Σήμερα ως γνωστό, η μελέτη των γενετικών διαφορών μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων έχουν ουσιαστικά απαγορευτεί από την επιστημονική δεοντολογία καθότι τα αποτελέσματά τους θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν ρατσιστικές απόψεις. Παράλληλα όμως, υπό την επήρεια των προόδων της βιοτεχνολογίας, οι ίδιες διαφορές ανιχνεύονται στο επίπεδο της βιολογικής υπόστασης των ατόμων. Ο παραπάνω μεθοδολογικός εξατομισμός, είτε με εργαλειακές, είτε με ιδεολογικές μορφές, υποκρύπτει τις χειρότερες ίσως μορφές ενός νέου ρατσισμού «χωρίς ράτσες».
Κατά συνέπεια, οι βιολογικές διαφορές έπαψαν να είναι πολιτικώς ορθό κριτήριο ομαδοποιήσεων, έστω και στο επίπεδο του φύλου. Η ταξινόμηση και ομαδοποίηση των ανδρών και γυναικών στις βιολογικά οριζόμενες κατηγορίες του αρσενικού και του θηλυκού άρχισε να αντιμετωπίζεται σχεδόν ως «ορθολογικά απαράδεκτο ιδεολογικό στερεότυπο του παρελθόντος». Αρχικά, υπό την επήρεια του φεμινιστικού κινήματος, έγινε της μόδας «η αντικατάσταση της λέξης «φύλο» (sex) από τη λέξη «φύλο γένους» (gender), πράγμα που στην ουσία συνεπαγόταν την αντίληψη ότι η «γυναίκα» δεν αποτελούσε τόσο μια βιολογική κατηγορία όσο ένα κοινωνικό ρόλο. Όποιος επιστήμονας θα προσπαθούσε τώρα να ερευνήσει τέτοια ευαίσθητα θέματα, γνώριζε ότι έμπαινε σε πολιτικό ναρκοπέδιο». (Hobsbawm, E. (1997). Η Εποχή των Άκρων, εκδ. Θεμέλιο, σ. 701) Αν όμως η γυναίκα ιδεολογικά αποβιολογιοποιούμενη καθίσταται απλώς ένας φορέας κοινωνικών ρόλων, γιατί άραγε να μην ισχύει το ίδιο για τον άντρα; Εύκολα, στα πλαίσια του μετανεωτερικού ριζοσπαστικού σχετικισμού, το παραπάνω ερώτημα εκτρέπει τον όποιο βιολογικό προσδιορισμό του φύλου προς τον ιδεολογικό χώρο της ασάφειας, της ρευστότητας ή της υποκειμενικής αβεβαιότητας. Τώρα δεν καταργείται πια μόνο η παραδοσιακή, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ιδεολογική, αλλά και πρακτική διάκριση μεταξύ του «ενεργητικού» - ανδρικού και του «παθητικού» - γυναικείου πόλου της ομοφυλόφιλης σχέσης ή ο πιθανός αμφι-φυλόφιλος συνδυασμός τους. Πέραν από τα δίπολα του αρσενικού – θηλυκού εντός τόσο της ετεροφυλοφιλίας, όσο και της ομοφυλοφιλίας, η σύγχρονη πολιτική ορθότητα αναδεικνύει την ύπαρξη μιας πολύχρωμης, αμερικανόπνευστης «gay κουλτούρας» γεμάτης καλογυμνασμένα σωματικά πρότυπα, δίπλα σε άλλες, πιο εύθραυστες και τρόπον τινά πιο «θηλυκά» σωματοποιημένες στάσεις και συμπεριφορές. Εντός της κουλτούρας αυτής κυριαρχεί ο νέος a priori κανόνας: του ιδεολογικού εναγκαλισμού της ομοφυλοφιλίας από την ελευθεριάζουσα μετανεωτερικότητα που καθιστά την εναλλαγή των ρόλων και των ταυτοτήτων που συνδέονται με το φύλο σχεδόν αυτονόητη για τους συμμετέχοντες σε αυτήν την gay κουλτούρα. Οι ρόλοι αυτοί «πρέπει να» ορίζονται συγκυριακά, από τις χειραφετημένες από όλα τα στερεότυπα, συνειδητές ατομικές επιλογές. Απέναντι λοιπόν στους straight κάθε λογής ετεροφυλόφιλων ή ομοφυλόφιλων (αν μας επιτραπεί η έκφραση), κερδίζει έδαφος μια μορφή a priori «ερμαφροδιτισμού», συχνά ιδεολογικά νομιμοποιημένου με δήθεν βιολογικούς όρους (ως «φυσικής», εκ γενετής κατάστασης). Παράλληλα με αυτήν την δογματικά και αξιωματικά δηλωμένη «βιολογική απροσδιοριστία» της ταυτότητας που ως σήμερα στήριζε τη διάκριση αρσενικού – θηλυκού, προεκτείνοντας την μάλιστα ακόμα και εντός των ομοφυλόφιλων σχέσεων, στο πεδίο των ρόλων, αναδεικνύεται με έμφαση ένας ρευστός ή αναποφάσιστος, «μεταμοντέρνος» σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος συγκαλύπτει την ιδεολογική ηγεμονία του στο όνομα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών «όλων» των ομοφυλόφιλων. Ακόμα και εκείνων, ίσως των περισσότερων, που αφενός έχουν βαρεθεί τις «σκηνές κυνηγιού στην Βαυαρία», δηλαδή τους εξευτελισμούς και τις φασίζουσες διώξεις που εξακολουθούν να υπάρχουν σε βάρος τους, αλλά και που αφετέρου δεν επιθυμούν καθόλου να αναπαράγουν με την σχέση τους το τυπικό πλαίσιο της ετερόφυλης μικροαστικής και αστικής οικογένειας.
Σε ποιόν λοιπόν να θυμίσει πια κανείς τον «ξεπερασμένο» για κάποιους ψυχολογίζοντες, Φρόυντ (για τον οποίο ας υπενθυμίσουμε τα δύο φύλα συνυπάρχουν εξ’ ορισμού στον ψυχισμό κάθε ανθρώπινου ατόμου και ο ψυχικός «ερμαφροδιτισμός» δεν απορρέει καθόλου άμεσα από κάποιο βιολογικό ή έμφυτο «ερμαφροδιτισμό»); Πράγματι, στην ψυχαναλυτική προοπτική, δεν μπορεί να υπάρχει σοβαρή συζήτηση περί του ασυνείδητου και του απωθημένου, ούτε περί της ετεροφυλοφιλίας ή της ομοφυλοφιλίας, παρά από την στιγμή που ορίζουμε το φύλο του καθενός και της καθεμιάς σε συνάρτηση με τα βιολογικώς δεδομένα γεννητικά του όργανα, αφού χωρίς τον παραπάνω βιολογικό καθορισμό του φύλου δεν υπάρχει καν το κριτήριο που θα επέτρεπε να διακρίνουμε τις ψυχικές αμφιταλαντεύσεις των ατόμων γύρω από τον ψυχολογικά ισχυρότερο σεξουαλικό προσανατολισμό.
Όμως, για να επικρατήσει υπό το πρόσημο του ορθολογισμού και της επιστήμης, ώστε να γίνει πραγματικά κοινή, στο δυτικό κόσμο τουλάχιστον, η μετανεωτερίζουσα φιλελεύθερη λογική, απαιτείται αντικειμενικά η αποδόμηση όλων των κανονιστικών και συνεκτικών πλαισίων κοινωνικής ζωής που έχουν ιστορικά συγκροτηθεί μέσα από αναφορές σε κάποιο κοινό συμβολικό νόμο. Οι δυτικοί πολίτες οφείλουν, με άλλα λόγια, να αποδεχθούν ως αυτονόητο το νέο «αληθινό δόγμα» της παγκόσμιας αγοράς και των ατομικών δικαιωμάτων, στο όνομα όχι μόνο κάποιας «ανθρωπιστικής ηθικής», αλλά επίσης της επιστήμης και της προόδου – και αυτό, παρότι η επιστήμη αμφισβητεί εξ ορισμού οτιδήποτε εκφράζεται με a priori αλήθειες. Οι σημερινοί «διανοούμενοι υπηρεσίας» διαβεβαιώνουν εντούτοις τη δυτική κοινή γνώμη, ότι, όπως οι παραδοσιακές θρησκείες, τα έθνη, οι λαοί και οι πατρίδες τους, έτσι και η παραδοσιακή οικογένεια, ίσως δε και το φύλο των γονέων, αποτελούν μάλλον αναχρονισμούς και επιβιώματα του παρελθόντος. Ότι οι αξιολογικά ουδέτεροι υποτίθεται μηχανισμοί της διεθνοποιημένης αγοράς και του δικαίου των «ατομικών δικαιωμάτων» αρκούν για την ειρηνική συμβίωση όλων των αντισυμβατικών και χειραφετημένων ομιλούντων διπόδων επί του πλανήτη.
Με την συμβολή τους στην αποδόμηση όχι μόνο της παραδοσιακής οικογένειας, αλλά και της ίδιας της δομής του ζεύγους που αναπαράγει βιολογικά το ανθρώπινο είδος, οι «προοδευτικοί» αυτοί άνθρωποι δίνουν ήδη μια εφιαλτική εικόνα της «ουδετερότητας» των μηχανισμών που σταδιακά θα κυριαρχήσουν στις μελλοντικές μαζικές κοινωνίες ελέγχου των συμπεριφορών και των νοοτροπιών: προφανώς οι «ουδέτεροι μηχανισμοί» ελέγχου των συμβολαίων φροντίδας των υιοθετημένων παιδιών, της υπό καταμέτρηση «γονεϊκής τους αγάπης» ή ακόμα της «ικανοποίησης» των υιοθετημένων από τους ανάδοχους γονείς, με συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, οι απαντήσεις στα οποία θα κινούνται στις σφαίρες διστακτικής εξομολόγησης, της αυτολογοκρισίας, της ενοχής, του συναισθηματικού κενού κλπ., θα στελεχώνονται από «ειδικούς και εμπειρογνώμονες» (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, σύμβουλους ψυχικής υγείας κλπ.), οι οποίοι θα περιφέρονται στον υπό μόνιμο έλεγχο ιδιωτικό χώρο της αποδομημένης πάλαι ποτέ παραδοσιακής οικογένειας: ελλείψει άλλων συγγενικών ή οικογενειακών δεσμών, κάποιο κράτος θα πρέπει πλέον να ασχολείται με την τήρηση των «συμβολαίων αγάπης, φροντίδας και στοργής» που οφείλουν οι όποιοι, ομοφυλόφιλοι ή μη, ανάδοχοι γονείς στα παιδιά τους. Ο ρόλος αυτών των ειδικών θα συνοψίζεται όχι μόνο στην πρόληψη των εκδηλώσεων της διαστροφικής αγριότητας που επισυνάπτονται στον πάντα πιθανό «πόλεμο όλων εναντίον όλων», αλλά και πιο ψυχιατρικά, στη διαχείριση του μόνιμου πολέμου του καθενός από τους ανθρώπους «με πολλές ιδιαιτερότητες» εναντίον του εαυτού τους. Διότι το παλαιό ηθικό αξιακό σύστημα με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τις αμαρτίες, τις αρετές, τις θυσίες κλπ. δεν μπορεί πλέον να μεταφραστεί με όρους ατομικής ικανοποίησης. Όλα τα παραπάνω «υποβαθμίστηκαν σε εκφράσεις ατομικών προτιμήσεων και διεκδικήσεις με το αίτημα ο νόμος θα πρέπει να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα αυτών των προτιμήσεων. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά όλα αυτά βρήκαν την έκφρασή τους σε διάφορες θεωρίες από τον ακραίο φιλελευθερισμό μέχρι τον μεταμοντερνισμό που προσπάθησαν να παρακάμψουν ολωσδιόλου το πρόβλημα της αξιολογικής κρίσης και των αξιών ή μάλλον να το ανάγουν στον κοινό παρανομαστή της απεριόριστης ελευθερίας του ατόμου.» (Hobsbawm, E. (1997). Η Εποχή των Άκρων, εκδ. Θεμέλιο, σ. 435)
Διαβάστε στο πέμπτο μέρος: Δικαιωματισμός, Lifestyle και μορφωτική ελιτοποίηση της πληροφορημένης ημιμάθειας