Το air condition στο γραφείο, το σπίτι ή ακόμη και το αυτοκίνητο έχει γίνει πολλές φορές αντικείμενο διαπληκτισμού; Κάποιοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό - μεταφορικά ή κυριολεκτικά - κι άλλοι παραπονιούνται επειδή κάνει τον χώρο «ψυγείο», ιδίως όταν ρυθμίζεται σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Σκεφτείτε, όμως, τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε τον κλιματισμό καθόλου στη ζωή μας, ειδικά το φετινό καλοκαίρι που ο καύσωνας έκανε την εμφάνισή του στις αρχές Ιουλίου και ξέχασε να φύγει, με αποκορύφωμα τα 46αρια που χτύπησε ο υδράργυρος την Τετάρτη (26/7).
Αυτό που σήμερα είναι μια υπεραπαίτητη συσκευή, τις πρώτες του μέρες αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία και ιδιαίτερο σκεπτικισμό.
Ηταν κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα όταν η υγρασία απείλησε τη φήμη της εταιρείας έγχρωμων εκτυπώσεων υψηλής ποιότητας Sackett-Wilhelms Lithographic and Publishing Company στο Μπρούκλιν των ΗΠΑ
Μετά από δύο καλοκαίρια ακραίας ζέστης, που οδήγησε σε διακοπή των εργασιών της και προκάλεσε διόγκωση των σελίδων και θολές εκτυπώσεις, η εταιρεία διαπίστωσε ότι μια αναδυόμενη τότε βιομηχανία ψύξης θα μπορούσε να προσφέρει βοήθεια.
Ο Willis Carrier, ένας 25χρονος πειραματικός μηχανικός, δημιούργησε ένα πρώιμο σύστημα ψύξης για να μειώσει την υγρασία γύρω από τον εκτυπωτή. Χρησιμοποίησε έναν βιομηχανικό ανεμιστήρα που φυσούσε αέρα πάνω μια σπείρα γεμάτη με κρύο νερό. Αυτό όχι μόνο έλυσε το πρόβλημα, αλλά ο δροσερός αέρας άρχισε να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο άνετα.
Ακόμη και ο Carrier γνώριζε ότι η αρχική του εφεύρεση δεν ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ελέγξει την υγρασία και συνέχισε να ασχολείται με τη βελτίωση της τεχνολογίας. Μέχρι το 1922, είχε δημιουργήσει τον ασφαλέστερο, μικρότερο και ισχυρότερο φυγόκεντρο συμπιεστή ψύξης, τον πρόδρομο του σύγχρονου κλιματισμού.
Οι ειδικοί σπεύδουν να επισημάνουν ότι η αναγνώριση της Carrier ως «πατέρα» της σύγχρονης τεχνολογίας ψύξης παραβλέπει τις προσπάθειες δεκαετιών άλλων εφευρετών που χρησιμοποίησαν την ψύξη για να κάνουν τις ζεστές μέρες πιο παραγωγικές ή άνετες. Πολύ πριν καν γεννηθεί ο Carrier, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, William Cullen, εξάτμισε υγρά δημιουργώντας έτσι τεχνολογία ψύξης ήδη από το 1748.
Περισσότερα από 100 χρόνια μετά, ο John Gorrie, γιατρός από τη Φλόριντα, χρησιμοποίησε μια μικρή ατμομηχανή για να ψύξει τον αέρα, έτσι ώστε οι ασθενείς του, που έπασχαν από τροπικές ασθένειες, να είναι πιο άνετα. Ο Gorrie ονόμασε την εφεύρεσή του «μηχανή πάγου» αλλά οι προσπάθειες του να κατοχυρώσει την ιδέα με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να διαδώσει την εφεύρεσή του έπεσαν στο κενό.
Οι παραγωγοί πάγου του Βορρά που έβγαζαν κέρδη από τη μεταφορά πάγου στο Νότο άσκησαν πιέσεις εναντίον του Gorrie και επωφελήθηκαν από το σκεπτικισμό του κοινού για τον τεχνητά ψυχρό αέρα που παραγόταν από την παγομηχανή του. Αυτό το σύστημα ήταν τόσο επαναστατικό που πέθανε πάμπτωχος. Απλώς δεν μπορούσε να κάνει κανέναν να πιστέψει ότι λειτούργούσε.
Μέσα σε όλα υπήρχε η αντίληψη ότι η προσπάθεια ελέγχου του περιβάλλοντος πήγαινε ενάντια στο θέλημα του Θεού. Ομως ο κλιματισμός κέρδιζε σιγά σιγά την αποδοχή και ο Carrier το εκμεταλευόταν. Ισως ο πλανήτης ήταν πλέον πιο θερμός, άρα πιο έτοιμος για ανακούφιση. Και ο επιχειρηματικός κόσμος ήταν σαφώς πιο ανοιχτός σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Οι κατασκευαστές όλων των ειδών, από δέρμα μέχρι μακαρόνια γνώριζαν πολύ καλά πώς οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες απειλούσαν το προϊόν τους και ο εξοπλισμός του Carrier συγκέντρωνε όλο και περισσότερο ενδιαφέρον με ενθουσιώδη κάλυψη από τον Τύπο. Το καλοκαίρι του 1906, το έντυπο Louisiana Planter and Sugar Manufacturer έγραψε ότι «οι ζεστές μέρες του καλοκαιριού που επικρατούν τώρα κάνουν κάποιον να αναρωτιέται γιατί ο εξαερισμός με δροσερά ρεύματα δεν έχει αξιοποιηθεί καλά πριν από αυτές τις μέρες».
Ο κλιματισμός είχε ήδη αρχίσει να κερδίζει έδαφος στον βιομηχανικό τομέα, αλλά ήταν οι ταινίες που κατάφεραν να μυήσουν το ευρύ κοινό στον ψυχρό αέρα.
Οι κινηματογραφικές αίθουσες είχαν από καιρό προσφέρει φθηνή ψυχαγωγία στο κοινό, αλλά οι μικροί, σκοτεινοί, κλειστοί χώροι ήταν γνωστοί για τη μυρωδιά του «μπαγιάτικου» αέρα και του ιδρώτα. Σε μια προσπάθεια να κερδίσει τους θεατές της μεσαίας και ανώτερης τάξης, η τεχνολογία του Carrier έγινε σύντομα δημοφιλές χαρακτηριστικό στα σινεμά. Γύρω στο 1919, υπήρχαν αρκετοί κατασκευαστές μηχανημάτων ψύξης για κινηματογραφικές αίθουσες και αυτό ήταν μια «επανάσταση».
Μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να βγουν από τη σκιά του πολέμου και να αγκαλιάσουν ένα νέο όραμα ευημερίας, ο κλιματισμός έγινε το απόλυτο εξάρτημα των αμερικανικών νοικοκυριών.
Το 1945, το περιοδικό Life δημοσίευσε ένα τετρασέλιδο αφιέρωμα σχετικά με τον κλιματισμό, με τίτλο «Air Conditioning/Μετά τον Πόλεμο θα είναι αρκετά φθηνό να τοποθετηθεί σε ιδιωτικά σπίτια». Η τεχνολογία περιγραφόταν ως μια προπολεμική πολυτέλεια, που κατασκευαζόταν σε μεγάλες ποσότητες και πωλούταν με μέτριο κόστος στη μεταπολεμική μαζική αγορά.
Σήμερα, ένα νοικοκυριό στις ΗΠΑ είναι πιο πιθανό να έχει κλιματισμό παρά να έχει τραπεζαρία, γκαράζ ή ακόμα και πλυντήριο πιάτων.
Η τεχνολογία που αρχικά προοριζόταν ως εργαλείο για την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγικότητας είναι πλέον σχεδόν απαραίτητη για τα σπίτια και τις μεταφορές στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
Ωστόσο, έχουμε φτάσει πια στο άλλο άκρο. Με την υπαρξιακή απειλή της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, η αυξημένη ζήτηση για κλιματισμό (άρα για ενέργεια) δημιουργεί αμείληκτα ερωτήματα σχετικά με το περιβαλλοντικό κόστος της άνεσης του air condition.
(με πληροφορίες από Smithsonian)