Προεδρία Τραμπ: Επιστροφή στο μέλλον ή απλά η συνέχεια του έκδηλου πεπρωμένου;

Υπάρχει ένα συνεχές μιας συγκεκριμένης αφήγησης και εδραιωμένης πεποίθησης ότι η Αμερική έχει ως θεϊκή αποστολή την ηγεμονική της θέση.
via Associated Press

* Του Πέτρου Βαμβακά, Αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών & Διεθνών Σχέσεων του Emmanuel College της Βοστώνης, Διευθυντή στο Ινστιτούτο Μελετών Ανατολικής Μεσογείου, μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του ΕΝΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 24ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών του Ινστιτούτου ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί στο www.enainstitute.org

Η πρώτη εβδομάδα της δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ επιβεβαίωσε όλες τις προβλέψεις σχετικά με την επιστροφή του προέδρου που θα αναδιέτασσε τους συσχετισμούς και θα προκαλούσε συστημική διαταραχή. Ο λαβωμένος και διωκόμενος από το σαθρό σύστημα πρόεδρος επιστρέφει ως τιμωρός και λυτρωτής με τον ιερό σκοπό να επαναφέρει την ηγεμονική ιμπεριαλιστική αίγλη που προσήκει στην Αμερική. Χρησιμοποιεί την Κολούμπια, ως προσωποποίηση της Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα, απεικονίζοντάς την ως απροστάτευτη γυναίκα που έχει υποστεί τη βία, την εισβολή και την αγνωμοσύνη ενός παρασιτικού πλανήτη, ακόμα και από τους φίλους Ευρωπαίους μέχρι και τους άμεσους γείτονες, Μεξικό και Καναδά. Και ενώ ακούγεται σαν τηλεοπτικό σενάριο, αυτή ακριβώς ήταν η αφήγηση που οδήγησε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο για δεύτερη φορά, διότι είναι κοινωνικά και πολιτικά εμπεδωμένη, με σχετικές ιστορικές αναφορές. Δεν είναι τόσο η υπόσχεση Τραμπ για τη μεγάλη επιστροφή της Αμερικής που ξενίζει τους ψηφοφόρους που δεν τον ψήφισαν όσο ο ωμός αυταρχικός τρόπος του, χωρίς τον στρογγυλοποιημένο πολιτικά ορθό λόγο.

Από την ημέρα της ορκωμοσίας και τα 24ωρα που ακολούθησαν, οι ανακοινώσεις και τα προεδρικά διατάγματα κινούνταν ακριβώς εντός του πλαισίου της επιστροφής του προστάτη της «απροστάτευτης» Αμερικής που τελικά θα ανέκαμπτε με τη βοήθεια του «θεόσταλτου λυτρωτή» της. Πολλοί αναλυτές, εντός και εκτός ΗΠΑ, που προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τις κινήσεις του προέδρου εν κενώ, χωρίς να τις τοποθετούν στο πλαίσιο της έμφυτης «αμερικανικής ιδιαιτερότητας», καταλήγουν σε λάθος εκτιμήσεις.

Ο Τραμπ, παρά τη νευρικότητα και την ταραχή που προκαλεί παγκοσμίως, είναι πιο προβλέψιμος απ’ ό,τι εκτιμάται και είναι εφικτό να μετρηθούν οι κινήσεις του, διότι ακολουθούν πάντα τη λογική κόστους – οφέλους. Έπειτα από μία δεκαετία, είναι σχεδόν σίγουρο ότι επιδιώκει πάντα να θέτει την ατζέντα, ενώ όλοι προσπαθούν να κατανοήσουν όχι μόνο τη ρητορική του, αλλά και τις επόμενες προθέσεις και κινήσεις του. Ταυτόχρονα, προσπαθεί πάντα να επιβάλει μέσα από τις ακραίες τοποθετήσεις του το δίκαιο του ισχυρού, μια τακτική που προέρχεται από τον κόσμο των επιχειρήσεων, την οποία χρησιμοποιεί επιδιώκοντας την τέχνη της συμφωνίας. Προσπαθεί διαρκώς να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, θέτει μαξιμαλιστικούς στόχους και παρακολουθεί τους συνομιλητές και τους ανταγωνιστές του να διαπραγματεύονται, πριν καν φτάσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ενώ ο Τέντι Ρούσβελτ έλεγε: «Μίλα χαμηλόφωνα κραδαίνοντας ένα μεγάλο ρόπαλο», ο Τραμπ προσπαθεί να μιλά δυνατά επιζητώντας υποταγή χωρίς να χρειαστεί το ρόπαλο.

Ενώ εκ πρώτης όψεως οι πρακτικές του Ντόναλντ Τραμπ δεν έχουν προηγούμενο, ιδιαίτερα εάν τις συγκρίνουμε με τις θητείες των προκατόχων του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστορία δεν είναι και τόσο απόλυτη. Το ορόσημο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι σημαντικό, διότι το θεσμικό πλαίσιο το οποίο επιζητά να ανατρέψει ο Τραμπ είναι αυτό που καθιερώνεται από τις ΗΠΑ ακριβώς μετά τον Πόλεμο. Πρόκειται για την ίδια εποχή που οι ΗΠΑ καθιερώνονται ως μια παγκόσμια ηγεμονική δύναμη, εξέλιξη της οποίας το κόστος έχει σήμερα δημιουργήσει εσωτερικούς οικονομικούς κραδασμούς και κοινωνικά ρήγματα. Η εκλογή Τραμπ, ήδη από το 2016, σηματοδοτεί την ανάγκη ή την πίεση της κοινωνίας να ανασχεθεί η σημερινή πορεία της χώρας, μια πορείας που πάνω από το 70% των Αμερικανών συμφωνεί ότι είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Ο Τραμπ, όπως και ο Ομπάμα πριν από αυτόν, έρχεται τη στιγμή που η αμερικανική κοινωνία νιώθει το αίσθημα της παρακμής έπειτα από έναν αιώνα κυριαρχίας και ηγεμονίας. Το πιθανό τέλος του χρυσού αιώνα της ηγέτιδας δύναμης του δυτικού κόσμου είναι αδιανόητο, ειδικά σε έναν ανταγωνισμό με κράτη τα όποια θεωρούνταν ως «υποδεέστερα, όπως η Κίνα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα σοβινιστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας έχουν φέρει στο πολιτικό προσκήνιο ως αντίδοτο την αφήγηση του έκδηλου πεπρωμένου της χώρας και της ιερής της αποστολής.

Από την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων στην Βόρεια Αμερική εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η Αμερική είναι η Γη της Επαγγελίας και ότι ο προορισμός της ήταν να αποτελέσει έναν φωτεινό φάρο για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Από το κήρυγμα του Τζον Γουίνθροπ το 1630, 157 χρόνια πριν από τη συνταγματική θέσπιση των ΗΠΑ, μέχρι και την ιδέα του «έκδηλου πεπρωμένου» της Αμερικής του Ο’ Σάλιβαν το 1845, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο επεκτατισμός προς το Τέξας και τις δυτικές περιοχές της ηπείρου, η σύνδεση της Αμερικής με το θέλημα του Θεού, είναι βαθιά ριζωμένη στο ιστορικό και πολιτικό υποσυνείδητο της αμερικανικής κοινωνίας.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε και η επιβολή του βιομηχανικά αναπτυγμένου Βορρά επί του φεουδαρχικού Νότου αναζωπύρωσε τις ιδέες αυτές μέσα στο πλαίσιο του τότε επίκαιρου δαρβινισμού, που πρέσβευε αυτές ακριβώς τις ιδέες. Η Αμερική, ως η δύναμη της προόδου, της ευημερίας και της οικονομικής ελευθερίας, είναι η εκπλήρωση της ιερής της αποστολής. Ο πρόεδρος ΜακΚίνλεϊ σε προσωπική του αφήγηση, εκμυστηρεύθηκε, ότι έπειτα από θεία παρέμβαση αγγέλου, ανέλαβε την ιμπεριαλιστική αποστολή στην Καραϊβική και στις Φιλιππίνες, έτσι ώστε να εκπαιδεύσει τους Φιλιππινέζους. Το 1899 το ποίημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Η Αποστολή του Λευκού» ωθεί τον πρόεδρο ΜακΚίνλεϊ στο να μετατρέψει την Αμερική από χώρα του δυτικού ημισφαιρίου σε παγκόσμια δύναμη του «καλού και της προόδου», έτσι ώστε να λυτρώσει τους πληθυσμούς από την άγνοια, την προκατάληψη, τον φόβο και τον αυταρχισμό. Αυτή η αφήγηση είχε πολλούς αποδέκτες και συνεχιστές τα επόμενα χρόνια στον Λευκό Οίκο.

Ο επόμενος πρόεδρος, ο Θίοντορ «Τέντι» Ρούσβελτ, συνέχισε το έργο του ΜακΚίνλεϊ, με μερικές σημαντικές ιδιαιτερότητες όμως σε ό,τι αφορά τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Για τον Τέντι Ρούσβελτ, ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός συνοδεύεται από ένα προοδευτικό κοινωνικό κράτος, από οικολογική ευαισθησία, αλλά και από κανόνες για τη σωστή λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, με τη νομοθεσία ενάντια στα μονοπώλια και το μεγάλο κεφάλαιο. Την ίδια αίσθηση της αμερικανικής ιδιαιτερότητας ή εξαίρεσης μοιράζονται, σε διαφορετικό βαθμό, όλοι σχεδόν οι Αμερικανοί πρόεδροι. Ο Γουίλσον και η Συνθήκη των Βερσαλλιών ή ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμα και ο Κένεντι ή, πιο πρόσφατα, ο Κλίντον και οι Μπους, είχαν την αίσθηση της οικουμενικής ευθύνης της Αμερικής στο πλαίσιο μιας θεϊκής αποστολής.

Η προεδρία Τραμπ σήμερα δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει μόνο για τη ρητορική του ενοίκου του Λευκού Οίκου. Πρέπει να τη δούμε μέσα από το πρίσμα της ιστορίας και της εθνικής αφήγησης των ΗΠΑ. Είναι πολύ πιο σημαντικό να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα συνεχές μιας συγκεκριμένης αφήγησης και εδραιωμένης πεποίθησης ότι η Αμερική έχει ως θεϊκή αποστολή την ηγεμονική της θέση. Κάθε απόκλιση από αυτή την πορεία είναι αντίθετη στο θέλημα του Θεού και επιβολή του κακού. Αυτή η θρησκευτική χροιά και η μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι εμφανείς και διάχυτες διαχρονικά στον πολιτικό λόγο, ιδιαίτερα στην τελευταία προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ, έπειτα από τις δύο απόπειρες δολοφονίας, ιδιαίτερα εκείνη της Πενσυλβάνια. Ο «θεόσταλτος» πλέον «λυτρωτής της Αμερικής» θα τιμωρήσει εκείνους που ευθύνονται για την παρακμή της εντός και εκτός συνόρων και θα τη γλιτώσει από την παρακμή. «Η πτώση της Αμερικής τελειώνει σήμερα» ανακοίνωσε ο Τραμπ κατά της διάρκεια της ορκωμοσίας του. Το μαχητικό σύνθημα «Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά» (Μake America Great Again) δεν αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά στο έκδηλο πεπρωμένο.

Δημοφιλή