Κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Τούρκος ομόλογός του Ταγίπ Ερντογάν θα επισκεφθεί την χώρα μας το διήμερο της 7ης και 8ης Δεκεμβρίου. Η συνάντηση αυτή καθ’ εαυτή δεν δύναται εκ των προτέρων να χαρακτηριστεί ούτε ως θετικό, ούτε ως αρνητικό γεγονός. Το περιεχόμενο των συζητήσεων, που λογικά έχει προσυμφωνηθεί, αυτά που ενδεχομένως θα ή δεν αποφασιστούν και εν γενεί οι δηλώσεις των δύο πλευρών, θα καθορίσουν το πρόσημο της πολυαναμενόμενης συνάντησης.
Κατ’ αρχήν, είναι πολιτικά γόνιμο έως και διπλωματικά επιβεβλημένο να συναντώνται οι εκπρόσωποι κρατών, πόσο μάλλον αυτών όπου οι διμερείς τους σχέσεις καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του φάσματος που παρατηρείται στο διεθνές σύστημα, από την συνεργασία έως τον ανταγωνισμό, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν έφθασαν στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης. Εντούτοις, δύσκολα η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου θα αποτελέσει μία καμπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή ότι θα είναι μια καλή ευκαιρία για κατιδεασμό (brainstorming). Η «στρατηγική» πολιτικής επιβίωσης, που ακολουθείται σθεναρά από την ελληνική κυβέρνηση, στο εσωτερικό επιβάλλει διεκπεραιωτικές και όχι ρηξικέλευθες επιλογές και στο εξωτερικό. Επίσης, ο χαρακτήρας και οι κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις του Ταγίπ Ερντογάν δημιουργούν ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο και εξανεμίζουν τις όποιες καλές προθέσεις του εκάστοτε συνομιλητή του˙ πόσο μάλλον στις περιπτώσεις όπου ο Τούρκος πολιτικός αισθάνεται ισχυρότερος.
Την τωρινή περίοδο η Τουρκία αντιμετωπίζει σημαντικότερα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα από την Ελλάδα. Τα ελληνικά προβλήματα διογκώθηκαν κυρίως από την αναβλητικότητα, δυστοκία και ανεπάρκεια των μνημονιακών κυβερνήσεων με προεξέχουσα την παρούσα. Στην σημερινή Τουρκία παρουσιάζονται τάσεις επαναπροσδιορισμού των βασικών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτειακών επιλογών της. Η συντηρητική μετάλλαξη της χώρας επηρεάζει και τις βασικές ελληνικές στοχοθεσίες, σχετικά με την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Είκοσι χρόνια πριν, πολλοί θεώρησαν ότι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας συνιστά το προαπαιτούμενο της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων, ενώ η αποδέσμευση της ενταξιακής της πορείας στην ΕΕ θα ήταν ο καταλύτης που θα επιτάχυνε την εν λόγω διαδικασία. Προφανώς, οι μέχρι σήμερα εξελίξεις δεν επαληθεύουν τις συγκεκριμένες αιτιάσεις˙ η γειτονική χώρα μάλλον απομακρύνεται παρά συγκλίνει προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Υπό το ίδιο στρατηγικό πρίσμα, θεωρήθηκε ότι η διεύρυνση των οικονομικών σχέσεων Ελλάδος – Τουρκίας, θα αποτελέσει την ασφαλέστερη οδό και για την υπερκέραση των διμερών προβλημάτων. Παρά την αξιοπρόσεκτη αύξηση του εμπορίου, μεταξύ των δύο κρατών και την επαύξηση των τουριστικών ροών αμφοτέρωθεν, δεν έχουν περισταλεί οι αιτίες του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, και η τουρκική διπλωματία φαίνεται να χρησιμοποιεί την οικονομία για την εξυπηρέτηση των στόχων της (αναθεωρητικής) εξωτερικής πολιτικής και όχι το αντίθετο.
Η θέση ότι η οικονομία θα αμβλύνει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό πάσχει λογικά και πρακτικά. Θεωρητικά πάσχει, διότι εκλαμβάνει μονοσήμαντα τις συνεργασιακές επενέργειες των οικονομικών σχέσεων, παρακάμπτοντας το στοιχείο του ανταγωνισμού ως θεμελιακό μέγεθος στην οικονομική σφαίρα. Πρακτικά, δεν υπολογίστηκε επαρκώς ότι ακόμη κι ως ένα «παίγνιο θετικού αθροίσματος» οι οικονομικές σχέσεις παράγουν συνήθως σχετικά οφέλη και δρομολογούν την διαδικασία άνισης ανάπτυξης. Όλοι όσοι, επικαλούνται τώρα την οικονομική ευρωστία της γείτονος -κατά βάση το ύψος του ΑΕΠ της- ως παράγοντα ισχύος, στον οποίον οφείλουμε να προσαρμοστούμε, έκαναν λάθος είτε στην πρόγνωση, είτε λανθάνουν στην ερμηνεία της διάγνωσης, σχετικά με τον ευεργετικό ρόλο της οικονομίας στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Γενικότερα, στην ελληνική δημόσια σφαίρα, ο τουρκικός αναθεωρητισμός άλλοτε ερμηνεύεται ως πρόσχημα σε περιόδους εσωτερικών εντάσεων στην Τουρκία, απόρροια του κοινωνικού της μετασχηματισμού που επιταχύνθηκε επί Ερντογάν, και άλλοτε ως φυσική απόληξη της διαδικασίας άνισης ανάπτυξης, πόσο μάλλον την τελευταία επταετία που συγχρονίστηκε με την ελληνική κρίση. Όλοι όσοι σήμερα, όντες όψιμοι ρεαλιστές, επικαλούνται την αδυναμία μας και την τουρκική ισχύ ως αναγκαίο κακό για την συνέχιση της διμερούς προσέγγισης, την περίοδο 1999-2002 κατά την οποία η Τουρκία είχε επίσης σωρεία εσωτερικών προβλημάτων και η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζονταν ως «ισχυρό» κράτος, υιοθετούσαν πιο κανονιστικές προσεγγίσεις. Κυρίαρχη ήταν η θέση, να μην προκαλέσουμε ένταση, δηλαδή να μην ασκήσουμε τα απορρέοντα από το δίκαιο της θάλασσας δικαιώματα, διότι η Τουρκία θα εξήγαγε την κρίση και εμείς θα χάναμε τα κεκτημένα της οικονομικής μας «ευρωστίας» και της ευρωπαϊκής μας προοπτικής. Τώρα που βρισκόμαστε σε παρατεταμένη κρίση, υποστηρίζεται πως πρέπει να συνεχίσουμε την ελληνοτουρκική προσέγγιση λόγω αδυναμίας.
Εν όψει της επίσκεψης του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα της γέιτονος, οι θιασώτες της, με κάθε τρόπο και κόστος, ελληνοτουρκικής προσέγγισης ας μην βιαστούν να μιλήσουν για μια νέα αρχή των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας, τα παθήματά τους στο πρόσφατο παρελθόν είναι τόσα πολλά που τουλάχιστον οφείλουν να δείξουν αυτοσυγκράτηση. Βέβαια, αν σκοπός είναι να γίνουν κοινωνοί υπολανθανουσών κατευναστικών στρατηγικών θα πρέπει να το πράξουν αρκετά εκλεπτυσμένα, προοπτική εξαιρετικά αμφίβολη, διότι πρέπει να βασίσουν τις θέσεις τους σε ρεαλιστικά και στρατηγικά επιχειρήματα, τα οποία μέχρι πρόσφατα αποστρέφονταν ή τα θεωρούσαν ως ξεπερασμένες πολιτικές πρακτικές. Επιπλέον, οφείλουν να δικαιολογήσουν πώς συνάδει η ανάγκη για περεταίρω σύσφιξη των διμερών σχέσεων με τον «περιορισμό» βασικών δημοκρατικών ελευθεριών που τελείται στην Τουρκία, ενώ πρόσθεν έθεταν τον εκδημοκρατισμό της ως προαπαιτούμενο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και εξομάλυνσης.
Στον αντίποδα της προαναφερθείσας κυρίαρχης, εν πολλοίς, συλλογιστικής οφείλει η ελληνική κυβέρνηση να υπομιμνήσει, στον υψηλό καλεσμένο της, τις αδυναμίες της χώρας του και αυτά που αναμένουμε για να συνεχίσουμε την συναινετική μας πολιτική, όσον αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Να του υπενθυμίσουμε ότι ούτε η χώρα του είναι τόσο ισχυρή όσο ενδεχομένως νομίζει, ούτε η Ελλάδα, τόσο ανίσχυρη όσο διατείνονται ορισμένοι, εντός και εκτός συνόρων. Υπό αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να επισημανθεί στον Τούρκο Πρόεδρο πως για να οικοδομηθεί μια πραγματικά φιλική σχέση μεταξύ των δύο κρατών, η Άγκυρα υποχρεούται να επιδείξει τις καλές της προθέσεις στο Αιγαίο, να εγκαταλείψει κάθε αξίωση συγκυριαρχίας στην Θράκη και να επιδείξει ειλικρινή βούληση για την επίλυση του Κυπριακού.
Ακολούθως να του εξηγήσουμε, επί αυτής της βάσης και λόγω της φύσεως των τουρκικών επιδιώξεων – αμφισβήτηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων-, γιατί δεν θα αποδεχτούμε τις ηγεμονικές του αξιώσεις. Συναφώς να του επισημάνουμε ότι ο χρόνος παραπομπής στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα για το ζήτημα τις υφαλοκρηπίδας έχει παρέλθει και συν τω χρόνω θα ασκήσουμε τα δικαιώματα που απορρέουν σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συνάντηση δύναται να θεωρηθεί πραγματικά γόνιμη.