Στη δουλειά, στο μετρό, στο γυμναστήριο, στην παραλία, πόσοι από εμάς δεν έχουμε λαχταρίσει να πάρουμε έναν υπνάκο; Ένας υπνάκος, δηλαδή μια μίνι σιέστα για λίγη έξτρα ενέργεια, υπολογίζεται ότι θα πρέπει να διαρκεί από δέκα έως είκοσι λεπτά. Σε περίπτωση που πατήσουμε το κουμπί της πεντάλεπτης αναβολής στο ξυπνητήρι και ο υπνάκος μας καταλήξει να διαρκεί περισσότερα από 25 λεπτά, εκεί αρχίζουν τα προβλήματα.
Και ενώ δεν είναι εύκολο να εξαναγκάσουμε τον εαυτό μας να πάρει έναν δεκάλεπτο ή εικοσάλεπτο υπνάκο, σχεδόν κάθε μέρα, αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα, τα βλέφαρά μας βαραίνουν και τότε αναρωτιόμαστε «Πώς θα τα βγάλω πέρα μέχρι το σχόλασμα;».
Και παρόλο που ένας σύντομος υπνάκος ενδέχεται να μας αναζωογονήσει, κάθε αναβολή από τη στιγμή που θα ξεπεράσουμε τα 25 λεπτά, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θέσει τον οργανισμό μας στο στάδιο 3 του ύπνου, δηλαδή, σε έναν βαθύ ύπνο που ίσως μας κάνει να αισθανόμαστε εξάντληση και αυξημένο στρες ακόμη και ώρες μετά το ξύπνημα.
Το χειρότερο όμως είναι, ότι πέρα από την απόδοσή μας στη δουλειά, το ενδεχόμενο να ξυπνήσουμε εξαντλημένοι από τον παρατεταμένο μεσημεριανό ύπνο, επηρεάζει αρνητικά την υγεία μας με διάφορους τρόπους.
Πιο συγκεκριμένα, μελέτη που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα, με δείγμα 3.000 συμμετέχοντες, διαπίστωσε ότι σε σύγκριση με όσους δεν κοιμόντουσαν καθόλου το μεσημέρι, εκείνοι που απολάμβαναν μια μισάωρη σιέστα είχαν περισσότερες πιθανότητες να δουν το βάρος τους να αυξάνεται απότομα.
Συν τοις άλλοις, η παρατεταμένη μεσημεριανή σιέστα συνδέθηκε με υψηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, καθώς και αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και διαβήτη.
Επομένως, αν έχουμε απόλυτη ανάγκη από έναν μεσημεριανό υπνάκο, ίσως θα πρέπει να στερήσουμε στον εαυτό μας το δικαίωμα στο «snooze», δηλαδή την επιλογή να δίνουμε πεντάλεπτες παρατάσεις στον ύπνο μας, με αποτέλεσμα να ξυπνάμε περισσότερο κουρασμένοι παρά ξεκούραστοι.
Με πληροφορίες από Guardian