Προδημοσίευση: «Η χρυσαλλίδα» της Ζοέλ Λοπινό (Καστανιώτης)

Η συγγραφέας είναι Γαλλίδα με ελληνικές ρίζες από την πλευρά της μητέρας της.

«Αυτό το μυθιστόρημα βασίζεται σε αληθινά γεγονότα» γράφει η Ζοέλ Λοπινό για το νέο της βιβλίο με τίτλο «Η χρυσαλλίδα» (εκδόσεις Καστανιώτη) που κυκλοφορεί στις 22 Ιουνίου.

Ένας πετυχημένος Έλληνας ζει ευτυχισμένα στη Νέα Υόρκη, αλλά η μοίρα τον φέρνει αντιμέτωπο με το παρελθόν και τις ενοχές του. Ένας Αθηναίος πρώην βιολιστής χάνει τα πάντα, ακόμα και το παιδί του. Μια ονειροπόλα γυναίκα με χρυσά μάτια, προικισμένη μ’ ένα σπάνιο χάρισμα, αποσύρεται σ’ ένα χωριό της Κρήτης, όπου μεγαλώνει μόνη τον γιο της.

Τι συνδέει αυτούς τους τρεις ήρωες; Πώς το παρελθόν τσαλακώνει τη ζωή τους; Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό και συρρέουν εκεί επισκέπτες από κάθε μεριά της γης;

Ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Ιστορίες ανθρώπων που γνώρισαν τη βία, την αδιαλλαξία, την ενοχή, τον ναρκισσισμό, τον χειρισμό.

Στη Χρυσαλλίδα η Ζοέλ Λοπινό προσεγγίζει τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, προτείνοντας μονοπάτια πέρα από τα συνήθη ώστε να ξαναπάρει τον έλεγχο της ζωής του. Επειδή είμαστε όλοι χρυσαλλίδες έτοιμες να πετάξουν και επειδή ο απώτερος σκοπός του καθενός μας είναι απλά, η ελευθερία του νου και η αγάπη.

Όπως γράφει στον πρόλογο «Υπάρχουν φωτεινοί άνθρωποι που ακτινοβολούν από αγάπη. Όταν έχεις την τύχη να τους συναντήσεις, μ’ ένα τους χαμόγελο σε πλημμυρίζουν χαρά. Μ’ ένα τους βλέμμα σε κατακλύζει εμπιστοσύνη. Σου εμφυσούν αυτοπεποίθηση, σε πείθουν πως όλα τα μπορείς, όπως όλα τα μπόρεσαν οι ίδιοι. Κοντά τους νιώθεις ότι δικαιούσαι την ευτυχία και την εσωτερική αρμονία. Γιατί σου δείχνουν ότι μέσα σου κρύβονται, ενώ εσύ τα έψαχνες μόνο έξω από σένα...»

Γαλλίδα με ελληνικές ρίζες από την πλευρά της μητέρας της, η Ζοέλ Λοπινό επέλεξε να ζήσει και να κάνει καριέρα στην Ελλάδα, τολμώντας να γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική της.

Έχει σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός επί είκοσι χρόνια. Είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών και τα τελευταία χρόνια εγκατεστημένη στην Κρήτη.

Από το 1996 αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή μυθιστορημάτων και παραμυθιών. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη και μαχητική στα θέματα του ρατσισμού, της ισότητας των δύο φύλων, της κακοποίησης παιδιών και γυναικών.

Έχει γράψει τα βιβλία «Χάρτινος Έρωτας» (2018), «Πιάσε τ’ άστρα της ζωής» (2017), «Το διαμαντένιο σώμα» (2016), «Μυστικό άρωμα» (2015), «Η Ελένη και το τέρας» (2014), «Η αγριλιά» (2013), «Αυτό σπίτι είσαι εσύ» (2012).

Η HuffPost προδημοσιεύσει απόσπασμα του νέου μυθιστορήματος της Ζοέλ Λοπινό «Η χρυσαλλίδα».

«Ο ανοιξιάτικος ήλιος κανάκευε τα ερημικά σοκάκια, όπου μονάχα μερικές κοκκαλιάρες γάτες σεργιάνιζαν αθόρυβα και χωρίς σκοπό, σαν χαμένα φαντάσματα. Υπερυψωμένος και οχυρωτικός, ο παραδοσιακός οικισμός του Λαμουρά κούρνιαζε σ’ έναν λόφο αγνάντια στην απεραντοσύνη του Κρητικού πελάγου.

Οι απαλές αχτίδες χρύσιζαν την ώχρα των βενετσιάνικων πύργων, αναδεικνύοντας αριστουργηματικά την αρχοντιά τους, αλλά δεν σταματούσαν εκεί. Δεν τους αρκούσε να θωπεύουν τοίχους και στενορύμια, να ξεγλιστρούν κάτω από τα κρυφά διαβατικά, να ενθαρρύνουν γλάστρες βασιλικού και γεράνια. Όχι, δεν τους έφτανε αυτό. Με άπλετες πινελιές, το φως πάσχιζε εδώ και αιώνες να ξεπλύνει τα αίματα ολόκληρων γενεών, θυσιασμένων στις ακατάπαυτες πατημασιές των οχτρών· βάναυσες κι εγκληματικές οι επιδρομές τους... Να φύγει οριστικά ο φόβος και ο θάνατος· να λυθούν τα μάγια και οι βαριές κατάρες.

Κι όμως, παρά τις επίμονες προσπάθειές του εκατονταετιών, το αιώνιο σκοτάδι, αθέατο μα πανταχού υπαρκτό, συνέχιζε να κρυφοτυλίγει το χωριό μ’ ένα σφιχτό φονικό κουκούλι.

Αντικρίζοντας τον Λαμουρά, έχοντας γυρίσει την πλάτη στο κοντινό Ρέθυμνο, μετά από μια διαδρομή δέκα χιλιομέτρων περίπου, ανάμεσα στο ασήμι των λιόδεντρων, ανάμεσα στους εύφορους κήπους και στις μυροβόλες πνοές των βοτάνων της Κρήτης, η καρδιά του διαβάτη παλλόταν ξαφνιασμένη από συγκίνηση. Ο Λαμουράς αποτελούσε ατόφιο πέτρινο εγχειρίδιο της τοπικής ιστορίας. Ο χρόνος εκεί ψηλά έμοιαζε να έχει παγώσει πριν από εκατοντάδες χρόνια. Εισχωρούσε κανείς στις παλιές σελίδες της βενετοκρατούμενης Κρήτης, στις επιδρομές του τρομακτικού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και της τούρκικης κατοχής.

Άσχετα με τον θαυμασμό που από την πρώτη ματιά κα- τακλύζει τον επισκέπτη, μια σκέψη δεν μπορεί παρά να γεννηθεί μέσα του: «Αυτόν τον έρημο λαό της Κρήτης δεν τον άφησαν τελικά ποτέ να ησυχάσει; Πάντα υπήρχαν εισβολείς να βυζαίνουν τα πλούτη του; Να υποδουλώνουν τα τέκνα του;» Μια δεύτερη σκέψη έρχεται ωστόσο ν’ απαλύνει την πικρία. «Αυτή η πολύτιμη κληρονομιά θα υπήρχε χωρίς τους κατακτητές; Θα μας καλωσόριζαν ετούτα τα διώροφα βενετσιάνικα αρχοντικά σπίτια με τις καλαίσθητες καμάρες, τις αψιδωτές πόρτες με τα οικόσημά τους, τους επιβλητικούς πύργους και τα θολωτά διαβατικά; Ή θα αργοξεψύχιζε ένα κοινό χωριό ξεχασμένο από τους πάντες; Θα γινόταν ο λαός της Κρήτης τόσο αγέρωχος και δυνατός αν δεν είχε να υπερασπιστεί το νησί του συνεχώς στο διάβα των αιώνων;»

Αν και μαγεμένος από τη γραφικότητα του τόπου ο επισκέπτης, καθώς περνοδιάβαινε ανάμεσα στα αναπαλαιωμένα αρχοντικά, μια περίεργη δυσφορία ανέβαινε μέσα του. Στην αρχή ένιωθε μια απλή ανατριχίλα, μια διάχυτη αίσθηση που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει. Από τη μια εντυπωσιαζόταν με τα έντονα βενετικά και οθωμανικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, συνάμα όμως ένα βάρος ανάβλυζε σταδιακά μέσα του. Αργά και αθόρυβα. Σαν να ήταν ποτισμένη η ατμόσφαιρα με βαθιά οδύνη και μια έχθρα, που την ρουφούσε με την ανάσα του. Ένα ξαφνικό μαράζι τον γράπωνε απ’ τον λαιμό και η ενέργεια του Κάτω Κόσμου όλο και τον στενοπεριέζωνε. Σε λίγο δεν ήξερε αν ήθελε να φύγει τρέχοντας ή να μείνει γητεμένος από το Κακό...

Ο τόπος αυτός κουβαλούσε στη ράχη του, χαραγμένη σε κάθε του πέτρα, μια δριμύτατη και ταραχώδη ιστορία πνιγμένη στο αίμα. Αποτυπωνόταν παντού, στους λαξεμένους τάφους των Μινωιτών πολεμιστών, λίγο παραέξω από το χωριό, αλλά και στις αρχοντικές κατοικίες των διάφορων κατακτητών, που όλοι είχαν αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα τους.

Οι θρύλοι άφθονοι και ποικίλοι. Από τα παλιά τα χρόνια, μυστήριες εξιστορήσεις διαδίδονταν από στόμα σε στόμα. Μύθοι ήταν; Αλήθεια πλεγμένη με τις χρωματιστές κορδέλες της φαντασίας; Μιλούσαν για νύμφες που εμφανίζονταν γύρω απ’ την πηγή και χόρευαν τις νύχτες· για ψυχές γενναίων πολεμιστών παγιδευμένες από την αρχαιότητα κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών· για μαύρη μαγεία που χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες χωριανούς κατά των Οθωμανών, τόσο ισχυρή, που αφήνει ακόμα σήμερα τις κατάρες της να πλανιούνται και να δρουν καταχθόνια. Ανέφεραν θησαυρούς θαμμένους από τους Βενετούς, στα έγκατα της γης, πριν τραπούν σε φυγή κατά την εισβολή των Τούρκων, και χρυσά φλουριά που εμφανίζονταν άξαφνα τις νύχτες στους κήπους των χωρικών. Λένε πως μπορούσε κανείς ν’ αποκτήσει μυθική περιουσία μ’ αντάλλαγμα κάποια μέλη του σώματός του ή την ψυχή του. Πάντως, όσο φτωχοί κι αν ήταν οι κάτοικοι, ουδείς ποτέ τόλμησε να χαρίσει την ψυχή του στον Κάτω Κόσμο. Λένε...

Γεγονός ήταν πως μια αλλόκοτη αίσθηση, ένα βάρος, απλωνόταν παντού. Νεκρές ψυχές αιωρούμενες και χαμένες αναζητούσαν απεγνωσμένα το φως της λύτρωσης. Όπως εκείνου του μικρού αγοριού που ένας Τούρκος ονόματι Σεχίτης, από μίσος και οργή προς τους γονείς του, το πέταξε στα μυλαράκια της φάμπρικάς του, με αποτέλεσμα το παιδί να βρει αργό, τραγικό θάνατο. Η ψυχή του, λένε, ακόμα ζητούσε εκδίκηση και στοίχειωνε το χωριό. Όμως ποιος μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό;

Σ’ αυτόν τον παράξενο τόπο, λίγο παραπάνω από την κεντρική πλατεία, μια αύρα δροσιάς και φωτός μαγνήτι- ζε το βλέμμα του περαστικού. Την ατένιζε κανείς ευθεία μπροστά του σαν ανασήκωνε το κεφάλι, στον αγκώνα ενός μαίανδρου που ανηφόριζε προς τον Προφήτη Ηλία. Εκεί, ένα αναπαλαιωμένο χρωματιστό σπίτι με εσωτερική αυλίτσα είχε μετατραπεί σε κουκλίστικο εργαστήρι· το μοναδικό του άνω χωριού.

Αναρριχώμενα φυτά και μια χαρούμενη μπλε καμπα- νούλα -η λεγόμενη «πρωινή χαρά»- αγκάλιαζαν την είσοδό του σ’ ένα πέπλο πράσινου ζωηρού χρώματος. Από την πυκνή πρασινάδα δραπέτευε ένα ψιλό δαντελένιο μαγνάδι, που το γιασεμί το είχε κρυφοπλέξει, έτσι που η γλυκιά του οσμή να υποδέχεται χαϊδευτικά τον διαβάτη.

Μια σειρά από άσπρες σπείρες ζωγραφισμένες στο πλακόστρωτο δρομάκι οδηγούσαν μέχρι την πόρτα του μαγαζιού. Η σπείρα, πανίσχυρο αρχαίο ελληνικό σύμβολο της Ζωτικής Δύναμης, αναπαριστά τις περιπλανήσεις της ψυχής και την τελική επιστροφή της στο Κέντρο. Όποιος γνώριζε τη σημασία αυτού του συμβόλου ήξερε εκ των προτέρων πως θα συναντούσε ένα πνευματικό άτομο. Μα ακόμα κι αν το αγνοούσε, δεν μπορούσε να προσπεράσει το κατώφλι του, καθότι μια μεθυστική μοσχοβολιά δραπέτευε από μέσα και τον άρπαζε έτσι κι αλλιώς από τη μύτη. Μοσχομύριζε πράγματι ολημερίς ζεστό μπισκότο, μόλις βγαλμένο από τον φούρνο, άλλοτε μ’ ένα χειμαρρώδες άρωμα κανέλας, μοσχοκάρυδου ή γαρύφαλλου, άλλοτε μ’ ευωδιά από τριαντάφυλλο, λεβάντα ή γιασεμί. Αλλά και μυρωδιές πιο σπάνιες στη ζαχαροπλαστική, βασιλικό κι αρισμαρί. Μπισκότα που γήτευαν την ψυχή, μ’ ευχές πλασμένα και λόγια που γαληνεύουν την καρδιά, με όμορφα τραγούδια ώστε να χαμογελάσει η ζωή· και ζυμωμένα με φωτεινή αγάπη ώστε να ρέει η αρμονία μέσα σ’ αυτόν που θα τα γευτεί.

Εκεί ζούσε κι εργαζόταν η Ηλιάνα. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, πάντα με μειλίχια καρδιά. Η ψυχή της ακτινοβολούσε πέρα από τα τείχη του μικρού αυτού χωριού, γι’ αυτό άλλωστε της είχαν δώσει το όνομα του ήλιου. Η Ηλιάνα ήταν αυτό που ονομάζουν «θεραπεύτρια του φωτός». Ξεχείλιζε από συμπόνια και θετικότητα και είλκυε με τον δικό της τρόπο τους πονεμένους ανθρώπους, για να σταλάξει μέσα τους την ελπίδα και μια γλυκιά γιατρειά. Οι επισκέπτες της έρχονταν από παντού, από τις κρύες χώρες του Βορρά, όσο κι ολόκληρης της Δύσης. Συχνά έφταναν ως εκεί σταλμένοι από φίλους τους που είχαν σωθεί χάρη σ’ εκείνην· ή απλά η ζωή η ίδια τους έσπρωχνε σ’ αυτό το μακρινό μαγαζάκι προκειμένου να ξαναβρούν τον εαυτό τους.

Η Ηλιάνα έμενε μόνη στο χωριό, χειμώνα καλοκαίρι, με το παιδάκι της, ένα ελεύθερο μοναχικό αγόρι δέκα χρόνων. Τ’ άλλα παιδιά του Λαμουρά δείλιαζαν να παίξουν μαζί του γιατί το φοβούνταν. Έτρεμαν στην πραγματικότητα τη μητέρα του, που, μιμούμενοι τους γονείς τους, την αποκαλούσαν από άγνοια «μάγισσα».

Μάγισσα όμως δεν ήταν. Σας το λέω εγώ που την γνώρισα. Όταν έχεις τόσο αγνή καρδιά και σκορπάς μόνο το καλό στον περίγυρό σου, πρέπει να σ’ αποκαλούν «νεράιδα». Όμως οι νεράιδες στα παραμύθια και στα δάση κρύβονται πλέον. Πού να τολμήσουν να εμφανιστούν στις πόλεις και στις κατοικημένες περιοχές; Η καλοσύνη κι η χαρά, στις σκοτεινές μέρες που διανύουμε, θεωρούνται ύποπτες· τρομάζουν τους ανθρώπους.

Φοβάται εύκολα ο κόσμος ό,τι δεν γνωρίζει, και βιάζεται να το απορρίψει».

Δημοφιλή