Αποτελεί κοινή πεποίθηση μεταξύ των καταναλωτών ότι οι φυσικές γεύσεις είναι πιο υγιεινές από τις τεχνητές. Οι ειδικοί ωστόσο εξηγούν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη διαφορά.
Από το ανθρακούχο νερό έως το γιαούρτι και τις σάλτσες για ζυμαρικά, οι «φυσικές γεύσεις» βρίσκονται στις ετικέτες αμέτρητων συσκευασμένων τροφίμων και ποτών.
Στην πραγματικότητα, οι φυσικές γεύσεις είναι το τέταρτο πιο κοινό συστατικό που αναγράφεται στις ετικέτες των συσκευασμένων τροφίμων -μόνο το αλάτι, το νερό και η ζάχαρη εμφανίζονται συχνότερα, σύμφωνα με την οργάνωση Environmental Working Group.
Αλλά τι είναι οι φυσικές γεύσεις και πόσο φυσικές είναι στην πραγματικότητα;
Η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ορίζει τις φυσικές γεύσεις ως ουσίες φυτικής προέλευσης (φρούτα, λαχανικά, μπαχαρικά, βότανα, φλοιούς και ρίζες) ή ζωικής προέλευσης (κρέας, πουλερικά, θαλασσινά, αυγά και γαλακτοκομικά προϊόντα) που έχουν ως βασική λειτουργία να δώσουν γεύση και όχι να καταναλωθούν ως τροφή. Η γεύση μπορεί να εκχυλιστεί μέσω θερμότητας, ζύμωσης, απόσταξης ή άλλων διεργασιών.
«Υπάρχουν μικροσκοπικές χημικές ουσίες που συνθέτουν τις γεύσεις των εν λόγω τροφίμων ή φυσικές ουσίες, όπως για παράδειγμα, η βενζαλδεΰδη», επισημαίνει η διατροφολόγος Άλισον Μπάρκερ στο OpenFit.com. «Η βενζαλδεΰδη βρίσκεται στο τυρί, τα μανιτάρια και τα αμύγδαλα, για να αναφέρουμε μόνο μερικές από τις τροφές και μπορεί να εξαχθεί από αυτές και να χρησιμοποιηθεί για να δώσει γεύση σε άλλα τρόφιμα».
Οι τεχνητές γεύσεις από την άλλη, προέρχονται ως είναι αυτονόητο από συνθετικές πηγές μη βρώσιμες.
«Ένα παράδειγμα είναι η τεχνητή γεύση βανίλιας, της οποίας η κύρια συστατική ένωση είναι η [συνθετική] βανιλλίνη, σε αντίθεση με τη φυτική βανίλια που καλλιεργείται στη Μαδαγασκάρη, την Ινδονησία και το Μεξικό», εξηγεί στην αμερικανική έκδοση της HuffPost η καθηγήτρια στη Σχολή Επιστήμης Τροφίμων του Πανεπιστημίου Τσάπμαν, Λίλιαν Γουέρ.
Είναι πιο υγιεινές οι φυσικές γεύσεις από τις τεχνητές;
Όχι απαραίτητα. Πρώτον, τόσο οι φυσικές όσο και οι τεχνητές γεύσεις παράγονται στα εργαστήρια από ειδικούς χημικούς. Οι φυσικές και τεχνητές εκδόσεις της ίδιας γεύσης μπορούν να είναι σχεδόν ίδιες και όσον αφορά τη χημική σύνθεση -η μόνη διαφορά είναι η πηγή.
Οι φυσικές γεύσεις μπορεί επίσης να περιέχουν συνθετικά συντηρητικά, γαλακτωματοποιητές, διαλύτες και άλλα πρόσθετα. Συνεπώς, όσον αφορά την υγεία του καταναλωτή δεν υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ των δύο. Ωστόσο, οι περισσότερες εταιρείες τροφίμων επιλέγουν τις φυσικές γεύσεις, παρόλο που το κόστος είναι υψηλότερο και η προμήθεια φυσικών συστατικών μπορεί να εγείρει περιβαλλοντικά ζητήματα.
Όλα είναι ζήτημα μάρκετινγκ, κατά τον Τσαρλς Πλάτκιν, εκτελεστικό διευθυντή του Hunter College New York City Food Policy Center. Οι καταναλωτές προτιμούν να βλέπουν την ένδειξη «φυσική γεύση» στην ετικέτα, επειδή θεωρούν ότι αγοράζουν ένα ανώτερης ποιότητας, πιο υγιεινό προϊόν. Στην πραγματικότητα, κατά τον ίδιον, αυτό μπορεί να μην ισχύει.
«Πολλά από αυτά τα προϊόντα θεωρούνται εξ ορισμού υγιεινά, γεγονός που κατ′ αρχήν με προβληματίζει», σημειώνει ο Πλάτκιν.
Τελικά, πόσο ασφαλείς είναι για τον καταναλωτή οι φυσικές γεύσεις;
Επειδή τα επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά περιέχουν πολύ μικρές ποσότητες αρωματικών ουσιών, οι ειδικοί δεν θεωρούν ότι τα συστατικά αυτά αποτελούν μείζον πρόβλημα για την υγεία.
«Τα πρόσθετα γεύσης κατά κανόνα δεν χρησιμοποιούνται σε υψηλές συγκεντρώσεις. Και ανακαλώντας τη βασική αρχή της τοξικολογίας, η ‘δόση είναι που κάνει το δηλητήριο’», προσθέτει ο Πλάτκιν.
Η FDA απαιτεί από τους κατασκευαστές τροφίμων να αναγράφουν στις ετικέτες τα θρεπτικά συστατικά ενός προϊόντος, δεν τους υποχρεώνει όμως, να κάνουν το ίδιο και για τα αντίστοιχα της γεύσης.
Οι «φυσικές γεύσεις» αναφέρονται ως ένα από τα συστατικά στη συσκευασία, αλλά το πραγματικό μείγμα μπορεί να περιέχει δεκάδες χημικά.
Το αμερικανικό Κέντρο για τη Δημόσια Ακεραιότητα (Center for Public Integrity) στην Ουάσιγκτον -που ειδικεύεται στην ερευνητική δημοσιογραφία και έχει βραβευθεί με Πούλιτζερ- είχε επικοινωνήσει το 2015 με εταιρείες οι οποίες κατασκευάζουν πρόσθετα γεύσης, ζητώντας στοιχεία σχετικά με τα συστατικά και τα πρότυπα ασφάλειας. Οι περισσότερες αρνήθηκαν να σχολιάσουν ή αγνόησαν το αίτημα και η μοναδική εταιρεία που απάντησε δήλωσε ότι πρόκειται για «επιχειρηματικές πληροφορίες» που αποτελούν ιδιοκτησία της.
Οργανώσεις στις ΗΠΑ ζητούν περισσότερη διαφάνεια από τους κατασκευαστές ως προς τα ακριβή συστατικά των γεύσεων, ώστε οι καταναλωτές να είναι επαρκώς ενημερωμένοι.
Με μία εξαίρεση: Οι εταιρείες είναι υποχρεωμένες να αναφέρουν εάν οι «φυσικές γεύσεις» στο προϊόν τους περιέχουν ένα από τα οκτώ βασικά αλλεργιογόνα: γάλα, αυγά, ψάρια, οστρακοειδή, ξηρούς καρπούς, φιστίκια, σιτάρι ή σόγια. Αλλά εάν κάποιος υποφέρει από λιγότερο συνηθισμένες τροφικές αλλεργίες, αυτό θα μπορούσε να είναι πρόβλημα, σύμφωνα με τη διαιτολόγο Στέφανι Σάσος. «Εάν δεν αναγράφεται στο προϊόν, τότε πρέπει ο καταναλωτής να επικοινωνήσει με την εταιρεία και να ρωτήσει εάν οι φυσικές γεύσεις στο προϊόν περιέχουν το αλλεργιογόνο που προκαλεί αντίδραση στον οργανισμό του».
Η Σάσος επισημαίνει ωστόσο ότι η υπερβολική κατανάλωση πρόσθετων σακχάρων και υπερβολικών ποσοτήτων νατρίου (αλάτι) σε μεταποιημένα τρόφιμα είναι πολύ πιο σοβαρό ζήτημα από τα πρόσθετα γεύσης.