Πώς το βυζαντινό ασήμι έφερε «επανάσταση» στο εμπόριο της Ευρώπης τον 7ο αιώνα

Τα βυζαντινά νομίσματα τροφοδότησαν την υιοθέτηση αργυρών νομισμάτων από την Ευρώπη στα μέσα του 7ου αιώνα, αποκαλύπτει νέα ιστορική μελέτη.
Χαραγμένο πορτρέτο (Α-Δ) του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ' Πογκονάτου (περ. 668 - 685) δίπλα σε μια άγνωστη μορφή. (Φωτογραφία: Kean Collection/Getty Images)
Χαραγμένο πορτρέτο (Α-Δ) του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ' Πογκονάτου (περ. 668 - 685) δίπλα σε μια άγνωστη μορφή. (Φωτογραφία: Kean Collection/Getty Images)
Kean Collection via Getty Images

Mία πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη από τα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, της Οξφόρδης και του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ έδωσε μια απρόσμενη απάντηση σ′ ένα μυστήριο που ταλάνιζε τους ιστορικούς επί δεκαετίες.

Σύμφωνα με τη έρευνα των ιστορικών οι ράβδοι ασημιού από τη λεγόμενη «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) ήταν ο βασικός παράγοντας που τροφοδότησε την επαναστατική υιοθέτηση των ασημένιων νομισμάτων από την Ευρώπη στα μέσα του έβδομου αιώνα μ.Χ.

H κατάλυση με λέιζερ σε αγγλοσαξονικές ασημένιες «πένες» παρείχε επιστημονικές αποδείξεις στη μελέτη τους η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Antiquity” στις 9 Απριλίου 2024.

Μεταξύ του 660 και του 750 μ.Χ., η Αγγλοσαξονική Αγγλία και οι γειτονικές περιοχές γνώρισαν μια σημαντική αναζωπύρωση του εμπορίου, η οποία περιλάμβανε μια δραματική αύξηση της χρήσης αργυρών νομισμάτων, βάζοντας οριστικό τέλος στην εξάρτηση από το χρυσό και εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος χρήματος που θα διαρκούσε για μια περίπου χιλιετία.

Έχουν καταγραφεί περίπου 7.000 από αυτές τις ασημένιες «πένες», ένας τεράστιος αριθμός, καθώς άλλες τόσες έχουν διασωθεί από το υπόλοιπο της αγγλοσαξονικής περιόδου (5ος αιώνας μ.Χ. - 1066).

Επί δεκαετίες, οι ειδικοί προσπαθούσαν να εντοπίσουν το από πού προήλθε ο άργυρος σε αυτά τα νομίσματα.

Η ομάδα ερευνητών από τα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, της Οξφόρδης και του Vrije Universiteit Amsterdam έλυσε το μυστήριο αυτό αναλύοντας τη σύνθεση των νομισμάτων που φυλάσσονται στο Μουσείο Φιτζγουίλιαμ του Κέιμπριτζ.

«Υπήρξαν θεωρίες ότι το ασήμι προήλθε από το ορυχείο αργυρού Mελ της Δυτικής Γαλλίας ή από ένα άγνωστο ορυχείο ή ότι πήγαζε από λιωμένο εκκλησιαστικό ασήμι. Ωστόσο δεν υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη μία ή την άλλη εκδοχή, οπότε ξεκινήσαμε την έρευνα», είπε ο συν-συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, Ρόρι Νέισμιθ.

Προηγούμενες έρευνες εξέτασαν νομίσματα και αντικείμενα από το ορυχείο αργύρου στο Mελ της Δυτικής Γαλλίας, αλλά ο Νέισμιθ και οι συνάδελφοί του έστρεψαν τελικά την προσοχή τους σε λιγότερο μελετημένα νομίσματα που κόπηκαν στην Αγγλία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και τη βόρεια Γαλλία.

Ο Νέισμιθ για καλή του τύχη είχε άμεση πρόσβαση στο Μουσείο Φιτζγουίλιαμ του Κέιμπριτζ, «ένα προπύργιο της πρώιμης μεσαιωνικής νομισματικής έρευνας».

Κολώνες εισόδου του μουσείου Fitzwilliam του Cambridge στην πρόσοψή του. Το μουσείο στεγάζει μόνιμη έκθεση αρχαιοτήτων, εφαρμοσμένων τεχνών, νομισμάτων και μεταλλίων, χειρογράφων και έντυπων βιβλίων, καθώς και ζωγραφικής, σχεδίων και χαρακτικών.
Κολώνες εισόδου του μουσείου Fitzwilliam του Cambridge στην πρόσοψή του. Το μουσείο στεγάζει μόνιμη έκθεση αρχαιοτήτων, εφαρμοσμένων τεχνών, νομισμάτων και μεταλλίων, χειρογράφων και έντυπων βιβλίων, καθώς και ζωγραφικής, σχεδίων και χαρακτικών.
Germán Vogel via Getty Images

Αρχικά, 49 από τα νομίσματα του Μουσείο Φιτζγουίλιαμ (που χρονολογούνται από το 660 έως το 820 μ.Χ.) μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο του Τμήματος Γεωεπιστημών του Κέιμπριτζ για ανάλυση μικροστοιχείων.

Στη συνέχεια, τα νομίσματα αναλύθηκαν με «φορητή κατάλυση με λέιζερ» κατά την οποία μικροσκοπικά δείγματα συλλέχθηκαν σε φίλτρα τεφλόν για την ανάλυση ισοτόπων μολύβδου.

Πρόκειται για μια νέα τεχνική, πρωτοποριακή από το Vrije Universiteit Amsterdam, η οποία συνδυάζει την ελάχιστα επεμβατική δειγματοληψία με λέιζερ με τα αποτελέσματα υψηλής ακρίβειας των πιο παραδοσιακών μεθόδων στις οποίες λαμβάνονται φυσικά δείγματα αργύρου.

Ενώ τα νομίσματα περιείχαν κυρίως άργυρο, η αναλογία χρυσού, βισμούθιου και άλλων στοιχείων σε αυτά οδήγησε τους ερευνητές στην άγνωστη μέχρι πρότινος προέλευση του αργύρου. Διαφορετικές αναλογίες ισοτόπων μολύβδου στα ασημένια νομίσματα παρείχαν περαιτέρω ενδείξεις.

Σχήμα 1. Επιλογή νομισμάτων που αναλύθηκαν για την παρούσα μελέτη: Νομίσματα της Πρώιμης Περιόδου α) πρώιμη πένα της σειράς Α (κατάλογος νομισμάτων αριθ. 2)- β) πρώιμη πένα της σειράς Ε (αριθ. 23)- γ) φραγκικό δηνάριο, Ρενς (αριθ. 26)- νομίσματα της Ύστερης Περιόδου δ) πένα του Οφα της Μέρκιας (757-796 μ.Χ.) (αριθ. 32)- ε) δηνάριο του Καρλομάγνου (768-814 μ.Χ.), Μάιντζ (μετά το 792/3 μ.Χ.)- στ) δηνάριο του Καρλομάγνου, Κουέντοβιτς (μετά το 812 μ.Χ.) (αρ. 44) (όλες οι εικόνες © The Fitzwilliam Museum, Cambridge).
Σχήμα 1. Επιλογή νομισμάτων που αναλύθηκαν για την παρούσα μελέτη: Νομίσματα της Πρώιμης Περιόδου α) πρώιμη πένα της σειράς Α (κατάλογος νομισμάτων αριθ. 2)- β) πρώιμη πένα της σειράς Ε (αριθ. 23)- γ) φραγκικό δηνάριο, Ρενς (αριθ. 26)- νομίσματα της Ύστερης Περιόδου δ) πένα του Οφα της Μέρκιας (757-796 μ.Χ.) (αριθ. 32)- ε) δηνάριο του Καρλομάγνου (768-814 μ.Χ.), Μάιντζ (μετά το 792/3 μ.Χ.)- στ) δηνάριο του Καρλομάγνου, Κουέντοβιτς (μετά το 812 μ.Χ.) (αρ. 44) (όλες οι εικόνες © The Fitzwilliam Museum, Cambridge).
Cambridge University Press

Το Βυζαντινό ασήμι

Στα 29 νομίσματα που εξετάστηκαν από την προγενέστερη περίοδο (660 - 750 μ.Χ.) - τα οποία κόπηκαν στην Αγγλία, τη Φρισία και τη Φραγκία - οι ερευνητές βρήκαν μια πολύ ξεκάθαρη χημική και ισοτοπική υπογραφή που ταιριάζει με το ασήμι του 3ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο άργυρος ήταν ομοιογενής σε όλα τα νομίσματα και χαρακτηριζόταν από υψηλές τιμές χρυσού (0,6 - 2%) και ένα σταθερό ισοτοπικό εύρος, χωρίς διακριτές περιφερειακές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.

Καμία γνωστή ευρωπαϊκή πηγή μεταλλεύματος δεν ταιριάζει με τα στοιχειακά και ισοτοπικά χαρακτηριστικά αυτών των πρώιμων ασημένιων νομισμάτων. Επίσης, δεν υπάρχει σημαντική επικάλυψη με αργυρά νομίσματα ή άλλα αντικείμενα της ύστερης δυτικής ρωμαϊκής περιόδου. Τα νομίσματα αυτά δεν ανακυκλώνουν τον αργυρό της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου.

«Πρόκειται για μια τόσο συναρπαστική ανακάλυψη. Είχα προτείνει τη βυζαντινή προέλευση πριν από μια δεκαετία, αλλά δεν μπορούσα να την αποδείξω», λέει ο Νέισμιθ.

«Πλέον έχουμε την πρώτη αρχαιομετρική επιβεβαίωση ότι το βυζαντινό ασήμι ήταν η κυρίαρχη πηγή πίσω από τη μεγάλη αύξηση της νομισματοκοπίας και του εμπορίου γύρω από τη Βόρεια Θάλασσα τον έβδομο αιώνα».

Εξάγραμμο του Κώνστα Β' και του Κωνσταντίνου Δ'
Εξάγραμμο του Κώνστα Β' και του Κωνσταντίνου Δ'
By Classical Numismatic Group, Inc. http://www.cngcoins.com, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=380143

Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Τζέιν Κέρσο, Aρχαιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, λέει:

«Τα νομίσματα αυτά είναι από τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης της οικονομίας της βόρειας Ευρώπης μετά το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δείχνουν βαθιές διεθνείς εμπορικές διασυνδέσεις μεταξύ της σημερινής Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και της Αγγλίας».

Οι ερευνητές τονίζουν ότι το βυζαντινό ασήμι πρέπει να είχε εισέλθει στη Δυτική Ευρώπη δεκαετίες πριν λιώσει, επειδή στα τέλη του 7ου αιώνα οι εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις της Κωνσταντινούπολης με τα δυτικά βασίλεια βρισκόντουσαν στο ναδίρ.

«Οι ελίτ στην Αγγλία και τη Φραγκία ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχαν ήδη στην κατοχή τους αυτό το ασήμι», λέει ο Nέισμιθ. «Έχουμε πολύ διάσημα παραδείγματα γι αυτό, τα ασημένια κύπελλα που ανακαλύφθηκαν στο Σάτον Χου (σ.σ η τοποθεσία δύο αγγλοσαξονικών νεκροταφείων που χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 7ο αιώνα κοντά στο Γουντμπριτζ, στο Σάφοκ) και τα περίτεχνα ασημένια αντικείμενα από τον Θησαυρό του Στάφορντσαϊρ (σ.σ αποτελεί το μεγαλύτερο θησαυρό αγγλοσαξονικών χρυσών και ασημένιων μεταλλικών αντικειμένων που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα)».

Χυτή ασημένια καρφίτσα με δίσκο Βίκινγκ, πιθανώς από το Γιορκ, 10ος αιώνας. Μιμείται νόμισμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Βαλεντινιανού. Βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου του Γιορκ. (Φωτογραφία: CM Dixon/Print Collector/Getty Images)
Χυτή ασημένια καρφίτσα με δίσκο Βίκινγκ, πιθανώς από το Γιορκ, 10ος αιώνας. Μιμείται νόμισμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Βαλεντινιανού. Βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου του Γιορκ. (Φωτογραφία: CM Dixon/Print Collector/Getty Images)
Print Collector via Getty Images

Αγνωστο το πώς και γιατί μετακινήθηκε τόσο πολύ ασήμι από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη Δυτική Ευρώπη

Μαζί, τα βυζαντινά ασημένια αντικείμενα του Σάτον Χου ζυγίζουν λίγο πάνω από 10 κιλά. Αν είχαν λιώσει θα είχαν παραχθεί περίπου 10.000 πρώιμες πένες.

Η Κέρσο λέει: «Αυτά τα όμορφα αντικείμενα κύρους θα τα είχαν λιώσει μόνο όταν ένας βασιλιάς ή άρχοντας χρειαζόταν επειγόντως πολλά μετρητά. Κάτι μεγάλο θα συνέβαινε, μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή».

«Αυτή ήταν η ποσοτική χαλάρωση, οι ελίτ ρευστοποιούσαν πόρους και έριχναν όλο και περισσότερα χρήματα στην κυκλοφορία. Αυτό θα είχε μεγάλο αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων. Θα υπήρχε περισσότερη σκέψη για το χρήμα και περισσότερη δραστηριότητα με το χρήμα που θα αφορούσε πολύ μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας από ό,τι πριν».

Ο Nέισμιθ ελπίζει να διαπιστώσει πώς και γιατί μετακινήθηκε τόσο πολύ ασήμι από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη Δυτική Ευρώπη. Υποπτεύεται ένα μείγμα εμπορίου, διπλωματικών πληρωμών/δώρων και αγγλοσαξονικών μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό. Τα νέα ευρήματα εγείρουν επίσης βασανιστικά ερωτήματα σχετικά με το πώς και πού αποθηκευόταν ο άργυρος και γιατί οι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν ξαφνικά να τον μετατρέψουν σε νομίσματα.

Σύμφωνα με τη μελέτη το βυζαντινό ασήμι σταδιακά έδωσε τη θέση του από το ασήμι των ορυχείων στη Φραγκία του Καρλομάγνου έναν αιώνα αργότερα.

Να σημειωθεί πως με εξαίρεση ορισμένες ειδικές εκδόσεις του 6ου αιώνα, στο νομισματικό σύστημα της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τα αργυρά νομίσματα δεν χρησιμοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως λόγω της εξαιρετικά κυμαινόμενης τιμής του πολύτιμου μετάλλου. Μόνο υπό τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο (βασ. 610-641) κόπηκαν κάποια νέα αργυρά νομίσματα, για τις ανάγκες που προέκυψαν από τον πόλεμο μεταξύ Βυζαντινών και Σασσανιδών (602-628)· η δε πρώτη ύλη γι′ αυτά αντλήθηκε από την κατάσχεση αργυρών εκκλησιαστικών σκευών.

Δημοφιλή