Προς εκλογές εικόνας, συνειρμών και θυμικού

Προς εκλογές εικόνας, συνειρμών και θυμικού
Alkis Konstantinidis / Reuters

Το δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015, αλλά κυρίως οι μέρες που προηγήθηκαν, ριζοσπαστικοποίησαν απότομα μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Εκτός από τους παραδοσιακούς ακτιβιστές, βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο και πολλοί, που δεν το είχαν μέχρι τότε στη μενταλιτέ τους, τάχθηκαν στην πλευρά του ΝΑΙ και κάπως έτσι γεννήθηκε το κίνημα του «Μένουμε Ευρώπη». Το κίνημα γιγαντώνονταν μέρα με τη μέρα με εντυπωσιακό ρυθμό, αφού ο χρόνος ανάμεσα στην εξαγγελία και τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήταν εξαιρετικά βραχύς. Μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, η μεγαλύτερη μάλλον, που σταθερά υποστήριζε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ένιωσε πως οι παλινωδίες και η αβελτηρία της κυβέρνησης των Τσίπρα – Καμένου – Βαρουφάκη τότε, αποτελούσαν ευθεία απειλή αυτού του κεκτημένου. Η αγωνία για το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης τους ώθησε να βγουν στους δρόμους, τις πλατείες και τα πεζοδρόμια και να δώσουν το δικό τους αγώνα, για να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή. Η βοή αυτής της κινηματικής εκδήλωσης ήταν έντονη, έδωσε στο ξεκίνημά της τη στέρεη πεποίθηση ότι το ΝΑΙ θα κυριαρχήσει στην κάλπη, η χώρα θα παραμείνει στην ευρωπαϊκή της θέση και από εκεί και μετά ο κάθε κατεργάρης θα κάτσει στον πάγκο του. Όλα αυτά στο ξεκίνημα, τις πρώτες μέρες, καθώς, μόλις αντιλήφθηκαν τη δυναμική αυτού του κύματος, κάποιες ευέλικτες περσόνες της δημόσιας σφαίρας, έσπευσαν να το… καβαλήσουν, έτρεξαν να αυτοανακηρυχθούν επικεφαλής του και να το ποδηγετήσουν.

Τα χαρακτηριστικά των περισσοτέρων εξ αυτών κοινά: ευκατάστατοι αυτοπροσδιοριζόμενοι αστοί, με απροσδιόριστη δικαιολόγηση του πλουτισμού τους, με εναλλακτικό γούστο και συνήθως αριστερές πεποιθήσεις, υποστηρικτές ενός διαστροφικού φιλελευθερισμού, που τον επικαλούνται για δικό τους όφελος, με απέχθεια για τον πραγματικό λαό, διαχρονικοί πολέμιοι της πολιτικής και των πολιτικών, εξυπνάκηδες και με μια δημόσια έκφραση, από ανάγωγη έως βλάσφημη. Μια ομάδα που παθαίνει αλλεργία σε κάθε τι δωρεάν, σε όποια παροχή και κρατική διευκόλυνση αφορά φτωχούς και ανήμπορους από τη μια, αλλά που λατρεύει και μονίμως κυνηγά ευρωπαϊκές και κρατικές ενισχύσεις, ΕΣΠΑ και επιλέξιμες δαπάνες από την άλλη.

Με λίγα λόγια άτομα αποκομμένα για δεκαετίες από τους κοινωνικούς αρμούς, παραζαλισμένα ακόμη από τη μέθη της κίβδηλης ανάπτυξης των περασμένων δεκαετιών, που μέσα στην κρίση έχασαν απότομα τον προσανατολισμό τους και δεν ήξεραν τι να πρωτοπροασπίσουν για τους εαυτούς τους: το βιοπορισμό τους, την ελευθερία τους ή την παρασιτική σχέση με τον τροφοδότη – ξενιστή τους, το κράτος.

Μπήκαν λοιπόν αυθαίρετα μπροστά σε αυτή την άδολη και γνήσια εξέγερση απλών καθημερινών ελλήνων, που δεν ήθελαν η χώρα τους να μείνει εκτός των τειχών της ένωσης. Το αποτέλεσμα ήταν να ανακοπεί η αρχική ορμή, λόγω της αποστροφής που προκάλεσε σε πολύ κόσμο το λανσάρισμα όλων αυτών των περιπτώσεων στην πρώτη γραμμή του «Μένουμε Ευρώπη». Πολλοί άνθρωποι πίστεψαν ότι η δική τους γνήσια αγωνία, αλλά και η αγωνιστική τους παρουσία στους δρόμους και τις πλατείες, θα αξιοποιούνταν από όλους τους παραπάνω για εξυπηρέτηση της ιδιοτέλειας τους. Η σκέψη «να μείνω στην Ευρώπη, για να συνεχίσουν όλοι αυτοί τις πρακτικές, που έφεραν τη χώρα ως εδώ;» υπέβοσκε σε πολλούς εκείνες τις κρίσιμες μέρες και ίσως να λειτούργησε καταλυτικά, ώστε από αντίδραση και μόνο μεγάλου κοινωνικού κομματιού να οδηγηθήκαμε τελικά στην κυριαρχία του ΟΧΙ, αποτέλεσμα έκπληξη για πολλούς εντός και εκτός Ελλάδας.

Από την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος ξεκίνησαν έντονες κοινωνικές διεργασίες και μετατοπίσεις, που δεν είχαν καμία σχέση με τη μέχρι τότε ένταξη και στράτευση των πολιτών σε ιδέες, αξίες και στόχους. Από το σημείο αυτό και μετά άρχισε, μεταξύ άλλων, να διαμορφώνεται και μια νέα κοινωνική ομάδα, η οποία πορεύτηκε και πορεύεται στην βάση των χαρακτηριστικών εκείνων, των πρώτων μικρών ηγετών του «Μένουμε Ευρώπη». Μια ομάδα συμπολιτών που ανακάλυψαν ξαφνικά τις έννοιες πολιτική, πατρίδα, δράση, αγώνας, αφού μέχρι τότε απέναντι σε όλα αυτά στεκόταν από παγερά αδιάφορη έως εχθρική. Από το 2015 μέχρι και σήμερα σχηματοποιήθηκε και απέκτησε εκπροσώπηση πλέον στην πολιτική, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την αρθρογραφία και την ίδια την κοινωνία. Το μέγεθος της είναι απροσδιόριστο, συνιστά όμως μια υπαρκτή κοινωνική οντότητα. Κεντρικό, ίσως και μοναδικό, ιδεολογικό εργαλείο στράτευσης έχει το στερεότυπο «σήμερα δεν πρέπει να μας απασχολεί τίποτα άλλο πέρα την απομάκρυνση αυτής της επικίνδυνης κυβέρνησης. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα».

Κουβαλώντας προφανώς ως ενοχή την μη ενασχόλησή τους με τα δημόσια πράγματα επί δεκαετίες, βρίσκουν ως καταφυγή και πρόφαση δημόσιας εμπλοκής αυτό το νεοφυές και κούφιο ιδεολόγημα. Επιπλέον, διάγοντας έναν βίο που σε κανένα σημείο του δεν συνδέθηκε η παρουσία τους με κάποια ελάχιστη πράξη πατριωτισμού, προσδίδουν σε αυτήν τη δημόσια προτροπή απαλλαγής - που τη διατυπώνουν με οξύ, τραχύ και ξύλινο ύφος - πατριωτικά χαρακτηριστικά. Πιστεύουν πως παιανίζοντας αυτό το «εμβατήριο» καμουφλάρουν τα έμφυτα πατριωτικά τους ελλείμματα.

Από το 2015 μέχρι και σήμερα τριγυρίζουν, πουλώντας μυαλό, βρίζοντας όποιον έχει διαφορετική ματιά εκτίμησης των γεγονότων από τη δική τους, σπιλώνοντας ανθρώπους, πορείες και διαδρομές, με σταθερή επιδίωξη τη διατήρηση του ομφάλιου λώρου που τους συνδέει με το σύστημα.

Έφυγαν κάποιοι από το Σύριζα, άλλοι πήγαν προσωρινά στο Ποτάμι, πολλοί εξύμνησαν στο ξεκίνημά του το ΚΙΝΑΛ, το οποίο στη συνέχεια εγκατέλειψαν, ενώ όλοι μαζί υβρίζουν σταθερά τον Καραμανλή και προσβάλουν διαρκώς τους παραδοσιακούς νεοδημοκράτες. Κάθε φορά δε, που φεύγουν από τους σχηματισμούς που κατά καιρούς τους υποδέχονται, το πράττουν με θόρυβο και πάντα καθυβρίζοντας και λοιδορώντας τις ηγεσίες τους.

Η ρητορική τους σε κάποια σημεία συμπίπτει με του Αλέξη Τσίπρα. Γι’ αυτούς, όποιος διαφωνεί μαζί τους είναι λαϊκιστής και οπισθοδρομικός, όπως για τον Τσίπρα όποιος έχει άλλη άποψη από αυτή που διατυπώνει η κυβέρνηση ή όποιος μιλάει πατριωτικά, είναι φασίστας και υπηρέτης του σκότους. Και οι δυο πλευρές, με αυτήν τη δογματική τους προσήλωση, παίζουν με τα νευρά των ανθρώπων, προκαλούν τη λογική, ενεργοποιούν την αντίδρασή τους κι έτσι τους σπρώχνουν δυστυχώς στα άκρα, ρίχνοντας αμφότερες νερό στο μύλο της ακροδεξιάς. Αυτός είναι ο καίριος κίνδυνος των εν λόγω πρακτικών.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον ο πρωθυπουργός έχει κάνει πια φανερό ότι στρατηγικός του στόχος είναι να στρέψει το εκκρεμές του πολιτικού συστήματος στα άκρα. Μεθοδικά επιχειρεί να απωθήσει τη ΝΔ από το πολιτικό κέντρο προς την άκρα δεξιά και να διεκδικήσει τον ακάλυπτο πολιτικό χώρο που προκύπτει. Είναι προφανές πως χτίζει με τυχοδιωκτισμό τον νέο πόλο του πολιτικού συστήματος, επιχειρώντας να κοντύνει τον άλλο, δηλαδή τη ΝΔ. Δείχνει πως θέλει να φτάσει στις εκλογές έχοντας μορφοποιήσει τα… κάδρα του διλήμματος: από τη μια μεριά αυτός και τα στελέχη του Σύριζα κι από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι μαζί. Στο δε «όλοι οι υπόλοιποι μαζί» επιχειρεί να συμπεριλάβει πλην της ΝΔ, τμήμα του εκσυγχρονιστικού και υπόδικου κυρίως ΠΑΣΟΚ, τα περιπλανώμενα απομεινάρια των «Μένουμε Ευρώπη», κά. Επιχειρεί να τσουβαλιάσει το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό.

Η μεθοδολογία χειρισμού υποθέσεων από το μακρινό, αλλά και το πρόσφατο παρελθόν, που αφορούν διαχείριση δημόσιου χρήματος στην υγεία, τα εξοπλιστικά, κά, εντάσσονται αποκλειστικά σε αυτό το σχεδιασμό. Να φέρει όλο το παραπάνω πολιτικό δυναμικό κοντά και σφιχταγκαλιασμένο. Προσδοκά μια εκλογική αναμέτρηση εικόνας, συνειρμών και θυμικού, όπου το κοντράστ προσωπικοτήτων θα είναι ικανό για να γύρει την εκλογική πλάστιγγα.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή η στρατηγική θα του βγει, ούτε με βεβαιότητα να υποστηρίξει πως η γιγαντωμένη αποστροφή των πολλών για τον πρωθυπουργό, την κυβέρνηση και το κόμμα του, απόρροια των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων και των πολλών ψεμάτων και υπερβολών που διατύπωσαν, θα αρθεί και θα αντιστραφεί από την αρνητική φόρτιση που προκαλεί, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, το άκουσμα και μόνο των ονομάτων κάποιων εμβληματικών πολιτικών προσώπων, από τους παραδοσιακούς μεταπολιτευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς και τους νέους συνοδοιπόρους τους.

Το σίγουρο πάντως είναι, αν υποτεθεί ότι αυτή είναι η στρατηγική Τσίπρα, πως η ΝΔ δείχνει να την… υπηρετεί με ευλάβεια, τόσο με τις επιλογές προσώπων στα οποία στρέφεται για να σηματοδοτήσει την αναγκαία διεύρυνση της επιρροής της, όσο και με τη μέχρι σήμερα στάση της σε πολιτικά ζητήματα (σκάνδαλα, δικαστικές εκκρεμότητες, κλπ) του παρελθόντος, που η κυβέρνηση πονηρά επαναφέρει.

Δημοφιλή