπαλης χώρας (βλ. συναφές άρθρο του Α. Δοξιάδη, 30/3/2021, protagon.gr).
Αν, λοιπόν, η μυστική υπηρεσία της χώρας έχει αξιόπιστες πληροφορίες ότι ένας βουλευτής, στενός συνεργάτης υψηλού πολιτικού προσώπου ή δημόσιος αξιωματούχος με πρόσβαση σε κρατικά μυστικά ενδεχομένως ζημιώνει την εθνική ασφάλεια, δεν πρέπει να παρακολουθείται; Θυμίζω ότι ο στενότερος συνεργάτης του καγκελάριου Βίλυ Μπράντ Γκύντερ Γκιγιόμ αποδείχθηκε ότι ήταν κατάσκοπος της Ανατολικής Γερμανίας, γεγονός που οδήγησε στην παραίτηση Μπραντ το 1974.
Κατ΄ αναλογίαν, το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ είναι: τι ενδείξεις είχε η ΕΥΠ για να πιστεύει ότι οι κκ. Ανδρουλάκης και Κουκάκης ενδεχομένως απειλούσαν την εθνική ασφάλεια; Αν η ΕΥΠ διέθετε κάποια στοιχεία, θα πρέπει να παρουσιασθούν ή έστω να τεθούν εμπιστευτικά υπόψη της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής. Αν δεν διέθετε ενοχοποιητικά στοιχεία, η ευθύνη της ΕΥΠ και του πολιτικού προϊσταμένου της είναι τεράστια: η ΕΥΠ εμφανίζεται να ενεργεί αυθαίρετα και πιθανώς εκβιαστικά σε βάρος πολιτών, εκ των οποίων, μάλιστα, ο ένας είναι ευρωβουλευτής. Κάτι τέτοιο θα ήταν χυδαίο και ανεπίτρεπτο σε ένα κράτος δικαίου.
Τρίτον, η παρεκτροπή της ΕΥΠ θα ήταν το έναυσμα για σοβαρό προβληματισμό αναφορικά τόσο με το θέμα της διοίκησής της (πως λ.χ. επιλέγεται ο επικεφαλής της;) όσο και με το μείζον θέμα της διακυβέρνησής της (governance) (πώς πρέπει να εποπτεύεται η ΕΥΠ σε ένα κράτος δικαίου); Σημειώνω ότι ο επικεφαλής του ΜΙ5 λ.χ. - η αντίστοιχη της ΕΥΠ υπηρεσία της Βρετανίας - προέρχεται από την Υπηρεσία, η οποία εποπτεύεται αφενός από σχετική κοινοβουλευτική επιτροπή, αφετέρου από ανεξάρτητο εξωκοινοβουλευτικό σώμα – το Γραφείο Ειδικού Επιτρόπου (Investigative Powers Commissioner’s Office).
Εδώ απομακρύνθηκε ο επικεφαλής της ΕΥΠ, ανακοινώθηκε ο διορισμός νέου με συνοπτικές διαδικασίες (πότε εγκρίθηκε από την Επιτροπή Θεσμών;), και στον υφιστάμενο εισαγγελέα που εγκρίνει τις άδειες παρακολούθησης της ΕΥΠ, προστέθηκε ένας ακόμη. Τόσο βαθύς ήταν ο προβληματισμός περί αναδιοργάνωσης και διακυβέρνησης της ΕΥΠ!
Η λειτουργία και η εποπτεία των μυστικών υπηρεσιών είναι ένα διαρκές πρόβλημα σε ένα κράτος δικαίου. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Υπάρχουν όμως καλύτεροι και χειρότεροι τρόποι αντιμετώπισης των προβλημάτων, οι οποίοι εξαρτώνται από την ωριμότητα του πολιτικού συστήματος και τη θεσμική νοοτροπία μιας χώρας.
***
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick