Η κλιμάκωση των Τουρκικών απειλών, των αναθεωρητικών αξιώσεων και κινήσεων όπως το μνημόνιο με την Λιβύη, φαίνεται να ξάφνιασε πολλούς για κάτι που από καιρό είναι πασίγνωστο: Η Τουρκική απειλή είναι «απέραντη». Στην στρατηγική ανάλυση «απέραντη απειλή» θεωρείται ότι έχουμε όταν οι απειλές και οι αναθεωρητικές αξιώσεις δεν είναι σαφείς, συγκεκριμένες και οριοθετημένες. Η εμπειρία δείχνει ότι σε αυτή την περίπτωση εάν υπάρξει πόλεμος ή σύρραξη χαμηλής έντασης η οποία θα αρχίσει να κλιμακώνεται σε γενικευμένο πόλεμο τα νέα σύνορα θα είναι εκεί που θα σταματήσουν τα στρατεύματα όταν τερματιστεί ο πόλεμος. Για να αποτραπεί αποτελεσματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο απαιτείται να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Προϋποθέσεις χάραξης και εκπλήρωσης της εθνικής στρατηγικής
Πρώτον, επειδή η στρατηγική των κρατών είναι βασικά η χρήση των μέσων που διαθέτει για την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων απαιτείται ρητός και σαφής ορισμός των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων.
Δεύτερον, απαιτούνται άρτια κρατικά επιτελεία για τον σχεδιασμό και την χάραξη εναλλακτικών στρατηγικών σχεδίων και εναλλακτικών αποφάσεων από τις οποίες επιλέγεται η βέλτιστη ανάλογα και αντίστοιχα με τα δεδομένα κάθε στιγμής και κάθε συγκυρίας.
Τρίτον, απαιτείται στρατηγική κουλτούρα. Μεταξύ άλλων, κυριαρχία σοβαρών αναλύσεων και εκτιμήσεων ανάλογα με τον χαρακτήρα, την φυσιογνωμία και την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος.
Η γνώση της διπλωματίας και της στρατηγικής των μεγάλων και ηγεμονικών δυνάμεων, επίσης, είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα, καθότι οι ηγεμονικές δυνάμεις ήταν και συνεχίζουν να είναι οι σημαντικότερες διαμορφωτικές δυνάμεις της ιστορίας.
Η τυπολογία των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων
Υπάρχουν κατά βάση τέσσερις αλληλένδετες κατηγορίες των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων τα οποία κάθε κράτος τα συγκεκριμενοποιεί ανάλογα με τις δικές του περιστάσεις και προϋποθέσεις.
Συνοπτικά, στην κορυφή βρίσκεται το συμφέρον εθνικής επιβίωσης, η αποτροπή υποδούλωσης της κοινωνίας σε έξωθεν κατακτητές κάθε είδους και η ασφάλεια της εθνικής Επικράτειας. Αυτά θεωρούνται έσχατες λογικές και υπέρτατα συμφέροντα για κάθε βιώσιμο κράτος.
Στις επόμενες κλίμακες είναι τα ζωτικά, μείζονα και δευτερογενή συμφέροντα. Δεν είναι λιγότερο σημαντικά και στηρίζουν τα έσχατα συμφέροντα. Συμπεριλαμβάνουν την κατάκτηση ισχυρής θέσης και ρόλου στην διεθνή κατανομή ισχύος και συμφερόντων, τον άριστο συνδυασμό εσωτερικής εξισορρόπησης (οι δικοί μας συντελεστές ισχύος που συμπεριλαμβάνουν και την γεωπολιτική σημασία ενός κράτους) και εξωτερικής εξισορρόπησης (αξιόπιστες συμμαχίες στην βάση εκατέρωθεν συμφερόντων και αποτελεσματικών συναλλαγών ιδιαίτερα με τις μεγάλες δυνάμεις).
Ακολουθούν συμφέροντα όπως η αντιμετώπιση δραστηριοτήτων ή ενεργειών που διαβρώνουν και αποδυναμώνουν την εθνική ισχύ, την κοινωνική συνοχή και το Πολιτειακό σύστημα. Επίσης, η οικονομική ισχύς και σταθερότητα και η ανάπτυξη της βιομηχανίας που σχετίζεται με την εθνική άμυνα και ασφάλεια. Σημαντικό συμφέρον είναι επιπλέον η αποτελεσματική συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς και η διαρκής ανάπτυξη ισχυρών αποθεμάτων διαπραγματευτικών ερεισμάτων.
Το ίδιο όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες των πολιτών και των επιχειρήσεων και την ασφάλεια των ομοεθνών εκτός συνόρων. Για το τελευταίο, η αγγλοσαξονική στρατηγική ανάλυση ορθώς θεμελίωσε ότι αξιόπιστο είναι εκείνο το κράτος το οποίο αδιαπραγμάτευτα είναι έτοιμο να χρησιμοποιήσει τους συντελεστές ισχύος του κράτους για την ασφάλεια ακόμη και ενός πολίτη ή ομοεθνούς πολίτη άλλου κράτους.
Η φιλοπατρία και η επίδειξη αυτοθυσίας εάν κινδυνέψει το κράτος θεωρούνται δεδομένες και αυτονόητες στάσεις, όπως και ο πολιτικός ορθολογισμός των μελών της κοινωνίας για την δομή και τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος. Στο ανελέητα ανταγωνιστικό και συχνά συγκρουσιακό διεθνές σύστημα εάν η πλειονότητα των μελών μιας κοινωνίας αντί πίστης, νομιμοφροσύνης και φιλοπατρίας αλληθωρίζουν εσχατολογικά προσδοκώντας ανύπαρκτους και ανέφικτους παγκόσμιους πολιτικούς τόπους, η πολιτεία δύσκολα επιβιώνει και είναι διαρκώς ευάλωτη σε έξωθεν διαβρώσεις, επιβουλές και συρρικνώσεις.
Κρατικά επιτελεία χάραξης στρατηγικής
Οι επιτελικοί κρατικοί θεσμοί χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής στελεχώνονται από κρατικούς λειτουργούς. Απαιτείται να είναι στερημένοι κομματικών διαβρώσεων και επειδή ενσαρκώνουν την μονιμότητα δεν αλλάζουν όταν αλλάζει η κυβέρνηση. Τα κράτη που διαθέτουν τέτοιους επιτελικούς κρατικούς θεσμούς είθισται να τα ενισχύουν εκλεκτικά με τους «άριστους των αρίστων» όλων των ειδικοτήτων οι οποίοι συνεισφέρουν με σύμβαση χωρίς να αποκλείεται κάποια στιγμή η μονιμοποίησή τους.
Τα στελέχη των επιτελικών κρατικών θεσμών συλλέγουν και αναλύουν πληροφορίες κάθε είδους: Των μυστικών υπηρεσιών τις οποίες όλα τα κράτη διαθέτουν, των διπλωματών και κάθε άλλης πηγής συμπεριλαμβανομένων –σύνηθες φαινόμενο για τις μεγάλες δυνάμεις– ποικιλοτρόπως «επιστρατευμένων» «διαμορφωτών γνώμης», επικοινωνιολόγων και αξιωματούχων άλλων κρατών που θα μπορούσαν να δώσουν πληροφορίες. Οι τοπικοί, περιφερειακοί και πλανητικοί συσχετισμοί ισχύος και συμφερόντων όπως είναι και όπως εξελίσσονται εντάσσονται σε μια ολιστική μεγάλη εικόνα που επιτρέπει οι αποφάσεις να είναι ρεαλιστικές και εστιασμένες στην ουσία.
“Ο στρατηγικός σχεδιασμός απαιτείται να συμπεριλαμβάνει πολλά περιβάλλοντα, να είναι διασφαλισμένη η ροή έγκυρων πληροφοριών, να ιεραρχεί τις στάσεις και ενέργειες των άλλων κρατών ή συνασπισμών σύμφωνα με τα οικεία συμφέροντα και να προετοιμάζει το έδαφος για εναλλακτικές αποφάσεις πιθανών απρόβλεπτων εξελίξεων.”
Εάν δούμε το οργανωτικό πλαίσιο ως μια πυραμίδα στην κορυφή της οποίας είναι ο αρχηγός του κράτους και τα επιτελικά υπουργεία, όσο οι πληροφορίες και οι αναλύσεις κινούνται ανοδικά, οι εκτιμήσεις αποκρυσταλλώνονται ολοένα και περισσότερο και προσαρμόζονται στα πράγματα όπως είναι και όπως εξελίσσονται.
Υπάρχει μια διαρκής αλληλεπίδραση όλων των εμπλεκομένων και μια διαρκής εκτίμηση ως προς τα ποιες είναι οι βέλτιστες αποφάσεις. Σημασία έχει ότι ανά πάσα στιγμή τα μέλη του ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που βρίσκονται δίπλα στην ανώτατη πολιτική ηγεσία, πρώτον, έχουν συνολική εικόνα και δεύτερον, έχουν γνώση των στρατηγικών των άλλων κρατών και έχουν σαφή εικόνα για το πως επηρεάζονται τα τρία επίπεδα ανάλυσης (τοπικά, περιφερειακά και οι πλανητικοί συσχετισμοί των ηγεμονικών δυνάμεων). Τρίτον, έχουν καθαρή εικόνα για το πώς εναλλακτικά σχέδια και εναλλακτικές αποφάσεις (contingency plans) επηρεάζουν τα προαναφερθέντα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα.
Για να επιτύχει η ανάλυση, στάθμιση και εκτίμηση των πραγμάτων ο στρατηγικός σχεδιασμός απαιτείται να συμπεριλαμβάνει πολλά περιβάλλοντα, να είναι διασφαλισμένη η ροή έγκυρων πληροφοριών, να ιεραρχεί τις στάσεις και ενέργειες των άλλων κρατών ή συνασπισμών σύμφωνα με τα οικεία συμφέροντα και να προετοιμάζει το έδαφος για εναλλακτικές αποφάσεις πιθανών απρόβλεπτων εξελίξεων.
Τονίζεται αυτή η πτυχή για να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι όχι μόνο η Ελλάδα ολοφάνερα και καθημερινά καταμαρτυρούμενα δεν διαθέτει άρτιους επιτελικούς κρατικούς θεσμούς όπως στοιχειωδώς τους περιγράψαμε πιο πάνω, αλλά επιπλέον στερείται ακόμη και των πιο στοιχειωδών δομών κατά υπουργείο και μεταξύ υπουργείων. Εισερχόμενοι στο 2020 οι καταιγιστικές αποφάσεις της Τουρκίας επί ζητημάτων που ενδιαφέρουν ζωτικά την Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο, την «Γαλάζια Πατρίδα», το «μνημόνιο» με την Λιβύη και τις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, καταμαρτυρεί την Ελληνική στρατηγική ανυπαρξία. Καταμαρτυρείται ότι η Ελλάδα αιφνιδιάζεται και τρέχει πίσω από τα γεγονότα. Η άμεση δημιουργία σοβαρών, υπερκομματικών και άρτια στελεχομένων επιτελικών κρατικών θεσμών είναι άμεση προτεραιότητα.
Πάγια χαρακτηριστικά της ιστορικής διαχρονίας και του σύγχρονου κόσμου
Ένα κράτος δεν μπορεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει στρατηγική εάν δεν δεσπόζει μια συντριπτικά κυρίαρχη ορθή και ορθολογιστική ανάλυση της διεθνούς πολιτικής. Οικουμενισμοί, διεθνισμοί και χαλαρότητα λόγω κάποιας φαντασιόπληκτης παγκοσμιοποίησης καθιστά το κράτος περίπου περιττό –πλανητικοποίηση έχουμε και όχι παγκοσμιοποίηση όπως πολύ καλά εξήγησε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, καθότι απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία, ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα και εντολοδόχος εξουσία–, αναιρούν κάθε προσδοκία αποτελεσματικής κρατικής συγκρότησης.
“Η ανάπτυξη της εθνικής στρατηγικής είναι ανέφικτη εάν οι ιθύνοντες δεν είναι γνωσιακά επαρκείς όσον αφορά την τυπολογία των στρατηγικών των ηγεμονικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στις περιφέρειες του πλανήτη και στην περιφέρεια στην οποία το ίδιο το κράτος ανήκει.”
Μείζονος σημασίας αποφάσεις όπως η συμφωνία των Πρεσπών βαθύτατων στρατηγικών προεκτάσεων, υπενθυμίζουμε, αιτιολογήθηκαν από πρόσωπα που κατείχαν θέσεις ευθύνης ως … διεθνισμός και ως … αντί-ιμπεριαλισμός ενώ η ανάλυση της Τουρκικής στρατηγικής και των σχέσεων της Άγκυρας με τις μεγάλες δυνάμεις συχνά κινείται σε επίπεδα αβάστακτου ερασιτεχνισμού. Επιπλέον, για το σημαντικότερο ζήτημα, δηλαδή τις στρατηγικές των ηγεμονικών κρατών που πάντα ήταν οι βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις της ιστορίας, καταμαρτυρείται κραυγαλέα παντελής άγνοια στοιχειωδών γνώσεων για την Αμερικανική στρατηγική, την γεωπολιτική αντιπαράθεση ναυτικών και ηπειρωτικών δυνάμεων και τους κλυδωνισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οι οποίοι εξόφθαλμα γίνονται ολοένα και πιο ισχυροί. Για να το πούμε διαφορετικά, η ανάπτυξη της εθνικής στρατηγικής είναι ανέφικτη εάν οι ιθύνοντες δεν είναι γνωσιακά επαρκείς όσον αφορά την τυπολογία των στρατηγικών των ηγεμονικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στις περιφέρειες του πλανήτη και στην περιφέρεια στην οποία το ίδιο το κράτος ανήκει.
Στην διεθνή πολιτική «το κυριότερο νόμισμα είναι η ισχύς»
Τέλος εξωτερική πολιτική και εθνική στρατηγική δεν υπάρχει εάν η σκέψη, η ανάλυση και οι αποφάσεις δεν εδράζονται πάνω στα αξιώματα του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος όπως διατυπώνονται ολιστικά στον Θουκυδίδη. Μεγάλοι σύγχρονοι στοχαστές της διεθνούς πολιτικής οι οποίοι εδράζουν τις αναλύσεις τους πάνω στα αξιώματα του Θουκυδίδειου Παραδείγματος είναι για παράδειγμα οι Robert Gilpin, John Mearsheimer και o Kenneth Waltz.
Για να σταθούμε στον τελευταίο και ίσως σημαντικότερο διεθνολόγο μετά τον Θουκυδίδη, ο «δεκάλογος» στην εισαγωγή της Ελληνικής μετάφρασης του κύριου βιβλίου του είναι το αλφαβητάριο όποιου επιθυμεί να σκέπτεται αληθινά, λογικά και ορθολογιστικά για την διεθνή πολιτική. Συνοπτικά:
1. Η έλλειψη ρυθμιστικής εξουσίας στο διεθνές σύστημα παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά των κρατών και στη σταθερότητα ή στην αστάθεια του διεθνούς συστήματος (άναρχο διεθνές σύστημα).
2. Καθώς απουσιάζει η υπερκρατική εξουσία, η οποία θα μπορούσε να ρυθμίζει τον ανταγωνισμό, οι σχέσεις των κρατών είναι κατά βάση ανταγωνιστικές και πολλές φορές συγκρουσιακές (ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα).
3. Τα κράτη σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό σύστημα πρέπει από μόνα τους να μεριμνήσουν για την ασφάλειά τους (αρχή της αυτοβοήθειας).
4. Τα κράτη στο άναρχο διεθνές σύστημα αναγκάζονται να λάβουν μέτρα, για να αυξήσουν την ασφάλειά τους. Τα μέτρα αυτά όμως μειώνουν την ασφάλεια των άλλων. Αυτό ανατροφοδοτεί την ανασφάλεια και τον ανταγωνισμό. Αυτό είναι το γνωστό «δίλημμα ασφάλειας».
5. Τα κράτη είναι οι βασικοί δρώντες στο διεθνές σύστημα άρα και η βασική μονάδα ανάλυσης των διεθνών σχέσεων (κρατικοκεντρικό διεθνές σύστημα). [οι διεθνικοί δρώντες είναι εγαλειακού χαρακτήρα μέσα στην στρατηγική των κρατών και οι διεθνείς θεσμοί εξ ορισμού και αναπόδραστα (λόγω υψηλών αρχών διεθνούς δικαίου, είναι εξαρτημένες μεταβλητές των κρατών και μάλιστα των ισχυρών].
6. Τα κράτη επειδή είναι «ευαίσθητα στο κόστος» έχουν κάθε λόγο να συμπεριφέρονται ορθολογικά. Τα λάθη τιμωρούνται (αρχή του ορθολογισμού).
7. Κυρίαρχος στόχος του κράτους είναι η κατοχύρωση της ασφάλειάς του, δηλαδή η επιβίωση, η διατήρηση της εδαφικής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας/αυτονομίας (βασικό εθνικό συμφέρον).
8. Τα κράτη επιδιώκουν να αποκτήσουν «ισχύ», η οποία είναι το κύριο «νόμισμα» στη διεθνή πολιτική (επιδίωξη ισχύος).
9. Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τα κράτη έχουν κίνητρο να εξισορροπήσουν τους αντιπάλους τους (στρατηγική εξισορρόπησης), για να αυξήσουν την ασφάλειά τους.
10. Οι μεμονωμένες προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη να εξισορροπήσουν τους αντιπάλους τους, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος ισορροπίας δυνάμεων που με τη σειρά του δύναται να συμβάλλει στη διατήρηση της ειρήνης (αρχή της ισορροπίας ισχύος).
Η κατανόηση του πολέμου στις ποικίλες του εκφάνσεις και αποχρώσεις είναι αναμφίβολα ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που αφορά την χάραξη και εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής. Ο πόλεμος είναι πολύ επικίνδυνο φαινόμενο και πολύ σοβαρό ζήτημα για να αναλύεται συναισθηματικά, με φόβο, με δέος, με όρους άγνοιας του ρόλου του πολέμου στην ιστορία και στις μέρες μας και του διαμορφωτικού του ρόλου όσον αφορά το ιστορικό γίγνεσθαι. Οι ποιοτικές βαθμίδες ενός διεθνολόγου, έγραψε ο Martin Wight στο εμβληματικό του έργο «Διεθνής θεωρία» κρίνονται από το τι λέει για τον πόλεμο.
Η τυπολογία των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων
(στηρίζεται στην αγγλοσαξονική πρακτική ανάλυσης και εκτίμησης των πραγμάτων και λίγο πολύ ισχύει για όλα τα κράτη ανάλογα με τις περιστάσεις και τις γεωπολιτικές συγκυρίες. Τα «κουτάκια» συμπληρώνονται ανάλογα και αντίστοιχα με τις προϋποθέσεις κάθε κράτους)
Έσχατες αξιωματικές θέσεις όταν χαράσσεται η στρατηγική ενός οποιουδήποτε κράτους
Κάθε κράτος θεωρεί απαραβίαστη την εθνική του κυριαρχία. Δεν εκχωρείται κυριαρχία παρά μόνο μετά από ένα αποτυχημένο επιθετικό πόλεμο
Κάθε πολίτης κάθε κράτους υποχρεωμένος (ηθικά και νομικά) να επιδείξει αυτοθυσία αν κινδυνεύσει η κρατική κυριαρχία.
Μόνο εθνοκράτη ανθρωπολογικά ζωντανά, δυναμικά και στρατηγικά προσανατολισμένα μπορούν να έχουν εθνικούς σκοπούς και έσχατα εθνικά συμφέροντα και να συγκροτούν στρατηγικές εκπλήρωσης αυτών των σκοπών. Για να το επιτύχουν πρέπει να υπάρχουν οι προϋποθέσεις συσπείρωσης των πολιτών γύρω από τα εθνικά συμφέροντα.
Όποια κράτη στερούνται αυτών και άλλων συναφών προϋποθέσεων παραπαίουν ή και αποθνήσκουν. Υπέρτατο και έσχατο εθνικό συμφέρον όλων των εθνοκρατών είναι η εθνική επιβίωση μέσα σε ένα ως εκ της φύσεώς του άκρως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα.
Εάν τα μέλη μιας κοινωνίας αντί πίστης, νομιμοφροσύνης και φιλοπατρίας αλληθωρίζουν εσχατολογικά προσβλέποντας προς ανύπαρκτους και ανέφικτους παγκόσμιους πολιτικούς τόπους, Η πολιτεία δύσκολα επιβιώνει και είναι διαρκώς ευάλωτη σε έξωθεν διαβρώσεις και επιβουλές.