Προς αναζήτηση συμβιβασμών για τα μεγάλα ευρωπαϊκά πόστα

Η λέξη «συμβιβασμός» τη δεδομένη στιγμή φαντάζει ως προϋπόθεση sine qua non για την πορεία του πολυδαίδαλου συστήματος τα επόμενα πέντε χρόνια.
KENZO TRIBOUILLARD via Getty Images

Η επομένη των ευρωεκλογών βρήκε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μεγάλο βαθμό όπως προβλεπόταν. Μία νέα πολιτική γεωγραφία ξεδιπλώθηκε, με αρκετές διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Τέσσερις μεγάλες και μεσαίες ευρωκοινοβουλευτικές ομάδες αναδύθηκαν σαφώς (Λαϊκοί, Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι), αφήνοντας στο υπολογίσιμο περιθώριο την Άκρα Δεξιά και στο απόλυτο περιθώριο την Αριστερά. Στο επίκεντρο των συζητήσεων που διεξάγονται στο κατώφλι της νέας πενταετίας βρίσκεται η επιλογή των επικεφαλής των κύριων θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Οι συμβιβαστικές λύσεις είναι μονόδρομος, αν και κανείς δεν σπεύδει να το παραδεχθεί ακόμη.

Στη σύνοδο κορυφής της 21ης Ιουνίου τα θέματα συζήτησης ήταν δύο. Πρώτον, η δρομολόγηση της εφαρμογής της σημαντικής συμφωνίας για το κλίμα, με ορίζοντα το 2050 και δεύτερον, η επιλογή των προέδρων σε ορισμένα από τα κυριότερα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα επόμενα χρόνια.

Κι αν η συμφωνία για το κλίμα ήταν το «εύκολο» της ημέρας, ο ορισμός των νέων ηγετών των ενωσιακών θεσμών ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ξεκινώντας από τους μεγάλους «παίκτες», σημειώνεται ότι Γερμανία και Γαλλία έμειναν στις διαμετρικά αντίθετες θέσεις τους.

Η Καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ, υποστήριξε τη θέση ο πρόεδρος της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προέρχεται από το μεγαλύτερο κόμμα των πρόσφατων ευρωεκλογών, ήτοι από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Όπως είναι γνωστό, υποψήφιος για τη συγκεκριμένη θέση από το ΕΛΚ είναι ο Γερμανός και ομοϊδεάτης της κυρίας Μέρκελ, Μάνφρεντ Βέμπερ. Ωστόσο, αξίζει να τονισθεί ότι η κυρία Μέρκελ δεν φάνηκε ιδιαίτερα άτεγκτη στην προώθηση του κυρίου Βέμπερ. Βλέποντας τις αντιδράσεις των άλλων κρατών και ιδίως της Γαλλίας και του Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, υποστήριξε μεν την αρχική της θέση περί προέδρου προερχόμενου από το συντηρητικό κόμμα, αλλά φάνηκε να δέχεται σε δεύτερη φάση να μπει σε συζήτηση περί εναλλακτικών ονομάτων. Βεβαίως κινούμενη στο ίδιο μήκος κύματος, προώθησε την άποψη, εφόσον απορριφθεί η επιλογή Βέμπερ, να απορριφθούν και οι αρχικές επιλογές των άλλων μεγάλων ευρωκοινοβουλευτικών κομμάτων. Έτσι, βγήκαν από το τραπέζι – προς το παρόν τουλάχιστον – τα ονόματα του Φρανς Τίμμερμανς (πρόταση της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών) και της Μαργκρέτε Βεστάγκερ (πρόταση των Φιλελεύθερων – Renew Europe, όπως ονομάζονται πλέον ύστερα από σχετική πρωτοβουλία του Εμ. Μακρόν). Την ίδια τύχη είχε φυσικά και το όνομα της Σκα Κέλερ, πρόταση των Πράσινων.

Η άλλη μεγάλη δύναμη, η Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν, έχει μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα. Διαφωνεί κάθετα με την άποψη Μέρκελ περί προέδρου από το ΕΛΚ και προωθεί τη θέση ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν να επιλεγεί βάσει προσόντων ανεξάρτητα από το κόμμα στο οποίο ανήκει. Ο Γάλλος πρόεδρος υποστηρίζει επίσης ότι ο νέος επικεφαλής της Επιτροπής πρέπει μεν να χαίρει της αποδοχής του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά παράλληλα να απολαμβάνει και της ενεργού υποστήριξης της πλειοψηφίας των κρατών μελών όπως αυτή εκφράζεται μέσω των ηγετών τους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η θέση αυτή ενδεχομένως να συνιστά μια ελαφρά παρέκβαση από τη συνήθη μέχρι σήμερα πρακτική, η οποία έχει μάλιστα προσδιοριστεί σαφώς από όλες τις συνθήκες που διέπουν την Ενωμένη Ευρώπη. Η ισχύουσα πρακτική για την επιλογή του προέδρου της Επιτροπής, που προβλέπεται από το άρθρο 17 παρ. 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ), ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από τους αρχηγούς κρατών ή/και κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτείνει προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού έχει λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα των πρόσφατων Ευρωεκλογών.

Πρακτικά, αυτό μέχρι σήμερα σήμαινε ότι οι ηγέτες, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, πρότειναν τον υποψήφιο που υποστήριζε το κόμμα το οποίο είχε πλειοψηφίσει στις Ευρωεκλογές. Είναι ότι ίσως για πρώτη φορά γεννάται πολιτικό ζήτημα επ’ αυτού. Η σχετική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, η έλλειψη ευρείας αποδοχής στο πρόσωπο του κυρίου Βέμπερ και οι ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν σε σχέση και με τα άλλα μεγάλα πόστα του ευρωπαϊκού πολιτικού στερεώματος, γέννησαν την περιγραφόμενη κατάσταση.

Ως προς δε το ζήτημα της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκεί τα πράγματα ίσως είναι πιο σαφή, αλλά άμεσα συναρτώμενα με τις επιλογές για την προεδρία της Επιτροπής, για τον Ύπατο Εκπρόσωπο για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και βεβαίως για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η μεγάλη διελκυστίνδα αφορά στις προεδρίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Καθώς οι φήμες περί ενδιαφέροντος της Άγκελα Μέρκελ για την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συνεχίζονται, οι ισορροπίες που τηρούνται από τη μεριά της Γερμανίδας καγκελαρίου (και οι υπαναχωρήσεις της σχετικά με το πρόσωπο του κ. Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν) είναι ευνόητες.

Μια νέα σύνοδος που θα λάβει χώρα στις 30 Ιουνίου θα αναλάβει να διαλευκάνει ή να συσκοτίσει περισσότερο την κατάσταση. Κι αν η λέξη «συμβιβασμός» ήταν μέχρι σήμερα το κερασάκι στην τούρτα των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη δεδομένη στιγμή φαντάζει ως προϋπόθεση sine qua non για την πορεία του πολυδαίδαλου συστήματος τα επόμενα πέντε χρόνια.

Δημοφιλή