Το βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου και οι συνέπειές του

Η μεταβατική περίοδος και ο ρόλος της Βρετανίας σε αυτή είναι επίσης περίπλοκο θέμα. Σε τι βαθμό η χώρα θα μετέχει και θα ψηφίζει κανονισμούς και οδηγίες η έναρξη ισχύος των οποίων θα είναι ενδεχομένως μετά την αποχώρησή της; Ποιες αρμοδιότητες θα έχει ο Βρετανός επίτροπος, πώς θα δικάζει ο Βρετανός δικαστής στο Δικαστήριο της Ένωσης; Τέλος τι ρόλο θα διαδραματίζουν οι Βρετανοί βουλευτές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο αριθμός των οποίων μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες στην τελική ψηφοφορία; Καθοριστική επίσης - όπως σε κάθε διαζύγιο - είναι και η οικονομική διάσταση. Μέχρι πότε θα μετέχει η χώρα στον προϋπολογισμό της Ένωσης;

Το επερχόμενο δημοψήφισμα για την παραμονή ή αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει, ενδεχομένως, σημαντικές επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Σκοπός του παρόντος είναι να δώσει μια εικόνα των θεσμικών εξελίξεων για την Ένωση, που θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, και για τις δύο εναλλακτικές.

1. Το ιστορικό

Ο θεσμός του δημοψηφίσματος είναι ξένος στο βρετανικό πολιτικό σύστημα που παραδοσιακά εδράζεται στην κυριαρχία του Κοινοβουλίου. Σε εθνικό επίπεδο έχει χρησιμοποιηθεί μόνο δύο φορές: τον Ιούνιο του 1975, όταν η τότε κυβέρνηση των Εργατικών οργάνωσε δημοψήφισμα για την συμμετοχή (και πάλι) της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και τον Μάιο του 2011, για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Πέραν αυτών των «παμβρετανικών» δημοψηφισμάτων, περιφερειακά δημοψηφίσματα έχουν πραγματοποιηθεί και στην Σκωτία και Ουαλία για την εφαρμογή εκεί του θεσμού της αποκέντρωσης (και στη Σκωτία πέρυσι για την ανεξαρτητοποίηση της χώρας) καθώς και στη Β. Ιρλανδία για την επικύρωση της ειρηνευτικής διαδικασίας.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron έθεσε εκ νέου το θέμα ενός δημοφηφίσματος για την παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. το 2013, εν πολλοίς για να περιορίσει την αυξανόμενη πίεση του ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος στις τάξεις του Συντηρητικού κόμματος και για να αντιμετωπίσει το ανερχόμενο τότε UKIP του Nigel Farage. Η πρότασή του αυτή ωστόσο δεν προχώρησε κυρίως λόγω της αντίδρασης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, τότε κυβερνητικών εταίρων του Cameron. Ο κ. Κάμερον επανέφερε την πρότασή του κατά την προεκλογική περίοδο του 2015 - και πάλι υπό την πίεση των ευρωσκεπτικιστών του κόμματός του. Η πρόταση μάλιστα περιλήφθηκε και στο προεκλογικό Μανιφέστο του κόμματος.

Η επανεκλογή, τον Μάιο του 2015, των Συντηρητικών και μάλιστα με απόλυτη πλειοψηφία επέτρεψε στον κ. Κάμερον να υλοποιήσει την δέσμευσή του. Το Δεκέμβριο του 2015 το Βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τον νόμο για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, γνωστό ως European Union Referendum Act 2015 (το σχετικό κείμενο εδώ). Ταυτόχρονα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Ένωση ώστε να εξασφαλίσει μια σειρά εξαιρέσεων της Βρετανίας από ενωσιακές πολιτικές και υποχρεώσεις και, με τον τρόπο αυτό, να ζητήσει από τους πολίτες να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής της χώρας σε μια αλλαγμένη, μετεξελιγμένη Ε.Ε. στα βρετανικά μέτρα.

Ο Κάμερον στην πράξη ήθελε να διεξαγάγει - τουλάχιστον όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του ιδίου - δύο παράλληλες διαπραγματεύσεις. Αφενός με τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του - να τους πείσει ότι η νέα θέση της χώρας τους στην Ε.Ε. ήταν προς όφελος των εθνικών συμφερόντων και αφετέρου με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ένωσης ώστε να τους πείσει την ανάγκη παραχωρήσεων προς τη Βρετανία για να αποφευχθεί ένα brexit. Όπως προκύπτει, δεν πέτυχε κανένα από τους δύο στόχους του. Έναντι της Ε.Ε. ο κ. Κάμερον χρειάστηκε γρήγορα να μειώσει τους αρχικούς του στόχους. Το τελικό κείμενο που εγκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Φεβρουαρίου 2016 παρότι δημιουργεί σειρά προβλημάτων στη συνοχή της Ένωσης όπως θα εξετασθεί παρακάτω, απείχε σημαντικά από τους αρχικούς στόχους του κ. Κάμερον. Από την άλλη, η υπόσχεση του δημοψηφίσματος άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου στο Συντηρητικό κόμμα και έβγαλε προς τα έξω τις εσωτερικές έριδες για την Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι στο στρατόπεδο της αποχώρησης (του LEAVE) πρωτοστατούν Συντηρητικοί πολιτικοί, ακόμα και υπουργοί. Ενώ το στρατόπεδο του REMAIN (παραμονή στην Ένωση) κυριαρχείται από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης που έχουν ταχθεί σχεδόν στο σύνολό τους υπέρ της παραμονής.

2. Οι συνέπειες της επικράτησης του "LEAVE"

Κανένα κράτος δεν έχει αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλωστε αποχώρηση ενός κράτους μέλους δεν προβλεπόταν μέχρι τη Συνθήκη της Λισσαβώνας: η συμμετοχή στην Ένωση αποτελούσε μονόδρομο - η εκχώρηση μέρους κρατικής κυριαρχίας στο ευρωπαίκό εγχείρημα ήταν πράξη αμετάκλητη ως προς εκείνο το μέρος. Η κυριαρχία αυτή είχε εφεξής αφαιρεθεί από το κράτος. Ωστόσο γενικευμένη άποψη ήταν ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος επιθυμούσε να αποχωρήσει από την Ε.Ε., θα βρισκόταν μια ad hoc πολιτική και νομική λύση που θα το επέτρεπε: δεν ήταν νοητή η δια της βίας υποχρέωση ενός κράτους να παραμείνει στην Ένωση. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας προέβλεψε ρητά αυτό το δικαίωμα για πρώτη φορά στο άρθρο 50 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) που αναφέρει ότι:

«Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.

2. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [πρόκειται για τη διαδικασία διαπραγμάτευσης διεθνών συνθηκών]. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3. Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.

4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, στοιχείο β), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5. Εάν το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτησή αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49».

Δεν υπάρχουν ιστορικά άλλων αποχωρήσεων κρατών από την Ένωση. Το μόνο σχετικό προηγούμενο είναι η αποχώρηση της Γροιλανδίας το 1985. Η Γροιλανδία, αυτοκυβερνώμενο έδαφος της Δανίας, είχε προσχωρήσει στην ΕΟΚ το 1973 ως τμήμα της τελευταίας. Από το 1982 έως το 1984 ωστόσο, το νησί έλαβε ένα εξελιγμένο καθεστώς αυτονομίας από τη Δανία και, με δημοψήφισμα το 1984, οι κάτοικοί του αποφάσισαν την αποχώρησή της από την ΕΟΚ (κατά βάση για λόγους που είχαν να κάνουν με την αλιευτική πολιτική της τελευταίας). Παρότι το θέμα νομικά ήταν έωλο (αφενός γιατί δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη και αφετέρου γιατί η Γροιλανδία δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος), η Κοινότητα με την Συνθήκη για τη Γροιλανδία (το σχετικό κείμενο εδώ) αποφάσισε να δεχθεί την αποχώρηση του νησιού που ωστόσο παραμένει συνδεδεμένο με την Ένωση μέσω της Δανίας σε πολλούς τομείς.

Προφανώς το προηγούμενο της Γροιλανδίας δε μπορεί να μεταφερθεί στη βρετανική περίπτωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διαδικασία αποχώρησης θα ακολουθήσει, βάσει του άρθρου 50, την εξής σειρά:

1. Δήλωση της Βρετανίας ότι αποφάσισε να αποχωρήσει βάσει των εσωτερικών συνταγματικών κανόνων. Τούτο σημαίνει ότι η βρετανική κυβέρνηση, σε συνέχεια του δημοψηφίσματος, θα ενημερώσει σχετικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το δημοψήφισμα δεν παράγει νομικά αποτελέσματα αφ'εαυτού - συνιστά απλώς πολιτική επιλογή που πρέπει να περιβληθεί χαρακτηριστικά νόμου από το Κοινοβούλιο (είτε στο ξεκίνημα είτε στο τέλος της διαδικασίας αποχώρησης). Τυπικά, επειδή το δημοψήφισμα δεν είναι δεσμευτικό, είναι δυνατό το Κοινοβούλιο (το παρόν ή το επόμενο, μετά από τυχόν νέες εκλογές) να το αγνοήσει - ωστόσο μια τέτοια απόφαση πολιτικά θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη, ακόμα και αν στην κυβέρνηση ανέβαινε άλλο κόμμα.

2. Με την ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα ξεκινήσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Στην πράξη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συναντηθεί αμέσως μετά το δημοψήφισμα (στις 25-26 Ιουνίου), δεν είναι ωστόσο βέβαιο ότι θα δώσει αμέσως τους «προσανατολισμούς» για τις σχετικές διαπραγματεύσεις που προβλέπει η Συνθήκη ή θα αφήσει ένα περιθώριο χρόνου για να σκεφθεί την περαιτέρω πορεία. Οι διαπραγματεύσεις αυτές θα διεξαχθούν στο πλαίσιο του Συμβουλίου με σημαντική ωστόσο εμπλοκή και της Επιτροπής μέσω των «συστάσεων» που αναφέρει το άρθρο 218.3 ΣΛΕΕ. Οι υποστηρικτές του LEAVE διατείνονται ότι στις διαπραγματεύσεις αυτές θα ζητήσουν (και θεωρούν ότι θα επιτύχουν) την διατήρηση των εμπορικών δεσμών της Βρετανίας με την Ένωση, κατά βάση την ενιαία αγορά. Το άρθρο 50 άλλωστε αναφέρει ότι οι συζητήσεις θα περιλάβουν και το «πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων με την Ένωση» του προς αποχώρηση κράτους. Δεν είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι η Ένωση θα θέλει - και θα μπορεί τεχνικά - να δώσει μια τέτοια δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το γεγονός ότι η τελική συμφωνία ενδέχεται να πρέπει να εγκριθεί και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επιπλέον είναι νομικά συζητήσιμο κατά πόσον μια νέα σχέση Βρετανίας - ΕΕ (π.χ. η συμμετοχή της στην ενιαία αγορά) δεν θα θεωρηθεί ότι απαιτεί την έγκρισή της από τα εθνικά κοινοβούλια, όπως συνέβη με την συμμετοχή χωρών όπως των μελών της ΕΖΕΣ (Νορβηγία, Ελβετία κ.α.) σε κοινοτικές πολιτικές.

3. Η περίοδος των διαπραγματεύσεων και η αποχώρηση της Βρετανίας πρέπει να ολοκληρωθεί το αργότερο σε 2 χρόνια, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο - και η Βρετανία - «αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής». Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ υποστήριξε πρόσφατα ότι οι διαπραγματεύσεις και η αποχώρηση μπορεί να κρατήσουν έως και επτά χρόνια. Δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον και οι δύο πλευρές θα ήθελαν ή όχι μια παρατεταμένη περίοδο πριν το οριστικό διαζύγιο, ωστόσο τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν είναι όντως σημαντικά και σύνθετα. Δεν είναι επίσης απίθανο, πριν την αποχώρηση και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η -ίδια ή άλλη- βρετανική κυβέρνηση να προκαλέσει νέο δημοψήφισμα, με το επιχείρημα π.χ. ότι οι προτάσεις της Ένωσης για τις σχέσεις της Βρετανίας με την Ένωση είναι ιδιαίτερα αρνητικές για τους Βρετανούς. Σε περίπτωση που το δεύτερο δημοψήφισμα αποβεί θετικό, η Βρετανία δεν θα έχει αποχωρήσει από την Ένωση.

4. Η μεταβατική περίοδος και ο ρόλος της Βρετανίας σε αυτή είναι επίσης περίπλοκο θέμα. Σε τι βαθμό η χώρα θα μετέχει και θα ψηφίζει κανονισμούς και οδηγίες η έναρξη ισχύος των οποίων θα είναι ενδεχομένως μετά την αποχώρησή της; Ποιες αρμοδιότητες θα έχει ο Βρετανός επίτροπος, πώς θα δικάζει ο Βρετανός δικαστής στο Δικαστήριο της Ένωσης; Τέλος τι ρόλο θα διαδραματίζουν οι Βρετανοί βουλευτές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο αριθμός των οποίων μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες στην τελική ψηφοφορία; Καθοριστική επίσης - όπως σε κάθε διαζύγιο - είναι και η οικονομική διάσταση. Μέχρι πότε θα μετέχει η χώρα στον προϋπολογισμό της Ένωσης; Η απλή λύση είναι μέχρι την ημερομηνία της αποχώρησής της αλλά στην πράξη αυτό δεν μπορεί να συμβεί - η Ένωση προβαίνει σε αναλήψεις υποχρεώσεων και σε πληρωμές με μεγάλη χρονική απόκλιση.

5. Η ψήφος υπέρ της αποχώρησης ενδέχεται να έχει σημαντικές πολιτικές και θεσμικές εσωτερικές επιπτώσεις στη χώρα. Είναι πιθανό το LEAVE να επικρατήσει στην Αγγλία, ωστόσο στη Σκωτία, την Ουαλία και ίσως και τη Β. Ιρλανδία το REMAIN φαίνεται ότι υπερτερεί. Δεν είναι σαφές τι πορεία θα ακολουθήσουν οι τοπικές κυβερνήσεις. Ιδίως, το Scottish National Party, κυρίαρχο και κυβερνητικό κόμμα στην Σκωτία έχει ήδη δηλώσει ότι θα επαναφέρει το θέμα της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας και θα ζητήσει την ένταξη του νέου κράτους στην Ένωση (σε κάθε περίπτωση η Σκωτία θα πρέπει να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία προσχώρησης που προβλέπει το άρθρο 49 της Συνθήκης). Είναι αβέβαιο, επίσης, τι θα κάνει η Β. Ιρλανδία ενόψει του ότι μια σειρά κοινών θεσμών με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (που προφανώς θα παραμείνει μέλος της Ένωσης) θα τεθούν σε κίνδυνο. Η κυβέρνηση συνεργασίας του Democratic Unionist Party (που έχει ταχθεί υπέρ του LEAVE) και του Sinn Fein (που υποστηρίζει το REMAIN) θα αντιμετωπίσει κλυδωνισμούς. Αντίστοιχους κλυδωνισμούς θα αντιμετωπίσει και η κυβέρνηση Κάμερον -και σίγουρα ο ίδιος προσωπικά. Η εμφανής εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές του κόμματος δύσκολα θα επιτρέψει την επιβίωση μιας κυβέρνησης που στην πλειοψηφία της έχει ταχθεί υπέρ του REMAIN και μιας κοινοβουλευτικής ομάδας όπου τουλάχιστον 130 μέλη κάνουν καμπάνια υπέρ του LEAVE.

3. Τι θα συμβεί σε περίπτωση επικράτησης του «REMAIN"

Όπως προαναφέρθηκε, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρετανίας και λοιπών κρατών μελών οδήγησε στην υιοθέτηση, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 18-19 Φεβρουαρίου 2016, μιας σειράς ρυθμίσεων για τις σχέσεις της Βρετανίας με την Ένωση (το κείμενο των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου είναι εδώ). Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου υπογραμμίζουν σε πολλά σημεία ότι οι ρυθμίσεις αυτές είναι «πλήρως συμβατές με τις Συνθήκες» και θα παράγουν αποτελέσματα από «την ημερομηνία κατά την οποία η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ενημερώσει τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ως εκ τούτου, σε περίπτωση επικράτησης του REMAIN, η κυβέρνηση Κάμερον θα ενημερώσει επίσημα το Συμβούλιο και θα ζητήσει την υλοποίηση των συμφωνιών που περιέχονται στο σχετικό κείμενο.

Τόσο η κυβέρνηση Κάμερον όσο και τα κράτη μέλη της Ένωσης μερίμνησαν ώστε το περιεχόμενο της συμφωνίας να περιβληθεί τον τύπο διεθνούς διακρατικής συμφωνίας - και για αυτό είναι απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (το κείμενο της απόφασης αναφέρει προσεκτικά ότι πρόκειται για «απόφαση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, συνελθόντων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου") ώστε να αποφύγουν την εμπλοκή των λοιπών ευρωπαϊκών οργάνων, κυρίως του Δικαστηρίου. Ωστόσο δεν είναι αυτονόητο ότι οι αλλαγές αυτές θα υλοποιηθούν αμέσως, και ιδίως χωρίς προβλήματα.

Κάποιες από τις αλλαγές που ζήτησε και πέτυχε ο κ. Κάμερον είναι συμβολικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, η Βρετανία δεν θα δεσμεύεται από το στόχο της «ολοένα και στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» που αναφέρει η Συνθήκη. Τούτο ωστόσο θα υλοποιηθεί, όπως το αναφέρει και η ίδια η απόφαση, στην επόμενη αναθεώρηση των Συνθηκών, άρα δεν θα υπάρξει άμεση υλοποίηση της σχετικής απόφασης. Σε ορισμένες (το δικαίωμα της Βρετανίας να διατηρήσει μόνιμα την στερλίνα ως το νόμισμά της και την προστασία των συμφερόντων του City) οι αποφάσεις ανήκουν αποκλειστικά στο Συμβούλιο και άρα δεν θα προκαλέσουν ιδιαίτερα ζητήματα.

Κάποιες άλλες αλλαγές έχουν ουσιαστικότερο περιεχόμενο αλλά επίσης είναι ευρύτερα αποδεκτές (όπως η ανάγκη για επανεξέταση της νομοθεσίας για να διαπιστωθεί αν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας και η μείωση της γραφειοκρατίας) και δεν απαιτούν νομοθετική δράση, αλλά απλώς πολιτική βούληση (άλλωστε η Επιτροπή Γιούνκερ στην πραγματικότητα έχει ήδη ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία από το 2014).

Υπάρχουν ωστόσο ρυθμίσεις που απαιτούν νομοθετική αλλαγή και όπου εμπλέκονται και οι λοιποί θεσμοί της Ένωσης, ιδίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μια βασική κατηγορία της Βρετανίας κατά της Ένωσης αφορούσε στο ότι πολίτες της Ένωσης, ιδίως Ανατολικοευρωπαίοι, χρησιμοποιούσαν το δικαίωμα της ελευθερία εγκατάστασης στην Ένωση για να εκμεταλλεύονται τα βρετανικά επιδόματα (ιδίως τα οικογενειακά) για μέλη της οικογένειάς τους που βρίσκονταν στη χώρα καταγωγής τους. Εδώ η απόφαση επιτρέπει στα κράτη (όχι μόνο στη Βρετανία) να επιβάλλουν όρους και προϋποθέσεις στην ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων στην Ε.Ε. ιδίως με τη δημιουργία ενός μηχανισμού διασφάλισης (safeguard mechanism) που θα επιτρέπει περιορισμούς στη χορήγηση επιδομάτων σε αλλοδαπούς πολίτες της ΕΕ όταν υπάρχει «εξαιρετική εισροή εργαζομένων από άλλο κράτος της ΕΕ». Η αλλαγή αυτή, που για πρώτη φορά επιτρέπει διακρίσεις στο εσωτερικό της Ένωσης στη βάση της ιθαγένειας, απαιτεί τροποποίηση σειράς νομοθετικών κειμένων. Η Επιτροπή σε δήλωσή της που περιλαμβάνεται στην απόφαση έχει δεσμευθεί να προτείνει τις αλλαγές αυτές. Ωστόσο τούτο απαιτεί την εμπλοκή του Ευρ. Κοινοβουλίου - ως συννομοθέτη - και ιδίως ενέχει τον κίνδυνο να κριθεί από το Δικαστήριο της Ένωσης ως παράνομο γιατί είναι αντίθετο με τις αρχές της Ένωσης (ιδίως την απαγόρευση των διακρίσεων). Επιπλέον, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, εν πρώτοις η Πολωνία που έχει και νέα, ιδιαίτερα ευρωσκεπτικιστική και εθνικιστική, κυβέρνηση, δεν είναι βέβαιο ότι θα συναινέσουν για την αλλαγή των οδηγιών και κανονισμών που πλήττουν ευθέως πολίτες τους.

4. Συμπεράσματα

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου, και ανεξάρτητα από την έκβασή του, δε θα αποτελέσει το τέλος αλλά μάλλον την αρχή μιας σειράς θεσμικών και πολιτικών αλλαγών για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα, κλεισμένη στην εσωστρέφειά της, δεν έχει συζητήσει ούτε καν υπολογίσει τις συνέπειες και κυρίως την στρατηγική που η χώρα θα πρέπει να ακολουθήσει στην μετα-δημοψηφισματική περίοδο. Ωστόσο ο χρόνος τρέχει.

|

Δημοφιλή