H ιρανική πυραυλική επίθεση κατά βάσεων αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ την Τετάρτη μπορεί να μη φαίνεται να προκάλεσε θανάτους ή τραυματισμούς, ωστόσο επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα του πυραυλικού οπλοστασίου της Τεχεράνης- έναν σημαντικό «πονοκέφαλο» για τις χώρες της περιοχής, μα και της Δύσης.
Σύμφωνα με το Missile Threat του Center for Strategic & International Studies- CSIS, το Ιράν διαθέτει το μεγαλύτερο και πιο πολύπλευρο πυραυλικό οπλοστάσιο στη Μέση Ανατολή, με «χιλιάδες» βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους cruise, μικρής και μέσης εμβέλειας, ικανούς να πλήξουν στόχους μέχρι και στο Ισραήλ και τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, το Ιράν δουλεύει πάνω σε διαστημική τεχνολογία, η οποία θα του επέτρεπε δυνάμει να αναπτύξει διηπειρωτικούς πυραύλους, που έχουν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια- ικανών να πλήξουν ίσως και στόχους στις ίδιες τις ΗΠΑ (ωστόσο το Ιράν, αντίθετα με τη Βόρεια Κορέα, δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα).
Το πρόγραμμα πυραύλων μακράς εμβέλειας του Ιράν φαίνεται να «πάγωσε» στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό του πρόγραμμα, ωστόσο δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως ίσως να υπήρξε επανεκκίνηση λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον της συγκεκριμένης συμφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι πολλοί στόχοι στη Μέση Ανατολή βρίσκονται σχετικά εύκολα εντός εμβέλειας των ιρανικών πυραύλων – και, δεδομένου πως, ακόμα και αν ένας πύραυλος δεν ιδιαίτερα προηγμένος, η αναχαίτισή του είναι δύσκολη υπόθεση, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στην περιοχή έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα της αντιπυραυλικής άμυνας- με τις ΗΠΑ να αποστέλλουν συστήματα Patriot, το Ισραήλ να αναπτύσσει δικά του αντιπυραυλικά συστήματα κ.α.
Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται εύκολα αντιληπτό πως, ανεξαρτήτως των κατά καιρούς εξαγγελιών από πλευράς του Ιράν για τις δυνατότητες των οπλικών του συστημάτων (που κατά κανόνα αντιμετωπίζονται ως εσκεμμένα υπερβολικές από τους Δυτικούς αναλυτές), δεν είναι απαραίτητο ένας πύραυλος να είναι ιδιαίτερα προηγμένος για να προκαλέσει ζημιά – ειδικά εάν υπάρχουν μεγάλοι αριθμοί, που καθιστούν δυνατές επιθέσεις κορεσμού (όπου ο φόρτος για ένα δίκτυο αντιπυραυλικής άμυνας να είναι απλά πολύ μεγάλος για να μπορεί να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά- με λίγα λόγια είναι αυτό που έχει ειπωθεί ότι «η ποσότητα έχει από μόνη της μια ποιότητα»).
Ακολουθεί γράφημα του CSIS σχετικά με το πυραυλικό οπλοστάσιο του Ιράν- καθώς και λεπτομερέστερη ανάλυση εδώ.
Γιατί το Ιράν επένδυσε τόσο πολύ στους πυραύλους;
Η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή του από τις δυτικές πηγές εξοπλισμών του, κάτι που έκανε ιδιαίτερα δύσκολα τα πράγματα κατά τον πολυετή πόλεμο με το Ιράν. Ως εκ τούτου, η χώρα αναγκαστικά έπρεπε να καταστεί αυτάρκης από άποψης στρατιωτικών εξοπλισμών, και για αυτό ανέπτυξε εγχώρια βιομηχανία.
Παρά τις προαναφερθείσες μεγαλόστομες εξαγγελίες, σε μεγάλο βαθμό τα εγχώριας προέλευσης οπλικά συστήματα του Ιράν βασίζονται σε παλαιά δυτικής προέλευσης συστήματα, οπότε πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως είναι μάλλον παρωχημένα- και αυτό θεωρείται πως ισχύει ιδιαίτερα στον τομέα της αεροπορίας, όπου το Ιράν (εκτιμάται ότι) υστερεί σημαντικά απέναντι σε σύγχρονες αντίπαλες πολεμικές αεροπορίες της περιοχής, όπως του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.
Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου πυραυλικού οπλοστασίου, προκειμένου η χώρα να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί στρατηγικά πλήγματα και να αποτελεί υπολογίσιμη απειλή στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό από μόνο του αποτελεί ισχυρό μέσον αποτροπής απέναντι σε πιθανούς αντιπάλους στην περιοχή- κάτι που ήταν απαραίτητο για την ιρανική ηγεσία, δεδομένων των οδυνηρών μαθημάτων και βιωμάτων από τον πολυετή πόλεμο με το Ιράκ, και δεδομένου ότι το Ιράν έχει απέναντί του χώρες του Περσικού Κόλπου- συμμάχους των ΗΠΑ, με πρόσβαση σε αμερικανικές τεχνολογίες, και το Ισραήλ το οποίο διαθέτει τόσο πανίσχυρη αεροπορία όσο προηγμένους πυραύλους και πυρηνικό οπλοστάσιο.
Το απόλυτο μέσον αποτρεπτικής ισχύος, ως γνωστόν, είναι τα πυρηνικά όπλα, λόγω του αποκαλούμενου MAD (Mutually Assured Destruction- αμοιβαία καταστροφή) και ως εκ τούτου, από την οπτική της Τεχεράνης (παρά τις διαβεβαιώσεις περί ειρηνικού χαρακτήρα του πυρηνικού της προγράμματος), η δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου θα αποτελούσε λύση για το πρόβλημα ασφαλείας της- ωστόσο η πορεία προς την απόκτησή του είναι μακρά, δαπανηρή και εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους, υπό τη μορφή προληπτικών πληγμάτων, πολιτικού και οικονομικού «στραγγαλισμού» κ.α. και αυτός είναι ο λόγος που οδήγησε εν τέλει στην υπογραφή της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας.
Με την πυρηνική επιλογή να μην υφίσταται/ βρίσκεται μακριά για την Τεχεράνη, η αμέσως επόμενη επιλογή είναι η απόκτηση ενός μεγάλου πυραυλικού οπλοστασίου, τόσο ως μέσου αποτροπής, όσο και ως μέσου προβολής ισχύος (ακόμα και χωρίς πυρηνικά όπλα- επίσης αξίζει να θυμόμαστε πως δεν υπάρχει ακριβώς τρόπος να είναι κάποιος σίγουρος τι είδους κεφαλή φέρει ένας βαλλιστικός πύραυλος που έχει εκτοξευτεί εναντίον του...).
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται πως οι ιρανικοί πύραυλοι είναι μάλλον ανακριβή όπλα- ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να υποτιμάται ο κίνδυνος που αποτελούν μαζικές εκτοξεύσεις μεγάλων αριθμών πυραύλων, καθώς η ψυχολογική/ αποτρεπτική επίδραση που έχει η (έστω και θεωρητική) δυνατότητα της Τεχεράνης να (επιχειρήσει να) χτυπήσει όπου επιθυμεί στην ευρύτερη περιοχή.
Ακόμη, όπως φάνηκε πρόσφατα από τις επιθέσεις εναντίον των εγκαταστάσεων της Saudi Aramco στη Σαουδική Αραβία (η Τεχεράνη αρνείται την ευθύνη, ωστόσο οι ΗΠΑ και η Σ. Αραβία κατηγορούν το Ιράν), ακόμα και προηγμένες σύγχρονες αντιπυραυλικές άμυνες δεν μπορούν να εγγυηθούν προστασία απέναντι σε «ασύμμετρες» απειλές όπως drones και πύραυλοι cruise που ίπτανται χαμηλά- οπότε και δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος τι ακριβώς και τι μπορεί να χτυπήσει το Ιράν (μια αβεβαιότητα την οποία η Τεχεράνη επιδιώκει να καλλιεργεί).