Πρόκειται για μια χιλιοειπωμένη ιστορία, οι Τσιγγάνοι (Ρομά για τους υπέρμαχους της Πολιτικής Ορθότητας) εκμεταλλεύονται τις κρατικές παροχές αλληλεγγύης και καταλήγουν να παρασιτούν στην ίδια τους τη χώρα, ξοδεύοντας κρατικό χρήμα, είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ή μήπως πρόκειται για ένα κομμάτι μιας μεγαλύτερης εικόνας;
Ως προνοιακά επιδόματα, ορίζονται οι πολιτικές κάθε κράτους για την στρατηγική καταπολέμηση της φτώχειας ατόμων που πλήττονται από αυτήν και στερούνται βασικών αγαθών επιβίωσης, λογίζεται ωστόσο ως ένα μεταβατικό στάδιο, μια ώθηση προς μια καλύτερη ποιότητα ζωής, την οποία, έχοντας δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ο ευνοούμενος με την κρατική βοήθεια, ο ίδιος θα διεκδικήσει.
Στην περίπτωση των Τσιγγάνων, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια άλλη εικόνα: οικογένειες σε πλήρη ένδεια, υποβαθμισμένοι καταυλισμοί, παιδιά σε επισφαλή για την υγεία τους περιβάλλοντα, σχολική διαρροή και μεγάλα ποσοστά αποχής από τη θεσμοθετημένη εργασία, παρόλα αυτά, οι περισσότεροι είναι δικαιούχοι κρατικής οικονομικής υποστήριξης, γιατί άραγε να εξακολουθούν να συμβαίνουν όλα αυτά;
Αρχικά, ας εξετάσουμε τη φύση των επιδομάτων και πως αυτά εντέλει φτάνουν στα χέρια των δικαιούχων, τα προαναφερθέντα βοηθήματα δίνονται υπό όρους που πρέπει να πληροί ο εκάστοτε δικαιούχος.
Για παράδειγμα, ένας μαθητής για να λάβει την οικονομική ενίσχυση, οφείλει να πηγαίνει σχολείο, εντούτοις, πολλά παιδιά πηγαίνουν για λίγες μέρες έως ότου πάρουν το επίδομα μαθητή που καταβάλλεται κατά τους πρώτους μήνες του σχολικού έτους και μετά παρατούν το σχολείο, καθώς μπορεί να υπάρχουν επιδόματα όπου η πολιτεία έχει μεριμνήσει να ζητήσει δικαιολογητικά φοίτησης, βρίσκουμε ωστόσο πολλά σχολεία να τα δίνουν άκριτα χωρίς πολλή σκέψη και στις περιπτώσεις που δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση τα δικαιολογητικά για την λήψη της οικονομικής βοήθειας, η σχολική διαρροή είναι μεγαλύτερη.
Για την αποφυγή τέτοιων αποτελεσμάτων, χρειάζεται η αναδιάρθρωση των επιδοματικών πολιτικών, διότι τα επιδόματα δίνονται, με γνώμονα την μελλοντική αυτοκατάργησή τους, για την ενίσχυση της επαναληψιμότητας της προσπάθειας και όχι για την επιφανειακή και υποτυπώδη έκφρασή της.
Πολλοί γονείς Ρομά, λόγω της μη ομαλής ένταξής τους βιώνουν μια έντονη ματαίωση, αν και θέλουν τα παιδιά τους να έχουν ένα καλύτερο μέλλον, λόγω στέρησης των βασικών εκπαιδευτικών δεξιοτήτων, δεν μπορούν να τα βοηθήσουν, έτσι τα παιδιά που εισέρχονται σε ένα σχολικό περιβάλλον ως δίγλωσσα και χωρίς το κατάλληλο πολιτισμικό κεφάλαιο, έρχονται αντιμέτωπα με ένα μη συμπεριληπτικό μοντέλο εκπαίδευσης, καταλήγοντας πολλά από αυτά τα παιδιά, μιμούμενα τον τρόπο ζωής των γονέων τους, να αναπαράγουν τα υπάρχοντα μοντέλα με τα οποία είναι εξοικειωμένα.
Σε ένα περιβάλλον όπου τα σχολεία είναι υποστελεχωμένα, και πολλοί καθηγητές, απεγνωσμένοι να γεφυρώσουν το χάσμα κουλτούρας και τρόπου σκέψης μεταξύ αυτών και των Ρομά οικογενειών, η διαμεσολάβηση αποτελεί αναγκαία και ευεργετική συνθήκη για την βελτίωση των διαδικασιών ένταξης.
Αναφορικά με τον τομέα της απασχόλησης, εντοπίζουμε τους Ρομά να στερούνται δεξιοτήτων, να έχουν ελλιπείς γνώσεις της σύνταξης ενός βιογραφικού, της ουσιαστικής αντίληψης της αξίας της αποταμίευσης και της ενσημοδότησης με στόχο τη σύνταξη, ελλείψει λοιπόν γνώσεων και υποχρεωτικής εκπαίδευσης μέσω τυπικής και μη τυπικής μάθησης ακόμη και να αποπειραθούν να βελτιώσουν την ζωή τους, τα ριζικά προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι απροσπέλαστα, έτσι οι περισσότεροι επιστρέφουν στην οικονομική τους σταθερά που είναι τα επιδόματα, μικραίνοντας τα όνειρά τους, σε βαθμό που πλέον είναι μια ζοφερή σκιά του παρελθόντος που υπάρχει για να τους υπενθυμίζει πως δεν ήταν αρκετά καλοί για να καταφέρουν να δραπετεύσουν από αυτό το μοτίβο της ανεπάρκειας.
Τέλος συμπεραίνουμε πως, η φτώχεια ενέχει πολλά παράδοξα, ένα από αυτά έχει να κάνει με τις επιδοματικές πολιτικές και πώς αυτές δημιουργούν ένα παθητικό μοντέλο εξάρτησης από την κρατική μέριμνα, όταν λοιπόν δεν λειτουργούμε με γνώμονα την έρευνα και τις πρακτικές για την αξιοποίηση των δεξιοτήτων των Ρομά, των κλίσεων τους, την ενίσχυση των εκπαιδευτικών τους γνώσεων και την ενδυνάμωση του πνευματικού τους κόσμου με δραστηριότητες, ουσιαστικά δίνουμε σε αυτόν που επιθυμεί να τραφεί ένα ψάρι, το βέλτιστο θα ήταν να του μάθουμε να ψαρεύει και ακόμη παραπέρα το γόνιμο και ωφέλιμο είναι να του διδάξουμε τα οφέλη του ψαρέματος, εμφυσώντας του την έμπνευση η οποία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα βελτίωσης των συνθηκών ζωής των ανθρώπων…
Η επένδυση αξίζει όταν στρέφεται προς το μέλλον, και αυτό επιτυγχάνεται με μακροπρόθεσμες πολιτικές που ως στόχο έχουν την ριζική αναδιάρθρωση των οικονομικών συνθηκών μέσω προγραμμάτων για την ενίσχυση της απασχόλησης και της εκπαίδευσης, όπως σχεδιάζονται να υλοποιηθούν, με την αρωγή της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας, στην Εθνική Στρατηγική Κοινωνικής Ένταξης των Ρομά (ΕΣΚΕ 2021-2030), όπου προτείνονται ως επιχειρησιακοί στόχοι πληθώρα δράσεων που μεριμνούν για την πρόωρη ένταξη των Ρομά παιδιών στη προσχολική εκπαίδευση, την στοχευμένη υποστήριξη των παιδιών που φοιτούν στην υποχρεωτική εκπαίδευση, την κατάρριψη των στερεοτύπων, την ουσιαστική ενδυνάμωση των παιδιών για τη συστηματική φοίτησή τους και την ισχυροποίηση της επίδοσής τους σε συμπεριληπτικά σχολικά περιβάλλοντα.
Τα παραπάνω θα κατορθωθούν μέσω διαμεσολάβησης, αναβάθμισης εκπαιδευτικού υλικού, ανάπτυξης δεξιοτήτων, και χορήγησης υποτροφιών επιμελούς φοίτησης.
Στην απασχόληση, η κατάρτιση σε επιδοτούμενα προγράμματα τεχνικών επαγγελμάτων και ψηφιακών δεξιοτήτων, η ενθάρρυνση συμμετοχής μέσω των κατάλληλων εκπαιδεύσεων στο επάγγελμα του διαμεσολαβητή, όπως και η συμβουλευτική επαγγελματικού προσανατολισμού θα συμβάλλει στην κοινωνική ένταξη των Ελλήνων-Ρομά/Τσιγγάνων συμπολιτών μας .
Ας λάβει χώρα λοιπόν ένας ανοιχτός διάλογος για τις πραγματικές ανάγκες, υλικές και μη, των Ρομά, και ας διεκδικήσουμε ένα μέλλον σύμπλευσης στην αείροο πηγή της προόδου!