Αν κάτι θα τεθεί σε κίνδυνο και θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης την επόμενη της πανδημίας ημέρα, μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε δεδομένα, είναι σίγουρα και τα εργασιακά μας δικαιώματα. Κι αυτό δεν είναι μια απαισιόδοξη και αυθαίρετη πρόβλεψη, αλλά ένα συμπέρασμα που προκύπτει αν μελετήσει κανείς όλα όσα εκτυλίχθηκαν τον τελευταίο τουλάχιστον μήνα σε δεκάδες κλάδους.
Οι εργασιακές σχέσεις άλλωστε, ήταν ανέκαθεν από τα αγαθά που βρίσκονταν πρώτα στο απόσπασμα σε περιόδους κρίσης. Οι εργαζόμενοι ήταν επίσης πάντα εκείνοι που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, ώστε να προστατέψουν τα αυτονόητα δικαιώματά τους και να εμποδίσουν την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Το ίδιο λογικά θα συμβεί και τώρα.
Η Ελλάδα, η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίχως Φορέα Εκτίμησης και Ασφάλισης Επαγγελματικών Ασθενειών και Εργατικών Ατυχημάτων, η ύπαρξη του οποίου θα ήταν ζωτικής σημασίας ειδικά στην εποχή μας, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης, είναι σήμερα αντιμέτωποι με το μεγαλύτερο στοίχημα. Την διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων και την δέσμευση πως κανένας άνθρωπος δεν θα είναι μόνος του στο εργασιακό τοπίο της επόμενης μέρας. Και η ανάγκη για όλα αυτά είναι επιτακτική.
Για το θέμα, η HuffPost συζήτησε διεξοδικά με τρεις ανθρώπους που κατά την διάρκεια της επαγγελματικής τους πορείας, δραστηριοποιούνται ενεργά και γνωρίζουν εκ των έσω βασικά ζητήματα σχετικά με την εργασία και τα δικαιώματα που την συνοδεύουν.
Ο κ. Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ, η κ. Χρύσα Αντωνοπούλου, δικηγόρος Αθηνών, LLM πολιτικής δικονομίας, που ασχολείται ιδιαιτέρως με τα εργασιακά ζητήματα και ο κ. Παναγιώτης Κορφιάτης, πρώην ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και μέλος του τμήματος του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας απαντούν στα ερωτήματα που τους θέσαμε. Να σημειωθεί ότι για το ρεπορτάζ προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε και με την νυν διοίκηση του ΣΕΠΕ, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα.
Ποιες είναι οι προκλήσεις της επόμενης μέρας στην εργασία
«Το μέλλον στην αγορά εργασίας είναι δύσκολο. Αναμένουμε κύμα απολύσεων, εργοδοτικών αυθαιρεσιών μικρών και μεγάλων εργοδοτών, εκτίναξη των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας. Ήδη εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν μείνει χωρίς κοινωνική προστασία και διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο από την καταστροφική πανδημία και τις οικονομικές επιπτώσεις αυτής της κρίσης», σχολιάζει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
«Η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα έφεραν στο προσκήνιο την τηλεργασία, την απομακρυσμένη και ανέλεγκτη απασχόληση δηλαδή. Αυτό από μόνο του είναι ένα δεδομένο, ένα τεράστιο κεφάλαιο μετασχηματισμού του εργασιακού τοπίου. Εμπεριέχει αρκετά θετικά στοιχεία, εφόσον μια τέτοια εργασία διευκολύνει τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, εμπεριέχει όμως και πληθώρα κινδύνων, καθώς αυτού του είδους η εργασία είναι παντελώς αρρύθμιστη και ανέλεγκτη στη χώρα μας.
Για παράδειγμα ένας τηλεργαζόμενος, μια τηλεργαζόμενη μπορεί να προσληφθεί για 4ωρη απασχόληση και υπό την πίεση του εργοδότη να απασχολείται για 8,10 ή και παραπάνω ώρες ημερησίως με συνθήκες εντατικοποίησης. Αυτοί οι εργαζόμενοι πώς προστατεύονται; Με ποιο τρόπο καταγράφεται και ελέγχεται ο πραγματικός χρόνος απασχόλησης; Πώς προστατεύονται τα προσωπικά του δεδομένα όταν κάτω από συνθήκες εξαναγκασμού ο εργοδότης εισέρχεται βίαια στο οικογενειακό περιβάλλον μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, απαιτώντας τηλεδιασκέψεις και τηλεελέγχους για την πορεία ενός project από τον/την εργαζόμενο/η; Όλα αυτά είναι ζητήματα που απαιτούν ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο», συμπληρώνει.
«Η κρίση του Covid-19, πέραν των υγειονομικών προεκτάσεων, θα έχει άμεσα στο μέλλον, όπως ήδη έχει διαφανεί βαθύτατες και οξύτατες οικονομικές συνέπειες, εγκαινιάζοντας την απαρχή μιας νέας- ίσως της πιο βαθιάς μέχρι σήμερα από το 1928, αλλά και της πιο δριμείας-οικονομικής κρίσης», επισημαίνει η κ. Αντωνοπούλου.
«Στην περίοδο που διανύουμε κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για δικαιώματα, σε κάθε έκφανση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, καθώς αυτά περιστέλλονται, προκειμένης της προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, στο οποίο κάθε οικονομική δραστηριότητα άμεσα, με μέσα κρατικής επιβολής, ή έμμεσα, λόγω της γενικότερης κατάστασης, έχει ανασχεθεί, η εργοδοτική πλευρά επικαλείται την οικονομική κατάρρευση-και εύλογα πολλές φορές- για να δικαιολογήσει την μη τήρηση του εργατικού δικαίου.
Είδαμε, άλλωστε, ότι με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου καθιερώθηκε (με τον πλέον ευρύ τρόπο) η εκ περιτροπής εργασία, η τηλεργασία, η αναστολή των σχέσεων εργασίας, αλλά και σε περιπτώσεις εταιρειών που προσφέρουν είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα σούπερ μάρκετ, το διευρυμένο ωράριο, η καθιέρωση υπερωριακού συστήματος εργασίας χωρίς διατυπώσεις, εργασία και την Κυριακή κ.α.
Όπως καθίσταται σαφές, εντός μιας τέτοιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης το να ομιλούμε για εργατικό δίκαιο και κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων μοιάζει ουτοπικό, σε κοινωνίες όπου διαφαίνεται η τάση να επικρατήσει πλέον «ο νόμος της ζούγκλας». Μοναδικό μέσο προστασίας είναι το κράτος, υπό την μορφή επιβολής καταναγκασμού, αλλά και προληπτικής και κατασταλτικής προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, ούτως ώστε να αποφευχθεί η ανωτέρω συνέπεια. Από τις 20.03.2020 με την έκδοση της ΠΝΠ 68/2020, προβλέφθηκε για παράδειγμα η απαγόρευση απολύσεων κατά την διάρκεια ισχύος των εκτάκτων μέτρων, και μάλιστα επιφυλάχθηκε ακυρότητα τυχόν καταγγελιών. Παρά ταύτα, ακούστηκαν έντονα περιπτώσεις εργαζομένων που “απολύθηκαν” για παράδειγμα με γραπτό μήνυμα στο κινητό τους. Η τακτική αυτή, ανεξάρτητα από την παρανομία της, είναι ενδεικτική της κατάστασης, αλλά και προάγγελος του τι θα ακολουθήσει», εκτιμά η ίδια.
«Σίγουρα η επόμενη ημέρα θα είναι πολύ διαφορετική. Η έκταση των επιπτώσεων της πανδημίας αλλά κυρίως οι βασικές επιλογές της κυβέρνησης σε σχέση με τα εργασιακά δείχνουν ότι πάμε σε μια περίοδο ανατροπών ανάλογη της περιόδου 2010-14. Με την διαφορά ότι εδώ η αφετηρία είναι από ένα πολύ χαμηλότερο σημείο δικαιωμάτων και μισθών.
Τρεις είναι οι βασικές τάσεις: Πρώτον, η έκρηξη της ανεργίας, ειδικά λαμβάνοντας υπόψιν το πόσο πλήττονται κλάδοι όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Δεύτερον, η πίεση για επαναδιαπραγμάτευση των μισθών και των δικαιωμάτων όσων συνεχίζουν να εργάζονται.
Τρίτον, η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και των μορφών επισφαλούς απασχόλησης, όπως η εργολαβοποίηση που δημιουργούν στην ουσία εργαζόμενους δεύτερης κατηγορίας», αναφέρει ο κ. Κορφιάτης.
“Το στοίχημα για το συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα είναι να επινοήσει νέες στρατηγικές, που θα το αναδείξουν ως συλλογικό υποκείμενο ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας”
Ποια είναι η στάση που θα κρατήσουν τα συνδικάτα
Το ερώτημα για τις επόμενες διεκδικήσεις των συνδικάτων θέσαμε στον εκπρόσωπο της Συνομοσπονδίας. «Η ΓΣΕΕ και το οργανωμένο δημοκρατικό συνδικαλιστικό Κίνημα είναι σε εγρήγορση σε όλη την επικράτεια για την αντιμετώπιση των εργοδοτικών και καταναλωτικών αυθαιρεσιών. Επίσης τα ελληνικά συνδικάτα βρίσκονται ήδη σε διαδικασία προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Πριν από 1,5 χρόνο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό μας για τον εκσυγχρονισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, για την χρήση σύγχρονων εργαλείων στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας. Ακόμα και για το recruiting νέων μελών που πρέπει να αλλάξει, να ξεφύγει αν θέλουμε να προσελκύσουμε ανθρώπους που εργάζονται εκτός παραδοσιακών χώρων εργασίας σε ψηφιακές πλατφόρμες. Αυτή η συζήτηση διεκόπη εξαιτίας των γνωστών βίαιων γεγονότων που εμπόδιζαν την ανάδειξη διοίκησης στη ΓΣΕΕ για ένα περίπου χρόνο. Ευτυχώς τον περασμένο Φεβρουάριο ξεπεράστηκαν τα όποια προβλήματα και συνεχίζουμε την προσπάθεια μετασχηματισμού των συνδικάτων», τονίζει ο ίδιος.
«Το στοίχημα για το συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα είναι να επινοήσει νέες στρατηγικές, που θα το αναδείξουν ως συλλογικό υποκείμενο ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η πρόκληση αυτή είναι ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Σε μια εποχή που οι αλλαγές στην τεχνολογία είναι θεαματικές, και ειδικότερα στον τομέα της τεχνολογίας των επικοινωνιών, η αντιμετώπιση κατά μέτωπο της αλήθειας και η γνώση της ιστορίας είναι όπλα για την εξέλιξη.
Και το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει, και το κάνει ήδη, να προβεί στην ειλικρινή του αυτοκριτική. Το πολιτικό ερώτημα που πλανάται είναι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εποχής, με ποιον τρόπο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα μπορέσουν να μετασχηματίσουν τον κίνδυνο πολιτικής οκνηρίας και εφησυχασμού σε συσπείρωση και ενεργητική συμμετοχή μέσα σε μια κοινωνία των πολιτών με γρήγορα συλλογικά αντανακλαστικά και αλληλέγγυα δράση. Η συλλογική δράση είναι όπλο και δύναμη γι’ αυτό φοβίζει τη δύναμη του κεφαλαίου, που φάνηκε πόσο ευκαιριακή είναι μέσα στην κρίση της πανδημίας», καταλήγει ο εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ.
Τι αφορούν οι καταγγελίες που έχουν ήδη γίνει
Η θέση της Ελλάδας ωστόσο, όσον αφορά την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, και πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, δεν ήταν η καλύτερη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου κι αυτό είναι κάτι που μαρτυρούν δεκάδες μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα.
«Σαφώς, οι άνθρωποι που βίωσαν την οικονομική κρίση στο ελληνικό έδαφος, είναι οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι. Την προηγούμενη περίοδο κατακρημνίστηκαν εργατικά δικαιώματα και συλλογικό δίκαιο. Αυτή την περίοδο η ΓΣΕΕ έχει συγκροτήσει μια Ομάδα Πληροφόρησης και Υποστήριξης Εργαζόμενων την γνωστή ως ομάδα ΑΝΤΙ-COVID-19, η οποία υποστηρίζει μια πλατφόρμα που είναι σε πλήρη λειτουργία, απαντώντας με κάθε πρόσφορο τρόπο στα ερωτήματα των εργαζομένων. Εκεί υποδεχόμαστε πληθώρα καταγγελιών και πραγματικά κάθε φορά μας εκπλήσσει η εργοδοτική ευρηματικότητα στην αυθαιρεσία και την παραβατικότητα.
Δεκάδες οι καταγγελίες για εργοδότες που υποχρεώνουν εργαζόμενους να απασχοληθούν ενώ βρίσκονται σε αναστολή και έχουν λάβει τα 800€, καταγγελίες για εργοδότες που δεν χορηγούν τις άδειες ειδικού σκοπού, που εξωθούν σε παραιτήσεις εργαζόμενους, που μετατρέπουν συμβάσεις πλήρους απασχόλησης σε μερικής ή εκ περιτροπής, που απασχολούν εξοντωτικά ωράρια τους εργαζόμενους με εργασία υποδηλωμένη, που παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα του προσωπικού τους, που τους ζητούν να βάλουν στο «μαύρο» ταμείο του εργοδότη την κρατική ενίσχυση των 800€ και πλήθος άλλων αυθαιρεσιών», υπογραμμίζει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
«Είναι πολλοί αυτοί που έχουν απευθυνθεί σε εμένα προσωπικά για ζητήματα που αφορούν αναστολή των συμβάσεων εργασίας τους ή εκ περιτροπής εργασία ή (παράνομες) απολύσεις ή για επιβολή υπερωριών ή εργασίας την Κυριακή, π.χ. σε εργαζόμενους στους τομείς τροφίμων. Στο στάδιο αυτό οι όποιες προσπάθειες βοήθειας αφορούσαν κυρίως συμβουλές, αλλά και ενημέρωση για το τι ακριβώς δικαιούνται σε κάθε περίπτωση, δεδομένου και του φόβου και της επιφυλακτικότητας του κόσμου για τα όσα συμβαίνουν. Γίνονται φυσικά προσπάθειες μέσω των σωματείων σε μεγάλες επιχειρήσεις να βοηθήσουν τον κόσμο, όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι εφικτό», σχολιάζει από την πλευρά της η κ. Αντωνοπούλου.
“Η εκτίμηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κάνει λόγο για απώλεια του 6,7% των ωρών εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο στο β’ τρίμηνο του 2020 κάτι που ισοδυναμεί με 195 εκ. θέσεις εργασίας”
Υπάρχει κίνδυνος οι έκτακτες ρυθμίσεις να διατηρηθούν και μετά το πέρας της πανδημίας;
«Πολύ φοβάμαι ότι κάποιες ρυθμίσεις, για να μην πω όλες, θα μείνουν για πάντα. Το είδαμε και την περίοδο των μνημονίων. Εισήχθησαν δυσμενείς διατάξεις για τους εργαζόμενους, στο πλαίσιο σκληρών προγραμμάτων αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και στην πορεία σχεδόν τίποτε δεν αποσύρθηκε. Οι περισσότερες εκ των αντεργατικών διατάξεων παραμένουν και αξιοποιούνται στο έπακρο από την εργοδοσία. Έτσι και τώρα, μέρα με την μέρα διαπιστώνουμε ότι κάποια μέτρα δεν έχουν καμία απολύτως χρησιμότητα αυτή την περίοδο και ουδεμία σχέση έχουν με λειτουργούσες επιχειρήσεις. Απλά προετοιμάζουν το έδαφος για μετά την πανδημία περίοδο», απαντά στο ερώτημα ο εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ.
«Εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε σούπερ μάρκετ, κούριερ, ντελίβερι, φούρνους, μανάβικα, άνδρες και γυναίκες τεχνικοί τηλεπικοινωνιών και ΙΤ, τηλεφωνικών κέντρων, εταιρειών logistic, κ.λ.π μας καταγγέλλουν ότι απασχολούνται εξαντλητικά και απλήρωτα ωράρια. Μεγάλο μέρος των εργοδοτών δεν δηλώνουν και δεν πληρώνουν την υπερεργασία και την υπερωρία, τα κομμένα ρεπό, τις αλλαγές βαρδιών, τη νυχτερινή απασχόληση ή την απασχόληση για ημέρα Κυριακή ή αργία», συμπληρώνει.
Η κ. Αντωνοπούλου αναφέρει σχετικά: «Προσωπικά θεωρώ ότι το προσεχές διάστημα θα έρθουμε αντιμέτωποι με μέτρα ποιοτικής χαλάρωσης προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου, κυρίως αναφορικά με τον τρόπο επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, δικαιώματος αναστολής σχέσεων εργασίας, στον τομέα των απολύσεων και σε άλλους τέτοιους τομείς, στους οποίους είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ανάγκη λήψης τέτοιων μέτρων θα παρουσιαστεί ως αναγκαίο όρο για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας, σε συνθήκες κρίσης. Είναι ωστόσο ακόμα νωρίς.
Μένει να δούμε το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση μετά την επαναφορά σε ρυθμούς εργασίας και λειτουργίας των χώρων εργασίας, ώστε να διαπιστώσουμε στην πράξη αν θα υπάρχουν παραβάσεις του εργατικού δικαίου και σε τι βαθμό και ένταση».
«Για μια επόμενη μέρα πραγματικά βιώσιμη για τους εργαζόμενους αυτό που απαιτείται είναι να αντιμετωπιστεί η εργασία σαν ο βασικός συντελεστής της ανάκαμψης. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και για ένα ικανό χρονικό διάστημα οι θέσεις και οι όροι εργασίας θα είναι εγγυημένοι ενώ χρειάζεται μια ραγδαία επέκταση των ενισχύσεων σε κατηγορίες εργαζομένων που δεν θα μπορέσουν να δουλέψουν την επομένη περίοδο, όπως οι εποχικά απασχολούμενοι. Επιπλέον, σε μια περίοδο σημαντικής και αναγκαίας στήριξης σε επιχειρήσεις επιβάλλεται να συνδεθεί η στήριξη αυτή με μια ρήτρα απασχόλησης ικανή να διασφαλίσει σε βάθος χρόνου τo επίπεδο απασχόλησης και μισθών. Τέλος περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία η ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών», σημειώνει ο πρώην ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ.
Πώς ο εργαζόμενος μπορεί να θωρακιστεί απέναντι στην ανασφάλεια που δημιουργείται
Τα νέα που μας μεταφέρει ο κ. Καραγεωργόπουλος αναφορικά με την δραστηριοποίηση των πολιτών το διάστημα αυτό έχουν θετικό πρόσημο. «Πιστέψτε ότι αυτή την περίοδο διαπιστώνουμε μια έκρηξη εγγραφών νέων μελών στα συνδικάτα. Όσα συνδικάτα έχουμε προσαρμόσει τα καταστατικά και έχουμε παρουσία μέσα από ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και ειδικότερα στα social media, γινόμαστε αποδέκτες εκατοντάδων αιτημάτων ένταξης στους κόλπους μας από μεμονωμένους εργαζόμενους.
Τυγχάνει, πέραν της εκλογής μου στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, να έχω ενεργό συμμετοχή και σε ένα από τα μεγαλύτερα πρωτοβάθμια σωματεία της χώρας, το Σύλλογο Ιδιωτικών Υπαλλήλων “Η ΕΝΩΣΗ”. Πρόκειται για ένα σωματείο που αυτή τη στιγμή αριθμεί 6500 περίπου ενεργά μέλη, 36 παραρτήματα σε μεγάλες πόλεις και μετρά πάνω από 127 χρόνια από την ίδρυση του. Τα τελευταία χρόνια “Η ΕΝΩΣΗ” τροποποίησε το καταστατικό της και μπήκε δυναμικά στην ψηφιακή εποχή.
Την περίοδο μόνο της κρίσης του κορονοϊού δεχθήκαμε 723 νέες αιτήσεις εγγραφής σε μόλις 40 ημέρες. Και όλοι μας βρήκαν μέσα από το διαδίκτυο, αναζητώντας θέματα εργασιακού ενδιαφέροντος. Οι εργαζόμενοι το μόνο που ζητούν από τα συνδικάτα είναι να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης και εχεμύθειας. Να ξέρουν ότι δεν θα τους κοροϊδέψεις, ότι θα ασχοληθείς με το πρόβλημά τους και ότι δεν θα υπάρξει “διαρροή” της επαφής τους στην εργοδοσία», λέει χαρακτηριστικά.
Από την δική του πλευρά ο κ. Κορφιάτης αναφέρει τα εξής: «Την περίοδο αυτή έγινε φανερό πόσο σημαντικός είναι ο κόσμος της εργασίας. Το νοσηλευτικό προσωπικό, οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ, οι ντελίβερι και οι κούριερ κράτησαν την κοινωνία όρθια. Ακριβώς όπως δουλεύουν σε τόσο δύσκολες συνθήκες, οι άνθρωποι αυτοί έχουν το δικαίωμα να διεκδικούν. Η κοινωνική ωριμότητα και η αλληλεγγύη, που επέδειξε η κοινωνική πλειοψηφία δείχνουν ότι συνεχίζουμε να έχουμε την δυνατότητα να σκεφτούμε συλλογικά. Μπορούμε λοιπόν να έχουμε εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους ότι είναι ικανοί να ενσωματώσουν την διάσταση της προστασίας από την πανδημία στον τρόπο που δρουν και οργανώνονται».
Yπάρχουν προβλέψεις για ελέγχους που πρέπει να γίνουν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία στην δουλειά;
«Εν μέσω διεθνούς συναγερμού για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού αποκαλύφθηκαν περίτρανα τα κενά στα μέτρα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων όπου και εάν απασχολούνται, στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, στην ξηρά, στον αέρα ή στη θάλασσα. Δυστυχώς παραμένουμε η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίχως Φορέα Εκτίμησης και Ασφάλισης Επαγγελματικών Ασθενειών και Εργατικών Ατυχημάτων. Σήμερα, υπό την απειλή του κορονοϊού είναι καθοριστική, όσο ποτέ άλλοτε για να σωθούν ζωές. Είναι μία τελευταία ευκαιρία για τη δημιουργία της απαραίτητης κουλτούρας και την εφαρμογή των αντίστοιχων κρίσιμων μέτρων και πρακτικών, που δεν πρέπει να χαθεί. Εμείς ως συνδικάτα θα εντατικοποιήσουμε την παρέμβαση και την δράση μας ώστε να εξασφαλισθούν οι μέγιστες δυνατές συνθήκες πρόληψης και ασφάλειας στην εργασία γιατί η ανθρώπινη ζωή είναι ανεκτίμητη και υπεράνω των κερδών. Η υγεία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας είναι για όλους μας αδιαπραγμάτευτη», απαντά ο εκπρόσωπος Τύπου της ΓΣΕΕ.
Υπάρχει κάποια εκτίμηση για το πόσες περίπου θέσεις εργασίας θα χαθούν;
Το ερώτημα καλείται να απαντήσει ο κ. Κορφιάτης. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «η εκτίμηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κάνει λόγο για απώλεια του 6,7% των ωρών εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο στο β’ τρίμηνο του 2020 κάτι που ισοδυναμεί με 195 εκ. θέσεις εργασίας. Προφανώς μια τέτοια εκτίμηση είναι υπό διαρκή αναθεώρηση και σε άμεση συσχέτιση με την εξέλιξη της πανδημίας. Αυτό που είναι δεδομένο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτοφανές κύμα επιπτώσεων στον κόσμο της εργασίας, που αγγίζει σχεδόν το σύνολο των χωρών και συμπυκνώνεται σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Η Ελλάδα για παράδειγμα, έχοντας τουλάχιστον το 1/3 των θέσεων εργασίας σε κλάδους που πλήττονται άμεσα και δραστικά όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο βρίσκεται σε ιδιαιτέρα δύσκολη θέση. Ενδεικτικό είναι ότι πέρυσι στο διάστημα Μαρτίου- Ιουνίου δημιουργήθηκαν συνολικά 290.959 νέες θέσεις εργασίας, το 50,8% από αυτές στον ξενοδοχειακό κλάδο, το 31,3% στην εστίαση και το 8,6% στο λιανικό εμπόριο. Φέτος μόνο για το μήνα Μάρτιο χάθηκαν 41.903 θέσεις εργασίας, κάτι που δημιουργεί εξαιρετικά αρνητικές προοπτικές για τα επίπεδα της ανεργίας».
Η εκ περιτροπής εργασία πόσο ασφαλές μέτρο είναι;
Η δικηγόρος κ. Αντωνοπούλου, διευκρινίζει μερικά κομβικά σημεία όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα. «Καταρχάς, το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας ισχύει εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι δηλαδή “δημιούργημα” της κρίσης του Covid-19. Με τον όρο εννοούμε την απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες ανά εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και ο συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
Η εκ περιτροπής απασχόληση με το ισχύον νομικό πλαίσιο πραγματοποιείται είτε συμβατικά, δηλαδή κατόπιν συμφωνίας εργοδότη και εργαζόμενου, με μόνο περιορισμό την παροχή της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο, είτε επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη. Στην πρώτη περίπτωση της συμφωνημένης εκ περιτροπής απασχόλησης, η οποία μπορεί να συναφθεί είτε πρωτογενώς κατά την σύναψη της εργασίας είτε κατά την διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης πλήρους απασχόλησης με νεώτερη μεταγενέστερη τροποποιητική συμφωνία των μερών, ο νόμος δεν θέτει χρονικούς περιορισμούς σε αυτήν, όπως κάνει στην περίπτωση της μονομερούς επιβολής της.
Ουσιαστικά δηλαδή παρέχεται στον εργοδότη, στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος, η δυνατότητα εφόσον υπάρχει περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση, με συγκεκριμένους όρους και χρονική διάρκεια.
Προϋποθέσεις για αυτό είναι ο περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, η ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζόμενους ή τους εκπροσώπους τους, χωρίς να απαιτείται να καταλήξουν σε συμφωνία (οπότε η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη), η διάρκεια της να μην υπερβαίνει τους 9 μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και η απόφαση του εργοδότη ή η συμφωνία να κοινοποιηθεί στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
Η επιλογή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, άλλωστε, έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, αλλά ότι (κατά περίσταση φυσικά) επιβάλλεται από λόγους οικονομικοτεχνικούς σε μια επιχείρηση και κατά συνέπεια είναι ένα αναγκαίο μέτρο, προκειμένης της διασφάλισης τόσο των θέσεων εργασίας, όσο και της λειτουργίας της επιχείρησης.
Τα ανωτέρω ισχύουν και όλο αυτό το διάστημα, με την επιβολή του μέτρου της εκ περιτροπής απασχόλησης σε όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, που συνεχίζουν τη λειτουργία τους, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και κατόπιν της λήψης μέτρων από την κυβέρνηση. Το θέμα είναι βέβαια τι θα γίνει την επόμενη μέρα, μετά την άρση των μέτρων. Όπως καθίσταται σαφές, αυτό εξαρτάται από το ποια θα είναι η κατάσταση στην οικονομία και στις επιχειρήσεις φυσικά, αλλά και από το νομικό πλαίσιο που τυχόν θα χρειαστεί να διαμορφωθεί πλέον, δεδομένης της μακροχρόνιας και βαθιάς οικονομικής κρίσης που έρχεται».
“Το εργατικό δίκαιο δεν θα μείνει ανεπηρέαστο, ως κλάδος ραγδαία εξελισσόμενος και διαμορφούμενος πάντα υπό τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς και της κοινωνίας”
Γιατί βρέθηκαν στον αέρα οι εργαζόμενοι που έχουν κάνει επίσχεση εργασίας σε προηγούμενο εργοδότη τους;
Το ερώτημα προκύπτει μετά τις δεκάδες καταγγελίες που έγιναν το διάστημα των έκτακτων μέτρων αναφορικά με τις περιπτώσεις εργαζομένων που είχαν κάνει επίσχεση εργασίας σε προηγούμενο εργοδότη τους, με αποτέλεσμα να φαίνονται ότι είναι στην κατάσταση προσωπικού, ενώ παραμένουν απλήρωτοι επί χρόνια. Όλοι αυτοί δεν έλαβαν το επίδομα των 800 ευρώ.
Το γεγονός επιβεβαιώνει η κ. Αντωνοπούλου. «Ενημερώθηκα ότι πράγματι οι εργαζόμενοι σε επίσχεση δεν έλαβαν την ενίσχυση των 800 ευρώ, ενώ στις αρχές Απριλίου εξεταζόταν από την κυβέρνηση το ενδεχόμενο να ενταχθούν στα μέτρα ενίσχυσης και αυτοί. Ο λόγος, με βάση τα όσα ισχυρίζονται οι κυβερνώντες, είναι ότι οι συγκεκριμένοι εργάζονται πλέον σε άλλον εργοδότη και άρα πληρώνονται, κάτι που όμως δεν είναι η αλήθεια με απόλυτη ακρίβεια, καθώς πολλοί εξ αυτών δεν δουλεύουν αλλού, ενώ και αν εργάζονται, οι επιχειρήσεις τους ενδεχομένως να έχουν κλείσει.
Από όσο ξέρω, δεν έχει γίνει ακόμη σχετική πρόβλεψη για το θέμα αυτό. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει ένα “κενό” για αυτές τις κατηγορίες, όπως βέβαια υπάρχει κενό και για άλλες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι αυτοαπασχολούμενοι ή επιστημονικοί κλάδοι (και ημών των δικηγόρων συμπεριλαμβανομένων) που δεν έχουν λάβει ούτε ένα ευρώ με κλειστές επιχειρήσεις εν τοις πράγμασι από τις 13 Μαρτίου, παρά τις εξαγγελίες περί ενίσχυσής τους. Αναρωτιέται πράγματι κανείς, υπάρχουν κατηγορίες πολιτών-εργαζομένων β’ ή γ’ διαλογής, που δεν δικαιούνται ενίσχυσης σε μία τέτοια συγκυρία;»
Υπάρχει κάποια πρόβλεψη για τις ευπαθείς ομάδες;
Θέτουμε το ερώτημα στον εκπρόσωπο της ΓΣΕΕ. «Όντως οι ευπαθείς ομάδες κινδυνεύουν περισσότερο το διάστημα αυτό. Υπάρχουν συνάδελφοι και συναδέλφισσες που είναι εκτεθειμένοι και ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να προφυλάσσονται στο σπίτι, πρέπει να καταβληθεί η μέγιστη δυνατή προσπάθεια για την άμεση ενεργοποίηση μηχανισμών συντονισμού και υποστήριξης αυτών των εργαζομένων.
Τα εν λόγω άτομα χρήζουν αυξημένης και, κατά το δυνατόν, εξατομικευμένης προστασίας, ιδίως όταν δεν υπάρχει υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον. Ενώ προβλέπονται άδειες και διευκολύνσεις για εργαζομένους που ανήκουν σε καθορισμένες ευπαθείς ομάδες, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που δεν καλύπτονται, ενώ δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις για όσους έχουν να φροντίσουν κατ’ οίκον άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, που αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν ή ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
Επίσης δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις για εργαζόμενες εγκυμονούσες ή καρνινοπαθείς που απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (π.χ. συμβασιούχες με συμβάσεις μίσθωσης έργου στην καθαριότητα σχολικών κτιρίων), με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να απασχολούνται σε εργασίες με αυξημένο ιικό φορτίο και κίνδυνο για την ίδια τους τη ζωή, επειδή δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη απαλλαγής από τα καθήκοντά τους», απαντά ο ίδιος.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τι πρέπει να γίνει;
«Το επόμενο χρονικό διάστημα θα πρέπει με σοβαρότητα και πραγματισμό να αντιμετωπίσουμε την νέα κατάσταση που θα διαμορφωθεί. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν από κοινού να υποστηριχθούν με την Ευρώπη, όπως π.χ η πρόταση που υποστηρίζει η ΓΣΕΕ και η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων για την αναγκαιότητα εξασφάλισης ρευστότητας προκειμένου μεταξύ άλλων να χρηματοδοτηθούν βραχυπρόθεσμα η αμοιβή της εργασίας, και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, να υποστηριχθεί το εισόδημα όλων των εργαζομένων που χάνουν τη δουλειά τους, να προστατευτούν οι εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης και να καλυφθούν οι σημαντικές δαπάνες δημόσιας υγείας.
Από την άποψη αυτή, πρέπει να στηρίξουν ενεργά στην Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πρωτοβουλίες που εξετάζουν την δυνατότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει απευθείας κρατικά ομόλογα καθώς και την επιλογή μέσων κοινής χρηματοδότησης (πχ έκδοση κορονοομολόγου). Επίσης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει από την δευτερογενή αγορά αμέσως συμφωνημένες εκδόσεις ομολόγων (για την υγειονομική κρίση αλλά και για την επανεκκίνηση των οικονομιών)», συνοψίζει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
Μήπως είναι η ώρα για την συγκρότηση ενός νέου εργατικού δικαίου;
«Η εισήγηση για την διαμόρφωση ενός νέου εργατικού δικαίου, ενός πλαισίου κανόνων δηλαδή που θα ανταποκρίνεται στη νέα κατάσταση στην οικονομία, είναι κάτι που σίγουρα προωθείται και θα δούμε να θεσμοθετείται τις επόμενες ημέρες. Η οικονομία είναι ένας “κύκλος”, άρα μια επιχείρηση με μειωμένο κύκλο εργασιών.
Με όλα αυτά τα νέα δεδομένα, σαφώς το εργατικό δίκαιο δεν θα μείνει ανεπηρέαστο, ως κλάδος ραγδαία εξελισσόμενος και διαμορφούμενος πάντα υπό τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς και της κοινωνίας. Όπως το βλέπω εγώ προσωπικά, δύο προοπτικές διαμορφώνονται το επόμενο διάστημα: α) σταδιακή εξέλιξη της κατάστασης, όπως συνοπτικά περιγράφηκε ήδη, με απολύσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων κλπ, που ουσιαστικά θα προκαλέσει τεράστια κοινωνικά-οικονομικά-πολιτικά προβλήματα και θα εγκαθιδρύσει το “νόμο της ζούγκλας” (επιβιώνει μόνο ο ισχυρότερος), ή β) παροχή βοήθειας από το κράτος και διεθνείς φορείς (Ε.Ε. κλπ) για την αποτροπή των ανωτέρω φαινομένων (απώλεια θέσεων εργασίας, εκτίναξη της ανεργίας, φτωχοποίηση του πληθυσμού, μείωση των εισοδημάτων κλπ), με τίμημα φυσικά (π.χ. λήψη δανείων από τράπεζες, επιβολή νέων μνημονίων κλπ).
Αναφορικά με το πλαίσιο κανόνων προστασίας της υγείας των εργαζομένων, πιστεύω ότι η όποια τροποποίηση θα χρησιμοποιήσει εν τέλει προσχηματικά την ανάγκη αυτή, προκειμένου να επιβάλλει δυσμενείς τροποποιήσεις στις σχέσεις εργασίας και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα (π.χ. επιβολή τηλεργασίας, αλλά με μικρότερο μισθό, αφού δεν υπάρχει φυσική παρουσία κ.α.)», καταλήγει από την πλευρά της η κ. Αντωνοπούλου.