Το 1987 ο Ενβέρ Χότζα είχε πεθάνει. Ο διάδοχός του, Ραμίζ Αλία δεν φαινόταν πως θα φέρει κάποια αλλαγή αλλά ο θάνατος του Χότζα είχε συνταράξει την πεποίθηση ότι ο κομμουνιστής ηγέτης είναι υπεράνθρωπος άρα και το σύστημα ακλόνητο. Έτσι δεν υπήρχε κανείς σχεδόν στην Χιμάρα από όσους διέθεταν τηλεόραση που να μην είχε στραμμένη την κεραία προς τον Παντοκράτορα την 14η Ιουνίου του 1987.
Στο σπίτι μας δεν υπήρχε τηλεόραση, ο πατέρας μου είχε πάει στα γειτονικά του ξαδέρφια και εγώ με την μάνα μου βολευόμασταν με την ραδιοφωνική μετάδοση από την ΕΡΑ. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα την θυμόμουν την νύχτα εκείνη (ήμουν μόλις 5 ετών) αν δεν ήταν οι επινίκιες εκδηλώσεις στην γειτονιά. Ο πατέρας και τα ξαδέρφια του, είχαν ασφαλίσει μερικά μασούρια δυναμίτη τα οποία με την λήξη της αναμέτρησης έκαναν τους φαντάρους του παρακείμενου φυλακίου να τρέχουν να κρυφτούν από τους «μοναρχοφασίστες».
Θυμάμαι έντονα τους κρότους από τα αυτοσχέδια βαρελότα (ήταν η πρώτη φορά και πέρασαν 4 χρόνια για να ακούσω κάτι αντίστοιχο σε ανάσταση στην Νέα Σμύρνη). Το γλέντι στο σπίτι κράτησε μέχρι πολύ αργά. Η νίκη αυτή που γέμισε περηφάνεια όλη την Ελλάδα, για τους δικούς μου ανθρώπους ήταν κάτι πολύ παραπάνω.
Στο δικό τους το μυαλό ήταν μια δικαίωση για την περηφάνια που πάντα ένοιωθαν για την διωκόμενη απ′ το σύστημα αλλά ποτέ νικημένη ελληνικότητά τους.
Στο δικό τους το μυαλό ήταν μια μεγαλειώδης ήττα του σταλινισμού και ταυτόχρονα μια μεγαλειώδης νίκη του ελληνισμού. Μπορεί οι ελπίδες και οι ιδεοληψίες τους να μην είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα αλλά αυτή η νίκη τους έδωσε κουράγιο και πίστη πως μπορεί μια μέρα να πέσει ο κόκκινος φασισμός, όπως έπεσε η κραταιά ΕΣΣΔ στο παρκέ του ΣΕΦ.
Την επόμενη μέρα θα πήγαιναν να εργαστούν για την κοπερατίβα και τα βλέμματα θα ήταν περίεργα. Μειδιάματα, ψίθυροι και σχολιασμός του αγώνα απ’ την μία και απ’ την άλλη η προσπάθεια του μπριγκαντιέρη να αντιληφθεί αν οι πολιορκημένοι είναι ελεύθεροι.