Η Λουτσία είναι µια νεαρή γυναίκα µε αστική καταγωγή, κόρη υφυπουργού της ∆ηµοκρατίας του Σαλό, η οποία µεγάλωσε µέσα στους µύθους του φασισµού (με γονείς υψηλόβαθμα μέλη του φασιστικού κόμματος) και απολύτως πεπεισµένη πως οι αγριότητες στα στρατόπεδα εργασίας είναι ψέµατα.
Αποφασίζει να το διαπιστώσει προσωπικά και µπαίνει το καλοκαίρι του 1944 εθελοντικά στο Νταχάου, σίγουρη ότι µπορεί να διαψεύσει τις, όπως θεωρούσε, συκοφαντίες και προπαγάνδα των εχθρών, για τους τρόπους αντιµετώπισης των «εργατών» από το µεγάλο Ράιχ του Χίτλερ.
Θα ακολουθήσει µια κατάβαση στα τάρταρα, περίπλοκη και βίαιη, όπου η Λουτσία βιώνει τη φρίκη -την κάνει δική της κυριολεκτικά σαν να «εκτίει την ποινή της».
Θα φύγει για να επιστρέψει στην Ιταλία στα τέλη του 1945, σε ηλικία μόλις 20 χρονών, παράλυτη από τη μέση και κάτω, καθώς κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού και ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει ανθρώπους που ήταν κάτω από τα ερείπια, κατέρρευσε επάνω της ένας τοίχος. Δεν θα περπατήσει ποτέ ξανά, παρά τις χειρουργικές επεμβάσεις και θα εθιστεί στη μορφίνη.
Η Ιταλίδα συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Λούτσε ντ’ Έραµο (Ρενς, Γαλλία, 1925 - Ρώµη, 2001), διατρέχει ως Λουτσία µια ολότελα δική της διαδροµή προς την ωριµότητα και τη διάπλαση του χαρακτήρα της, η οποία ηχεί ως περιπέτεια της συνείδησης, πειστήριο και κραυγή συναγερµού.
Η «Εκτροπή» είναι µια ιστορία για τον κόπο που απαιτείται προκειµένου να πετάξεις από πάνω σου τα ψέµατα, µε τα οποία η µνήµη, ατοµική και συλλογική, διηγείται το παρελθόν της.
Θίγει την πλάνη των ιδεολογιών και περιγράφει το µαρτύριο µε απώτερο σκοπό την ανακάλυψη της αλήθειας.
Όταν το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1979, γνώρισε αµέσως τεράστια επιτυχία και εκδόθηκε σε όλον τον κόσµο.
Ήταν άλλωστε, το πιο διάσημο από τα δώδεκα μυθιστορήματα, τις συλλογές διηγημάτων και τις μονογραφίες που εξέδωσε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Το 1993 τιµήθηκε µε το βραβείο Premio Napoli για το βιβλίο της Ultima Luna.
Η «Εκτροπή» (μετάφραση Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Κλειδάριθμος) κυκλοφορεί στις 22 Μαρτίου.
Η HuffPost προδημοσιεύσει απόσπασμα.
Καταφύγιο στο Νταχάου
Το στρατόπεδο διαλογής του Νταχάου χωρίζεται από το στρατόπεδο συγκέντρωσης με μια μεγάλη λωρίδα άνυδρης κι ακαλλιέργητης γης.
Τα δύο στρατόπεδα είναι ολόιδια εξωτερικά, εκτός από μία λεπτομέρεια: τα συρματοπλέγματα που περικλείουν τον χώρο του δεύτερου τα διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης.
Τριγύρω η πεδιάδα είναι έρημη, το κλίμα μελαγχολικό, ακόμα κι ο ουρανός μοιάζει με σάβανο έτοιμο να ξετυλιχτεί και να σκεπάσει τον ορίζοντα, τόσο που σου φαίνεται πως βρίσκεσαι σε μια περιοχή απομονωμένη κι απροσπέλαστη.
Όσο ήμουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αγνοούσα ακόμα και ότι σε λίγα μέτρα από μας υπήρχε κι άλλο στρατόπεδο. Μόλις τώρα το έμαθα.
Δραπετεύοντας, είχα ελπίσει ότι μπορούσα να εγκαταλείψω την περιοχή, να απομακρυνθώ ακόμα κι από τις αναμνήσεις, κι όμως να που ξαναβρίσκομαι στη γειτονιά του οργανωμένου θανάτου, ακριβώς σ’ αυτό το στρατόπεδο διαλογής, στο Νταχάου, λίγα μέτρα από το Κ-Λάγκερ, από το οποίο είχα αποδράσει με τόσες ελπίδες.
Σέρνομαι κάτω από το συρματόπλεγμα και μπαίνω στο στρατόπεδο.
Ομάδες ξένων, ως επί το πλείστον είναι Γάλλοι και Ιταλοί, νομίζω, τριγυρίζουν ανάμεσα στα παραπήγματα κουβεντιάζοντας αναμεταξύ τους. Σταματάω κοντά στο συρματόπλεγμα, σαν να σκέφτομαι και να γυρεύω κάτι.
Έπειτα ξαναρχίζω να περπατάω χωρίς βιασύνη προς τους ξένους και χώνομαι ανάμεσά τους, ακούγοντάς τους νωθρά, λες κι είμαι μία από αυτούς. Έχω την αίσθηση ότι με παρακολουθούν, ότι με κατασκοπεύουν, παρότι, κοιτάζοντας γύρω μου, δεν βλέπω παρά αφηρημένα και τυχαία βλέμματα πάνω μου. Κάποιος πλησιάζει από άλλες συντροφιές. Όλοι φορούν πολιτικά και οι περισσότεροι είναι ντυμένοι με καθαρά, καθωσπρέπει ρούχα, σε αρκετά καλή κατάσταση. Μπορείς αμέσως να μαντέψεις ότι είναι νεοφερμένοι στη Γερμανία. Όμως δεν είναι αυτοί που μου προκαλούν αμηχανία, είναι πιο πολύ η επιδεικτική αδιαφορία των πιο ταλαιπωρημένων, με πρόσωπο βασανισμένο και σκληρό. Προφανώς βρίσκονται κάμποσο καιρό στη Γερμανία και αναγκαστικά ξέρουν για το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ίσως μαντεύουν ότι είμαι δραπέτισσα και, φοβούμενοι τις τιμωρίες των Γερμανών, ετοιμάζονται να με καταδώσουν. Αλλά κι εγώ πού μου ’ρθε να χωθώ ειδικά εδώ; Σίγουρα κανείς δεν το ξανάκανε ποτέ, κι εφόσον δεν το ’κανε κανείς, κάποιος λόγος θα υπάρχει.
Προσπαθώντας να δείχνω όσο το δυνατόν πιο αδιάφορη, μπαίνω σ’ ένα παράπηγμα μπροστά στο οποίο υπάρχουν κάτι παιδάκια καθισμένα καταγής, τυπικά Ρωσάκια. Κανένα τους δεν με κοιτάζει. Και στο εσωτερικό τα παραπήγματα είναι σαν τα δικά μας, γεμάτα με κρεβάτια διπλά και διώροφα -σ’ εμάς όμως οι όροφοι ήταν τρεις-, με αχυροστρώματα και τραχιές κουβέρτες, και μια σόμπα στο κέντρο.
Γυναίκες και μικρά παιδιά στριμώχνονται ανά πέντε ή έξι σε κάθε αχυρόστρωμα, ενώ οι άντρες είναι ξαπλωμένοι ή ανακούρκουδα στο πάτωμα, αμίλητοι. Και εδώ οι περισσότεροι είναι κουρεμένοι γουλί. Προσπαθώ να περπατάω με τον θώρακα στητό και με βήματα βαριά και συρτά, σαν Σλάβα.
Κάθομαι χάμω, πίσω από τη σόμπα.
Βάζω το μαντίλι μου στο κεφάλι, το περνάω σταυρωτά κάτω από το πιγούνι και το δένω πίσω από τον αυχένα, όπως οι Ρωσίδες.
«Κόφ’ το, μωρέ, εσύ είσαι Σοβιετική όσο είμαι εγώ Κινέζος», μου λέει χτυπώντας με στον ώμο ένας Ιταλός που σύρθηκε και κάθισε δίπλα μου πίσω από τη σόμπα, μπροστά στο θολωμένο, σκοτεινιασμένο παράθυρο. Είναι ένας νεαρός με ξυρισμένο κεφάλι, μπερέ ριχτό προς τον αυχένα, τρίχες σκόρπιες και άνισες στα βουλιαγμένα του μάγουλα, δόντια μαύρα και σπασμένα στο κόκκινο σαρκώδες στόμα, μικρές ρυτίδες στα μάτια που έχουν μια έκφραση έξυπνη και ντόμπρα.
«Δεν καταλαβαίνω», λέω στα ρώσικα, «νιεπανιμάγιου».
«Κόφ’ το, σου λέω! Με φοβάσαι;» Σκύβει στο αυτί μου, η ανάσα του ζέχνει αλκοόλ ανακατεμένο με ταμπάκο: «Δραπέτης είμαι κι εγώ.»
«Νιεπανιμάγιου», επαναλαμβάνω.
Με κοιτάζει τσαντισμένος:
«Εντάξει, άμα το θέλεις έτσι, βολέψου μόνη σου.»
Προσέχοντας το ανήσυχο βλέμμα μου, κουνάει το κεφάλι:
«Είσαι τελείως στραβάδι. Φοβάσαι τους Ρώσους; Εμείς τι να πούμε δηλαδή, που βρισκόμαστε μόνιμα στα δικά τους παραπήγματα.»