Με τη ραγδαία εξάπλωση του κορονοϊού από χώρα σε χώρα, τα αυστηρά μέτρα των κυβερνήσεων για προστασία και την παραμονή σε καραντίνα, είναι λογικό να αναρωτιόμαστε πότε θα λάβει τέλος αυτή η άσχημη περιπέτεια που βιώνουμε. Δεδομένης της φύσης του ιού, που είναι νέος και τις πολλές μεταβλητές της πανδημίας, η απάντηση στο ερώτημα είναι αδύνατον να έχει συγκριμένο χρονικό ορίζοντα.
Ωστόσο, είμαστε όλοι απελπισμένοι για μια προθεσμία: δεν είναι απαραίτητο να είναι ακριβής, ούτε να έρθει σύντομα. Όμως, «κολλάμε» σε ψήγματα ελπίδας που συνδέονται με μια ημερομηνία η οποία θα σηματοδοτεί την επιστροφή μας σε έναν τρόπο ζωής που θα είναι κοντά στην καθημερινότητα πριν την πανδημία. Γιατί όμως αισθανόμαστε έτσι; Τι βρίσκεται πίσω από την επιθυμία για μια προθεσμία;
«Πρόκειται για θέμα ελέγχου. Όταν γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα τέλος σε ο,οτιδήποτε στη ζωή μας, αυτό μας δίνει μια αίσθηση αυτενέργειας, μια αίσθηση γνώσης. Κάνει τη δυνατότητα του να ανταπεξέλθουμε στη νέα ζωή, πιο εύκολη. Οσο δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει με μια σημαντική κατάσταση, κυρίως στην περίπτωση κατά την οποία αυτή αφορά κυριολεκτικά θέμα ζωής και θανάτου, τότε, όπως είναι αυτονόητο, δημιουργείται άγχος. Το άγνωστο και η έλλειψη κάθε μορφής ελέγχου, μπορεί να οδηγήσει σε περίεργες σκέψεις», λέει ο Μάθιου Μούτσλερ, ψυχοθεραπευτής και καθηγητής συμβουλευτικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Delaware Valley.
Ο Μούτσλερ εξηγεί ότι το άγχος για την έλλειψη ελέγχου που αισθανόμαστε για τον COVID-19 και την κρίση, είναι «φυσιολογικό».
Κάθετι καινούργιο εμπνέει περιέργεια, αλλαγή και προσαρμογή, εξηγεί ο Κέρτις Ρέισινγκερ, ψυχολόγος και καθηγητής ψυχολογίας. «Ωστόσο, η συντριπτική ποσότητα νέων πληροφοριών ή μιας νέας κατάστασης απειλεί την ύπαρξη οποιουδήποτε ζώου. Το απρόβλεπτο αποτελεί πιθανή απειλή, φυσιολογική διέγερση και αυξημένη επαγρύπνηση. Ως αποτέλεσμα, μια ψυχολογική απειλή εκδηλώνεται ως ένα αυξημένο επίπεδο διέγερσης επιβίωσης και μιας μειωμένης υψηλής γνωστικής λειτουργίας».
Σε στιγμές αβεβαιότητας, όταν αισθανόμαστε απειλή ως είδος, αλλά και ως μεμονωμένα άτομα, ανταποκρινόμαστε με πανικό, γεγονός που μας κάνει λιγότερο ικανούς να σκεφτούμε λογικά εκείνη τη στιγμή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είναι λογικό να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας στην προσπάθεια να αναζητήσουμε απαντήσεις.
Μέρος του προβλήματος με το άγχος που σχετίζεται με τον κορονοϊό δεν είναι μόνο ότι δεν έχουμε προθεσμία, αλλά το γεγονός ότι έχουμε πολλές.
«Η ποικιλία στα ρεπορτάζ των μέσων μαζικής ενημέρωσης προκαλεί πολλούς ανθρώπους να κολλούν σε πηγές ειδήσεων που στηρίζουν τη δική τους οπτική του κόσμου», λέει ο Ρέισινγκερ. «Οι άνθρωποι που αλλάζουν κανάλια και παρακολουθούν πολλά δελτία ειδήσεων είναι πιθανόν πιο φοβισμένοι από ο,τιδήποτε».
Το να χαρακτηρίζουμε τα συναισθήματά μας φυσιολογικά και φυσικά, μπορεί να βοηθήσει. «Είμαστε όλοι λίγο χαμένοι στο δάσος αυτή τη στιγμή», προσθέτει ο Μούτσλερ. «Υπάρχει μεγάλη γκάμα συναισθημάτων. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα συναισθήματά μας, ακόμα κι αν είναι ενοχλητικά, είναι βάσιμα και φυσιολογικά». Όταν έχουμε άσχημα συναισθήματα, αυτά συνθέτουν την αντίδρασή μας στο στρες. Ο Ρέισινγκερ λέει επίσης, ότι η αγωνία μειώνει τις δεξιότητές μας για επίλυση των προβλημάτων.
Σε πιο πρακτικό επίπεδο, η αντιμετώπιση της κατάστασης που όλοι βιώνουμε, απαιτεί τον καθένα από εμάς να αντιμετωπίσει την πανδημία ως ένα πρόβλημα που όλοι μαζί θα πρέπει να δουλέψουμε με ηρεμία για να το λύσουμε. Ως ανεξάρτητα άτομα, αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να εξασκήσουμε την αποδοχή των συναισθημάτων μας και των συνθηκών γύρω μας. Επίσης, είναι σημαντικό να ζούμε την κάθε στιγμή.
Τέλος, η ελπίδα είναι σημαντική. «Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι ένα καθήκον – επαγγελματικό ή προσωπικό- δεν είναι εφικτό σε αυτή την περίπτωση και ότι δεν υπάρχει τέλος στην τρέχουσα κρίση, είναι πολύ πιθανόν να χάσουν την αυτοπεποίθησή τους που απαιτείται για να προχωρήσουν σωστά», λέει ο Ρέισινγκερ.
Πηγή: Mic