
Γράφει ο Νίκος Τράντας, δρ. Πολιτικής Επιστήμης, επιστημονικός συνεργάτης Ινστιτούτου ΕΝΑ
Οι δημόσιες πολιτικές για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) βασίζονται σε ένα ισχυρό επιχείρημα: η χρήση των ορυκτών καυσίμων, με την έκλυση του διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου, οδηγεί στην υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή, και είναι ζήτημα επιβίωσης του πλανήτη και της ανθρωπότητας η άμεση απεξάρτηση του τομέα της ενέργειας, και της οικονομίας συνολικότερα, από τον άνθρακα. Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη είναι η μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2030, με απώτερο στόχο την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ είναι απολύτως απαραίτητες για την επίτευξη των ενδιάμεσων και απώτερων κλιματικών στόχων και, σε αυτό το πλαίσιο, οι κινητοποιήσεις των πολιτών εναντίον της εγκατάστασης ανεμογεννητριών στην περιοχή τους αντιμετωπίζονται ως παραδείγματα Not-In-My-Back-Yard (NIMBY) συμπεριφορών. Οι δημόσιες αρχές, τα μέσα επικοινωνίας και οι ιδιωτικές εταιρείες που αναλαμβάνουν τα έργα εγκατάστασης και αξιοποίησης της αιολικής ενέργειας μπορούν και «ενοχοποιούν» στα μάτια της κοινής γνώμης τις τοπικές αντιδράσεις ως NIMBY, προβάλλοντας τα τοπικά κινήματα εναντίον των ανεμογεννητριών ως συνυπεύθυνα για τις καθυστερήσεις προς την «πράσινη μετάβαση».
Πολίτες και οργανωμένοι φορείς που ενδιαφέρονται για τη σωτηρία του πλανήτη διστάζουν να υποστηρίξουν τοπικές πρωτοβουλίες που αντιτίθενται στην εγκατάσταση βιομηχανικών αιολικών πάρκων, καθώς δέχονται αβασάνιστα τη διάκριση κακής (ορυκτά καύσιμα) και καλής (ΑΠΕ) ενέργειας και διατίθενται να θυσιάσουν τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ησυχίας και βιοποικιλότητας στον βωμό της πολυπόθητης απεξάρτησης από τον άνθρακα. Όμως η διάκριση αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητική και υπάρχουν διαστάσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της πολιτικής οικολογίας, αλλά δεν συζητούνται ή δεν τονίζονται στα επίσημα εγχώρια fora διαμόρφωσης των πολιτικών για την «ενεργειακή μετάβαση» και το «πρασίνισμα» της οικονομίας.
Ένα βασικό μεθοδολογικό σφάλμα, στο οποίο υποπίπτουν ακόμα και προοδευτικοί πολιτικοί και περιβαλλοντικές οργανώσεις, είναι η αναγωγή όλων των περιβαλλοντικών προβλημάτων στην κλιματική αλλαγή και η προσπάθεια επίλυσής τους αποκλειστικά μέσω της απεξάρτησης της ενέργειας και της οικονομίας από τον άνθρακα. Όμως, η κλιματική αλλαγή, η οποία οφείλεται στην υπερσυγκέντρωση των αερίων του θερμοκηπίου λόγω της χρήσης ορυκτών καυσίμων, είναι μόνο ένα από τα «εννέα πλανητικά όρια»[1], εντός των οποίων η ανθρωπότητα θα πρέπει να κινηθεί για να παραμείνει ο πλανήτης βιώσιμος. Αυτή η μονοδιάστατη οπτική εμποδίζει, πολλές φορές ηθελημένα και παραπλανητικά, την ορατότητα προς πολλές άλλες παραμέτρους που συμβάλλουν στην οικολογική και γενικότερα την λεγόμενη «πολυκρίση» (κοινωνική, γεωπολιτική, οικονομική κ.ά.) της εποχής μας.
Ενόψει των σχεδίων για εγκατάσταση ενός μεγάλου βιομηχανικού αιολικού πάρκου ισχύος 330 MW, αποτελούμενου από 110 ανεμογεννήτριες στην κορυφογραμμή της Ικαρίας και δύο υπεράκτιων αιολικών στη νότια και δυτική άκρη του νησιού, συνολικής ισχύος 1760 ΜW, και με βάση την εμπειρία άλλων περιοχών στην Ελλάδα με αντίστοιχες επενδύσεις (π.χ. Εύβοια), είναι σημαντικό για τον δημόσιο διάλογο να επισημανθούν ορισμένες από τις διαπιστώσεις και τους προβληματισμούς της κριτικής κοινωνικής επιστήμης, οι οποίες έχουν ως εξής:
Πρώτον, οι ΑΠΕ δεν είναι 100% «καθαρή» ενέργεια, αλλά ενσωματώνουν άμεσα ή έμμεσα χρήση ορυκτών καυσίμων και μεγάλες ποσότητες ορυκτού πλούτου, συμβάλλοντας και επεκτείνοντας έτσι το εξορυκτικό αποτύπωμα στον πλανήτη, με αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον και στους τοπικούς πληθυσμούς.
Δεύτερον, στο πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο, η κάλυψη των εξορύξεων με έναν «πράσινο» μανδύα, στο όνομα της απεξάρτησης από τον άνθρακα («πράσινος εξορυκτισμός»), αποκρύπτει σημαντικές παραμέτρους οικολογικής καταστροφής και συμβάλλει στη νομιμοποίηση της «πράσινης μετάβασης» με καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, δηλαδή:
α) την υφαρπαγή, ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, των οικοσυστημικών υπηρεσιών και των μέχρι πρότινος ελεύθερων «δώρων της φύσης»,
β) την εξυπηρέτηση, πρωτίστως, των επιχειρηματικών κερδών, μέσω και της μεγέθυνσης μιας οικονομίας που σε μεγάλο βαθμό δεν καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και περιβαλλοντικές ευαισθησίες, και
γ) την αναπαραγωγή σχέσεων εξουσίας που βασίζονται σε δομικές ανισότητες.
Τρίτον, η χωροθέτηση των αιολικών πάρκων και των ΑΠΕ είναι κεντρικό πολιτικό ζήτημα και μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κράτους, ιδιωτικών εταιρειών και τοπικών κοινοτήτων, και μόνο στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης μπορεί να δοθεί δημοκρατική, συμπεριληπτική και βιώσιμη διέξοδος.
Η περιβαλλοντική δικαιοσύνη αφορά όχι μόνο τη δίκαιη κατανομή (διανεμητική δικαιοσύνη) των πόρων, των ωφελημάτων και των επιβαρύνσεων, αλλά και τη δίκαιη μεταχείριση ατόμων και κοινωνικών ομάδων, δηλαδή καταρχήν τον σεβασμό στην αναγνώρισή τους (δικαιοσύνη της αναγνώρισης) ως οργανικών μερών της πολιτικής κοινότητας, τα οποία έχουν κάθε δικαίωμα συμμετοχής (διαδικαστική δικαιοσύνη) σε ό,τι αφορά τη λειτουργία και πρόοδο της κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων, αλλά και της διασφάλισης ότι τους παρέχεται από πλευράς της κοινότητας κάθε δυνατότητα να απολαύσουν ένα καλό επίπεδο ζωής, την κοινωνική αναγνώριση και τα οικονομικά και πολιτικά τους δικαιώματα.
Είναι δε αποδεκτή, στη νομική θεωρία και πράξη, η θέση της απόδοσης στη φύση (βουνά, θάλασσα, ποταμοί, δάση και άλλα αποκαλούμενα «φυσικά αντικείμενα») αυτοτελών νομικών δικαιωμάτων.
Τέταρτον, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, έτσι και στην Ικαρία, δεν διεξάγεται κανένας διάλογος με την τοπική κοινωνία για τις υποδομές ΑΠΕ που προορίζονται για εγκατάσταση, και με βάση τους σχεδιασμούς του κεντρικού κράτους και των ιδιωτών παραγωγών, το νησί κινδυνεύει να μετατραπεί σε άλλη μια περίπτωση «ζώνης θυσίας» για την εξυπηρέτηση των ενεργειακών απαιτήσεων του εθνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Η Ικαρία εκ των πραγμάτων μπαίνει στον χάρτη των οικολογικών συγκρούσεων που αφορούν την άνιση κατανομή των βαρών της ενεργειακής μετάβασης και αυτό γίνεται εμφανές από το γεγονός ότι ενώ οι ενεργειακές ανάγκες του νησιού, οι οποίες ήδη καλύπτονται κατά το μεγαλύτερο μέρος από ΑΠΕ, είναι της τάξης των 9 MW στη μέγιστη αιχμή τους, τα σχέδια για τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα προβλέπουν υποδομές για παραγωγή 2.090 ΜW (330 MW το χερσαίο και 1.760 MW τα δύο υπεράκτια).
Σημειωτέον ότι η τοπική αυτοδιοίκηση δεν έχει δείξει αδιαφορία, εφόσον έχει καταθέσει ένα πρώτο δικό της σχέδιο καθαρής ενεργειακής μετάβασης της Ικαρίας, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να αναπτύξει, τροποποιήσει και εξειδικεύσει περαιτέρω, καθώς η διατύπωση εναλλακτικής και άμεσα εφαρμόσιμης πρότασης από την τοπική κοινωνία είναι βασικός παράγοντας μιας επιτυχημένης κινητοποίησης στην κατεύθυνση της δίκαιης μετάβασης και της τοπικής ενεργειακής δημοκρατίας.
Η κριτική προσέγγιση των ΑΠΕ δεν συνεπάγεται, σε καμία περίπτωση, υποστήριξη προς τα ορυκτά καύσιμα ούτε υποτίμηση των δυνατοτήτων της επιστήμης και τεχνολογίας να επιλύσουν προβλήματα. Αυτό που όμως πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα ζητήματα βιωσιμότητας δεν αφορούν την αντίθεση ΑΠΕ και ορυκτών καυσίμων, αλλά την ίδια την αναπαραγωγή ενός κατά βάση καπιταλιστικού συστήματος (με επιμέρους ιστορικές και γεωγραφικές παραλλαγές) που προκαλεί οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανισότητες και, ως εκ τούτου, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα βιωσιμότητας από αυτά που προσπαθεί να λύσει. Αυτό γίνεται φανερό από την αποτυχία των πολιτικών για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης, καθώς οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα συνεχίζουν να αυξάνονται, παρά την εισροή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, ενώ και μια σειρά άλλων περιβαλλοντικών ορίων παραβιάζονται.
Διαβάστε εδώ: Όλη η μελέτη στο Ινστιτούτο ΕΝΑ
[1] Αυτά είναι η κλιματική αλλαγή, η ακεραιότητα βιόσφαιρας (βιοποικιλότητα), η αλλαγή χρήσης γης, η χρήση γλυκού νερού, οι βιογεωχημικές ροές που αφορούν τον κύκλο του αζώτου (Ν) και του φωσφόρου (P), και η χημική ρύπανση, στα οποία παρατηρούνται σοβαρές υπερβάσεις, καθώς και η οξίνιση των ωκεανών, το ατμοσφαιρικό φορτίο αερολυμάτων και η καταστροφή του όζοντος, τα οποία παραμένουν εντός ασφαλούς πλαισίου λειτουργίας.