Το 1863, μια γυναίκα που είχε παντρευτεί πρόσφατα έκανε δώρο στη μεσήλικη μητέρα της μια φωτογραφική μηχανή, με την ελπίδα ότι έτσι θα αποκτήσει ένα χόμπι που θα την κρατά απασχολημένη τα μεγάλα διαστήματα που θα περνούσε μακριά από τα παιδιά της, που τώρα πια είχαν μεγαλώσει, και τον άντρα της που ταξίδευε πολύ. Η εν λόγω μητέρα ήταν γυναίκα ευσεβής, φίλη με αρκετούς σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής και γειτόνισσα του ποιητή Άλφρεντ Τένισον, με τον οποίο αργότερα συνεργάστηκε στην εικονογράφηση του κύκλου Τα ειδύλλια του βασιλιά. Παρ' όλο που γνώρισε κάποια επιτυχία ως φωτογράφος, το όνομα της Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον δεν έμελλε να γίνει ευρύτερα γνωστό και αναγνωρίσιμο από τους ιστορικούς της τέχνης παρά μόνο τρία τέταρτα του αιώνα μετά από τον θάνατό της, το 1879.
Η Κάμερον, βέβαια, δεν είναι η μόνη γυναίκα φωτογράφος που αδικείται, στερούμενη την αναγνώριση που απολαμβάνουν οι άντρες ομότεχνοί της. Μια έκθεση με τίτλο «Ποιος φοβάται τις γυναίκες φωτογράφους; 1839-1945», σε δύο μέρη, στο Musée de l'Orangerie και στο Musée d'Orsay στο Παρίσι, παρουσιάζει το έργο γυναικών που η ιστορία τις ξέχασε, παρά το γεγονός ότι άφησαν μόνιμο το αποτύπωμά τους στην τέχνη της φωτογραφίας.
Το πρώτο μέρος της έκθεσης, στο Musée de l'Orangerie, καλύπτει τα χρόνια από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1920 και εστιάζει στο πώς οι γυναίκες της βικτωριανής περιόδου και των ετών πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιούσαν το μέσο της φωτογραφίας για να διηγηθούν ιστορίες που κατά κανόνα παρέμεναν ανείπωτες -- ιστορίες οικογενειακής ζωής και μητρικής φροντίδας μέχρι τον φεμινισμό του «πρώτου κύματος» και τους αγώνες για τα δικαιώματα της γυναίκας. Σε μια εποχή που τα ατελιέ των ζωγράφων και των γλυπτών ήταν κλειστά για τις γυναίκες, μια γυναίκα με φωτογραφική μηχανή μπορούσε να μάθει την τέχνη κοντά σε κάποιον φωτογράφο, να γνωρίσει άλλους επαγγελματίες και, τελικά, να ξεκινήσει τη δική της δουλειά.
Το δεύτερο μέρος της έκθεσης (στο Musée d'Orsay) ξεκινά από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και παρουσιάζει τις φωτογράφους της εποχής στο πλαίσιο της αντίληψης της «Νέας Γυναίκας» -- της μορφωμένης γυναίκας που ιεραρχεί ψηλά την επαγγελματική της σταδιοδρομία και που αφήνει πίσω της τα όρια του σπιτιού, προκειμένου να εισέλθει στη δημόσια σφαίρα και στην παραγωγή. Από την έκθεση προκύπτει ότι, καθώς οι γυναίκες έρχονταν αντιμέτωπες με νέους ρόλους και νέα όρια, οι γυναίκες φωτογράφοι στρέφονταν στην αυτοφωτογράφηση ως τρόπο να προσδιορίσουν και να ενισχύσουν το νέο γυναικείο πρότυπο, που τότε ακριβώς αναδυόταν. Οι γυναίκες του μεσοπολέμου, ιδίως ως δημοσιογράφοι και διαφημίστριες, εισέρχονταν σε περιοχές της πολιτικής και της οικονομίας που για τις γυναίκες των προηγούμενων γενεών αποτελούσαν άβατο. Έφτιαχναν σχολεία και συλλόγους, ίδρυαν πρακτορεία και ατελιέ, γίνονταν κριτικοί και curators.
Το 1865, όταν η Κάμερον έκανε αίτηση να γίνει μέλος στη Φωτογραφική Εταιρία της Σκωτίας, αντιμετωπίστηκε με μια ιδιαίτερα καυστική κριτική στο The Photographic Journal, η οποία έκλεινε με την εξής φράση: «Μας λυπεί να μιλάμε με τόσο σκληρά λόγια για το έργο μιας κυρίας, αισθανόμαστε όμως ότι αυτό αποτελεί υποχρέωσή μας για το καλό της τέχνης». Για το καλό της τέχνης, λοιπόν, η έκθεση «Ποιος φοβάται τις γυναίκες φωτογράφους; 1839-1945» ανατρέπει τις αδικίες δεκαετιών και τιμά τις γυναίκες που συνδιαμόρφωσαν μια τέχνη, η οποία σηματοδότησε έναν ολόκληρο αιώνα.
Ποιος φοβάται τις γυναίκες φωτογράφους; 1839-1945, στο Musée de l'Orangerie και στο Musée d'Orsay μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 2016.
της Ellyn Kail / feature shoot - Μετάφραση για το dim/art: Γιώργος Τσακνιάς
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο dimartblog.com