Η νέα Στρατηγική του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα δικαιώματα του παιδιού (2022-2027), εξαγγέλλει την μετάβαση από την απλή επίκληση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του παιδιού, στην πραγματική εφαρμογή και καθολική υιοθέτηση, από κοινού με τα παιδιά, καινοτόμων προσεγγίσεων και πολιτικών με στόχο την ανάδειξη της φωνής τους και την ενδυνάμωση της παρουσίας τους στις διαδικασίες που τα αφορούν.
Ήδη από το 2006, με την έναρξη του προγράμματος «Χτίζοντας μια Ευρώπη για τα παιδιά μαζί με τα παιδιά», το Συμβούλιο της Ευρώπης εισηγήθηκε επιμέρους στρατηγικές, πρότυπα παρεμβάσεων, προγράμματα συνεργασιών και την εποπτεία της συμμόρφωσης των κρατών της Ευρώπης με τις εξαγγελίες και τις συστάσεις του ώστε, συνολικά, να μπορούμε να μιλάμε για μια εμπειρία για όλα τα παιδιά που έρχονται σε επαφή με υπηρεσίες, συστήματα, Αρχές, φορείς, διαδικασίες η οποία να συνιστά μια “φιλική, προς το παιδί, δικαιοσύνη”.
Στο επίκεντρο των συστάσεων βρίσκονται, φυσικά, τα παιδιά που τελούν σε ιδιαίτερα ευάλωτες καταστάσεις όπως παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου υπάρχει ενδοοικογενειακή βία ή κατάχρηση ουσιών, παιδιά που διαμένουν σε ιδρύματα παιδικής προστασίας, παιδιά στα όρια της φτώχειας, παιδιά σε αστεγία, παιδιά με αναπηρία, παιδιά με παραβατικότητα, παιδιά ΡΟΜΑ, ασυνόδευτα παιδιά ή παιδιά με μεταναστευτικό καθεστώς.
Τα παιδιά αντιμετωπίζονται από την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Ο.Η.Ε. (ΔΣΔΠ, 1989), ως φορείς και υποκείμενα δικαιωμάτων και όχι ως παθητικά αντικείμενα προστασίας ή φιλανθρωπίας. Στο πλαίσιο αυτού του προσανατολισμού, ο ρόλος των παιδιών εμπλουτίζεται και διασφαλίζεται από πλέγμα δικαιωμάτων το οποίο απορρέει όχι μόνο από την ΔΣΔΠ αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, 1950) και από άλλα ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα συμβατικού ή μη συμβατικού χαρακτήρα. Η νομική αυτή εργαλειοθήκη υπερτονίζει την συμμετοχή των ίδιων των παιδιών στις υποθέσεις και τις αποφάσεις που ρυθμίζουν θέματα που αναφέρονται σε αυτά.
Συνεπώς, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αποκλίσεις ανάμεσα στην θεσμική πρόβλεψη και στην πράξη στο πεδίο των δικαιωμάτων του παιδιού, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν πρέπει, λανθασμένα, να αναζητήσουμε τις αιτίες αυτού του χάσματος στο τρέχον εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο.
Aυτό που μας προτρέπουν να κάνουμε οι διαπιστώσεις των ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών προστασίας του παιδιού είναι η άμβλυνση της απόστασης που εξακολουθεί να υπάρχει, γενικά, ανάμεσα στο δίκαιο που προβλέπει και στο πεδίο που υλοποιεί.
Τα δικαιώματα των παιδιών δοκιμάζονται αλλά και κατοχυρώνονται σε διοικητικές, αστικές και ποινικές διαδικασίες οι οποίες διέπουν την πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ζωή τους και την αντίστοιχη ζωή των κοινωνιών στα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Η πρόσφατη Στρατηγική του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Παιδιού για τα έτη 2022-2027 αναπτύσσεται σε έξι πυλώνες προτεραιοτήτων οι οποίοι είναι:
η ελευθερία από κάθε μορφής βία εις βάρος των παιδιών,
οι ίσες ευκαιρίες και η κοινωνική ένταξη για όλα τα παιδιά,
η πρόσβαση και η ασφαλής χρήση των νέων τεχνολογιών για όλα τα παιδιά,
η φιλική προς το παιδί δικαιοσύνη,
η ενδυνάμωση της φωνής των παιδιών,
τα δικαιώματα των παιδιών σε κρίση και σε καταστάσεις επείγουσας ανάγκης.
Από αυτούς τους θεματικούς άξονες, στο παρόν άρθρο, θα αναφερθούμε, ειδικά, στην εφαρμογή των κυριότερων αρχών μιας φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης, δηλαδή μιας δικαιοσύνης που υπάρχει πραγματικά προς όφελος των παιδιών και είναι προσαρμοσμένη σε αυτά.
Η δικαιοσύνη, για να διάκειται φιλικά προς τα παιδιά, είτε αυτά είναι δράστες είτε θύματα ή μάρτυρες μιας δικαστικής ή εξωδικαστικής διαδικασίας, θα πρέπει να είναι
αντίστοιχη με το γνωστικό και αναπτυξιακό τους στάδιο,
ταχεία και εύκολα προσβάσιμη σε αυτά,
κατανοητή από αυτά και
συμπεριληπτική προσκαλώντας στις διαδικασίες της όλα τα παιδιά ανεξαρτήτου χρώματος, φύλου, γλώσσας, φυλής, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, οικονομικής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Οι κυριότερες αρχές της φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης, συνοψίζονται στα εξής:
Η εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, αφορά την λήψη της καλύτερης απόφασης σε μια δεδομένη στιγμή και για ένα συγκεκριμένο παιδί, αξιολογώντας το συμφέρον του σε εξατομικευμένη βάση και στοχεύοντας στην ανταπόκριση στις ειδικότερες ανάγκες του και στις προσωπικές του συνθήκες. Μια απόφαση που κρίνεται κατάλληλη για το συμφέρον ενός ανηλίκου μπορεί να μην είναι η προσήκουσα για κάποιο άλλο παιδί, οπότε ως ορισμός, το βέλτιστο συμφέρον ενός παιδιού είναι υπόθεση σύνθετη και δυναμική και δεν μπορεί να προσδιορισθεί κατά τρόπο γενικό, στατικό και να αφορά όλες τις περιπτώσεις παιδιών.
Σίγουρα, κατά την την αξιολόγηση και την ικανοποίηση του υπέρτερου συμφέροντος ενός παιδιού, θα πρέπει να ακούγεται και να λαμβάνεται υπόψιν η γνώμη του ιδίου και να σταθμίζονται άλλα δικαιώματα του που συνυπάρχουν στην σφαίρα των δικαιωμάτων του όπως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και τον σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τον αυτοπροσδιορισμό, το δικαίωμα στην μη διάκριση, το δικαίωμα στην ευημερία κ.α.
Επίσης, η κρίση για την ορθότερη απόφαση σχετικά με το συμφέρον ενός παιδιού μπορεί να προσκρούει στην άσκηση των δικαιωμάτων άλλων μερών μιας διαφοράς όπως άλλων μελών της κοινότητας του, των γονέων ή των φροντιστών του, άλλων ανηλίκων-αντιδίκων κλπ.
Η διεπιστημονικότητα και οι αποτελεσματικές συνεργασίες των εκάστοτε αρμόδιων επαγγελματιών, μπορούν, υπό προϋποθέσεις, και κυρίως με γνώμονα τις αρχές της επαγγελματικής δεοντολογίας, να συνδράμουν στον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος ενός παιδιού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Η ικανοποίηση του δικαιώματος ακρόασης των παιδιών που ρητά προβλέπεται στο άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ, CRC) σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της ΔΣΔΠ (δικαίωμα του παιδιού στην ελευθερία της έκφρασης), το άρθρο 14 της ΔΣΔΠ (δικαίωμα του παιδιού στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας), σημαίνει ταυτόχρονα την υποχρέωση των επαγγελματιών με τους οποίους το παιδί σχετίζεται όπως θεραπευτές, νομικούς, ψυχολόγους, δικαστές, εισαγγελείς, δικαστικούς ή σωφρονιστικούς υπαλλήλους, να έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση ώστε να ακούν και να σέβονται την γνώμη των παιδιών και να απλοποιούν την γλώσσα που χρησιμοποιούν ώστε η επικοινωνία να είναι κατανοητή από τα παιδιά και προσαρμοσμένη στην ηλικία και την ωριμότητά τους.
Οι ενήλικες καλούνται να δημιουργούν “χώρο” για ενημέρωση, πληροφόρηση και συμμετοχή των παιδιών, σε περιβάλλοντα φιλικά προς τα παιδιά και με διαδικασίες που να ανταποκρίνονται στις ειδικότερες ανάγκες τους ώστε, εν τέλει, να ενθαρρύνουν την αυτονομία τους και να αποτρέπουν την εξάρτηση τους από τις διάφορες Υπηρεσίες.
Η συμμετοχή των παιδιών θα πρέπει να είναι εθελοντική και συμπεριληπτική, δηλαδή να μην κάνει διακρίσεις εις βάρος των παιδιών στην βάση του φύλου, της φυλετικής καταγωγής, της γλώσσας, της θρησκείας, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής ή της οικονομικής τους κατάστασης ή της αναπηρίας τους και ειδικά να αφορά παιδιά και των δύο φύλων, παιδιά ΡΟΜΑ, παιδιά ΑΜΕΑ, παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας, παιδιά που διαμένουν σε ιδρύματα παιδικής προστασίας, παιδιά των οποίων ο πληθυσμός υπερεκπροσωπείται στις τοπικές τους κοινότητες, παιδιά με παραβατικότητα.
Σαφείς μηχανισμοί παραπόνων και καταγγελιών εκ μέρους των παιδιών θα πρέπει να προβλέπονται σε Υπηρεσίες και Οργανισμούς που εξυπηρετούν παιδιά, χωρίς την απειλή της δυσμενούς συνέπειας ή της εκδικητικής μεταχείρισης και αντιμετώπισης για όσα παιδιά διαλέξουν να υποβάλλουν μια καταγγελία.
Επίσης, δεν θα πρέπει να τίθενται περιορισμοί με βάση την ηλικία, την γλώσσα, την ευαλωτότητα ή την αναπηρία των παιδιών ή άλλα χαρακτηριστικά τους (παιδιά με μεταναστευτικό καθεστώς, παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας, παιδιά των οποίων οι γονείς είναι κρατούμενοι κ.α.) κατά τρόπο που να συνιστούν αθέμιτη διάκριση και που, στην ουσία, τους στερούν το δικαίωμα πρόσβασης σε μηχανισμούς παραπόνων και εν γένει άσκησης συμμετοχής. Επίσης, οι διαδικασίες παραπόνων θα πρέπει να είναι άνευ κόστους.
Οι Ομάδες Εργασίας που συστήνονται για να διευθετούν ζητήματα παροχών και δικαιωμάτων των παιδιών θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν παιδιά σε τοπικό και εθνικό διαχειριστικό επίπεδο και η αξιολόγηση των υπηρεσιών που παρέχονται θα πρέπει να γίνεται από τα ίδια τα παιδιά.
Το δικαίωμα συμμετοχής των παιδιών θα πρέπει να κατοχυρώνεται στην εκπαιδευτική νομοθεσία, την νομοθεσία που αφορά την παιδική προστασία και κυρίως τους θεσμούς της αναδοχής και της υιοθεσίας, το οικογενειακό δίκαιο, την υγεία και το δικαίωμα στην συναίνεση σε θεραπεία και σε ιατρική πράξη, το μεταναστευτικό δίκαιο και τα ζητήματα ασύλου, το ποινικό δίκαιο που διέπει τις ηλικίες της ανηλικότητας και τις διαδικασίες της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων.
Η διαχείριση των υποθέσεων παιδικής προστασίας (παιδική παραμέληση και/ή παιδική κακοποίηση, αναδοχή και υιοθεσία) αλλά και η διαμόρφωση λύσεων σε περιπτώσεις παιδιών σε κρίση (παιδιά σε κίνδυνο, ασυνόδευτα ανήλικα, παιδιά με παραβατικότητα, παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας) απαιτούν διεπιστημονικότητα και διεταιρικότητα, δηλαδή την εμπλοκή επαγγελματιών με διαφορετικές ειδικότητες και την σύναψη ισχυρών, τυπικών και άτυπων, συνεργασιών μεταξύ των διαφόρων συστημάτων και θεσμών που αφορούν στην ζωή ενός παιδιού ώστε αυτό να πλαισιώνεται και να υποστηρίζεται συνολικά.
Ως κεντρικές έννοιες, η έννοια της διεπιστημονικότητας και της διεταιρικότητας, εκφράζονται στις επαναλαμβανόμενες παραινέσεις των εκθέσεων και των συστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Unicef, του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), του EUROCHILD. Οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επαγγελματίες του πεδίου είναι σύνθετες και απαιτούν σταθερές συνέργειες.
Οι συνεργασίες θα πρέπει να διέπονται από διατομεακούς κώδικες δεοντολογίας και σαφή πρωτόκολλα διαχείρισης ώστε πχ οι παραπομπές από τον ένα φορέα στον άλλο και η ανταλλαγή πληροφοριών να τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού στην ιδιωτικότητα αλλά παράλληλα, να εξυπηρετούν ολιστικά και με τον αρτιότερο τρόπο το συμφέρον του.
Η παραγωγή υλικού φιλικού προς τα παιδιά για τα δικαιώματα τους από τους φορείς που εργάζονται για τα παιδιά και με τα παιδιά, δηλαδή εντύπων με πληροφορίες σε απλή γλώσσα, κατανοητή από τα παιδιά και αντίστοιχη, κατά περίπτωση, με το αναπτυξιακό τους στάδιο και επίπεδο, τα οποία να είναι διαθέσιμα στην μητρική γλώσσα των παιδιών ή σε γλώσσα που αυτά καταλαβαίνουν. Αυτή η μορφή διάχυσης της πληροφορίας και της ενημέρωσης προς τα παιδιά επιτάσσει την διαμόρφωση κειμένων, νόμων και πολιτικών που αναφέρονται στα παιδιά σε γλώσσα και διάταξη οι οποίες βρίσκονται σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητα τους. Πιο συγκεκριμένα, το υλικό που διαμορφώνεται για να αποτελέσει πηγή ενημέρωσης για παιδιά στις διάφορες Αρχές και Υπηρεσίες, θα πρέπει
να έχει σχεδιασμό που είναι προσβάσιμος σε όλα τα παιδιά,
να χαρακτηρίζεται από περιεχόμενο διατυπωμένο σε απλή και σαφή γλώσσα,
η έκταση του να είναι συντομότερη της αρχικής που απευθύνεται σε ενήλικες,
η στόχευση του να είναι συγκεκριμένη στα κυριότερα σημεία ενδιαφέροντος και με bullet points,
να διαθέτει χρωματισμό και εικόνες που να αρμόζουν στην περίσταση και να μπορούν να αποδίδουν και την διαφορετικότητα,
να διαθέτει μικρές φράσεις, μίνιμουμ μέγεθος γραμματοσειράς 14,
να χαρακτηρίζεται από διακριτή διάταξη για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες,
να διακρίνεται από ύφος που να αρμόζει σε παιδιά και δεν τα αποθαρρύνει από το να διαβάσουν το περιεχόμενο,
να αναφέρεται σε συγκεκριμένα παραδείγματα,
να αποφεύγει την τεχνική ή δυσνόητη ορολογία
Τα παιδιά, έχουν δικαίωμα στην αναζήτηση και στην άντληση πληροφοριών σε γλώσσα προσαρμοσμένη σε αυτά και σε μέσο (έντυπο, ηλεκτρονικό, ηχητικό) της επιλογής τους (άρθρο 13 ΔΣΔΠ). Αυτή η εγγύηση αποτελεί την προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης των παιδιών (άρθρο 12 ΔΣΔΠ), υπό την έννοια ότι, εάν τα παιδιά δεν μπορούν να μάθουν επαρκώς τι συμβαίνει γύρω τους, τότε δεν θα μπορούν και να εκφράζουν την γνώμη τους και η φωνή τους θα παραμένει αποδυναμωμένη.
Πώς, επίσης, μπορούμε να προσδοκούμε συμμόρφωση από τα παιδιά σε κανόνες και νόμους, εάν οι τελευταίοι δεν τους είναι κατανοητοί; Σημαντική και αδιαμφισβήτητη στην διαμόρφωση του φιλικού προς τα παιδιά υλικού, η συμβολή των ίδιων, μέσω διαβουλεύσεων με παιδιά ώστε τα ίδια να μπορούν να οικειοποιηθούν τις λύσεις και τις αποφάσεις που λαμβάνονται για αυτά και να τις υποστηρίζουν
Η παροχή υπηρεσιών προς τα παιδιά από εξειδικευμένους και ειδικώς καταρτισμένους επαγγελματίες. Δικαστές, Εισαγγελείς, Επίτροποι των παιδιών, αστυνομικοί, νομικοί σύμβουλοι, επαγγελματίες συνηγορίας δικαιωμάτων των παιδιών, εργαζόμενοι στο ποινικό σύστημα ανηλίκων ή στο σύστημα παιδικής προστασίας και οικογενειακού δικαίου, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, κοινωνικοί επιστήμονες, φροντιστές, επαγγελματίες υποστήριξης θυμάτων, θα πρέπει να λαμβάνουν τακτική επιμόρφωση ώστε να βελτιώνουν διαρκώς τις καθημερινές τους πρακτικές υπέρ του συμφέροντος των παιδιών.
Όταν οι επαγγελματίες διαθέτουν επάρκεια αντιλαμβάνονται ότι τα παιδιά σε ευαλωτότητα (παιδιά που αποτελούν μέρος μιας δίκης με οποιονδήποτε ρόλο, παιδιά με αναπηρία ή με προσφυγικό καθεστώς, παιδιά ΡΟΜΑ, παιδιά στα όρια της φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας ή των οποίων οι γονείς πάσχουν από προβλήματα ψυχικής υγείας ή από αναπηρία), θα πρέπει να χαίρουν μιας προσέγγισης η οποία να υιοθετεί πολυσυστημικές και ολιστικές μεθόδους εργασίας.
Επίσης, η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τα παιδιά νοείται μόνο μέσω της διαρκούς εποπτείας και αξιολόγησης των εμπλεκόμενων λειτουργών και επαγγελματιών.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αρκεί μόνο η τεχνογνωσία και οι επαληθευμένες ως προς την επιτυχία τους πρακτικές που εφαρμόζονται σε παιδιά, αλλά απαιτείται και σταθερή φροντίδα προς τους εργαζόμενους με παιδιά, ξεκινώντας από τους πιο περιφερειακούς και εστιάζοντας σε αυτούς που έχουν κεντρική σημασία στην ζωή των παιδιών.
Η εποπτεία των εργαζόμενων σε Υπηρεσίες και Φορείς για παιδιά, θα πρέπει να παρέχεται στον χώρο στο οποίο αυτοί υπηρετούν καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί υποστήριξη προς τον εκάστοτε επαγγελματία ώστε ο τελευταίος να διατηρεί την ψυχική του ανθεκτικότητα, να αποφορτίζεται και να παρέχει με επάρκεια και αποτελεσματικότητα τις υπηρεσίες του προς τα παιδιά.
Επιπροσθέτως, η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των χωρών, η συμμετοχή σε οnline ή δια ζώσης σεμινάρια κατάρτισης για την απόκτηση γνώσεων σχετικών με τα δικαιώματα των παιδιών, τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα και την επικοινωνία με τα παιδιά, μπορούν να προάγουν την ευημερία τους.
Μόνο έτσι μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά από την δευτερογενή θυματοποίηση που μπορεί να τους επιφυλάσσουν τα διάφορα συστήματα από τα οποία διέρχονται.
Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι εμπειρίες των παιδιών που υποβάλλονται σε άσκοπες και αναρίθμητες συνεντεύξεις καθιστώντας την προδικαστική και δικαστική εμπειρία τους χρονοβόρα και ταπεινωτική, εντάσσοντας τα σε εκφοβιστικούς χώρους εξέτασης που δεν είναι προσαρμοσμένοι και διαμορφωμένοι ειδικά για την παιδική ηλικία και εκθέτοντας τα σε διαδικασίες που τα αιφνιδιάζουν ή προσβάλλουν την αξιοπρέπεια τους.
Εκτός από τις συνεντεύξεις, και οι λοιπές παρεμβάσεις στην ζωή ενός παιδιού όπως οι παραπομπές σε άλλον φορέα που εισηγείται ένας επαγγελματίας του πεδίου, θα πρέπει να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού στην αυτοδιάθεση και στην αυτονομία και δεν θα πρέπει να στοχεύουν στην διαμόρφωση επιλογών ή μιας προσωπικότητας από πλευράς του παιδιού που απλώς ικανοποιεί ή είναι αρεστή στον επαγγελματία που χειρίζεται την υπόθεση.
Τα παιδιά έχουν, σαφώς, δικαίωμα στις δικές τους επιλογές που, πολύ συχνά, μπορεί να μην είναι οι προσδοκώμενες από τους ενήλικες.
Τέλος, οι φορείς και οι Αρχές που ασχολούνται με τα παιδιά και τους εφήβους οφείλουν να χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια μέσα από συνέργειες με όλους τους τομείς, όπως τον κοινοτικό, τον δημόσιο, τον ιδιωτικό, τον μη κερδοσκοπικό καθώς και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
- Η παροχή των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης θα πρέπει να εξασφαλίζεται στα παιδιά όχι μόνο στις εξωδικαστικές, προδικαστικές και δικαστικές διαδικασίες
αλλά και στην επικοινωνία του παιδιού με τις κοινωνικές Υπηρεσίες που εμπλέκονται στις διαδικασίες αξιολόγησης του παιδιού και της οικογένειας του. Στην κατεύθυνση αυτή, τα συστατικά στοιχεία της δίκαιης δίκης όπως
ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας,
η νομική συμβουλευτική και εκπροσώπηση σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες,
η παροχή διερμηνείας,
η συνοδεία από γονέα ή από άλλον έχοντα, κατά περίπτωση, την επιμέλεια του παιδιού, ή από πρόσωπο της επιλογής του ίδιου του παιδιού,
το δικαίωμα πρόσβασης και ενημέρωσης στις γνωμοδοτήσεις και στις κάθε λογής εκθέσεις αξιολόγησης,
το δικαίωμα προσφυγής κατά των εκθέσεων αξιολόγησης ή κοινωνικής έρευνας,
η θέση προθεσμιών για όλες τις διαδικασίες,
η αιτιολόγηση των αποφάσεων που καθορίζουν την ζωή και το μέλλον ενός παιδιού,
η πρόσβαση σε ανεξάρτητους μηχανισμούς υποβολής καταγγελιών για την επανεξέταση διαδικασιών και αποφάσεων εκ μέρους των παιδιών καθώς και
η άμεση ενημέρωση τους για τις νομικές διαδικασίες που είναι στην διάθεση τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανές παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, θα πρέπει να διασφαλίζονται στο ακέραιο και να ασκούνται είτε από τα ίδια τα παιδιά είτε από έχοντες την γονική τους μέριμνα ή από άλλους νόμιμους εκπροσώπους τους.
Επίσης, η διενέργεια της κοινωνικής έρευνας οφείλει να ακολουθεί τις αρχές της αναλογικότητας και της νομιμότητας, δηλαδή να μην εισβάλλει υπέρμετρα στην ζωή ενός παιδιού και να μην απαιτεί, εκ μέρους του, επιλογές που προσβάλλουν την προσωπικότητα του και δεν αιτιολογούνται από την κατάσταση που αποτέλεσε την αφορμή για να εμπλακούν οι κοινωνικές Υπηρεσίες στην ζωή του παιδιού και της οικογένειας του.
Τέλος, η διάθεση, χρήση, κοινολόγηση, μεταβίβαση των προσωπικών δεδομένων ενός παιδιού θα πρέπει να τηρεί την αρχή της ελαχιστοποίησης της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποτελεί την κεντρική αρχή της προστασίας της ιδιωτικότητας και του απορρήτου ενός προσώπου.
Για την υλοποίηση των ως άνω δεσμεύσεων, στην χώρα μας, οι κώδικες δεοντολογίας των εμπλεκόμενων επαγγελματιών που εργάζονται με παιδιά και για τα παιδιά χρειάζονται αναθεώρηση και αναμόρφωση ώστε να ανταποκρίνονται στις συνταγματικές εγγυήσεις για τα παιδιά και στις σύγχρονες αρχές και υποχρεώσεις επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας.
Επίλογος
Τα συστήματα που εξυπηρετούν παιδιά, στην πλειοψηφία των χωρών του κόσμου, ακόμη και σήμερα, φαίνεται να καθορίζονται, να διαμορφώνονται και να λειτουργούν από την ισχυρή παρουσία των ενηλίκων οι οποίοι αποφασίζουν για ζητήματα εκπαιδευτικά, κοινωνικά, νομικά, οικονομικά ή πολιτικά που καθορίζουν την ζωή των παιδιών χωρίς, ωστόσο, την επαρκή ορατότητα και την ενεργό συμμετοχή των τελευταίων.
Επαγγελματίες χωρίς συνεχιζόμενη εκπαίδευση και επιμόρφωση υποτιμούν την ικανότητα αντίληψης και τις γνώσεις των παιδιών και αποφασίζουν για αυτά, συχνά, με τρόπο αυθαίρετο και αυταρχικό καθώς οι ίδιοι δεν διαθέτουν εξειδίκευση, κατάρτιση και αντίληψη της συμπεριφοράς των παιδιών και του διαφορετικού τρόπου επικοινωνίας τους.
Ένα σύστημα δικαιοσύνης φιλικό προς τα παιδιά, αντιμετωπίζει τα παιδιά με αξιοπρέπεια, φροντίδα και αίσθημα δικαίου. Είναι άμεσο, αξιόπιστο και εμπνέει εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Ακούει τα παιδιά, εγγυάται την εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος τους και σέβεται την γνώμη τους ειδικά σε περιπτώσεις όπου αυτή δεν μπορεί να εκφραστεί ρητά πχ παιδιά με αναπηρία ή παιδιά με μεταναστευτικό καθεστώς ή στις περιπτώσεις εκείνες που το βέλτιστο συμφέρον δεν μπορεί να διατυπωθεί ακόμη από τα ίδια τα παιδιά εξαιτίας γλωσσικών ή επικοινωνιακών φραγμών (πχ βρέφη ή πολύ μικρά παιδιά).
Η ανταλλαγή κατευθυντήριων γραμμών και επιτυχημένων πρακτικών μεταξύ των κρατών-μελών μαζί με την εμπέδωση της συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεων της στην διασφάλιση των δικαιωμάτων του παιδιού μπορούν να οδηγήσουν στην βελτιστοποίηση των παρεχόμενων, προς τα παιδιά και το οικογενειακό τους περιβάλλον, υπηρεσιών.
Ένα σύστημα δικαιοσύνης που διακρίνεται από φιλική προς τα παιδιά προσέγγιση, δεν βαδίζει μπροστά τους και δεν τα αφήνει πίσω. Διαμορφώνει τον βηματισμό του σύμφωνα με τον ρυθμό, τις αντοχές και τις δυνατότητες των ίδιων των παιδιών.
Πηγές:
1. Guidelines of the Committee of Ministers of the Council of Europe on Child Friendly Justice, 1/10/2011
2. Child Participation Assessment Tool, Indicators for Measuring Progress in Promoting the Right of Children and Young People under the age of 18 to participate in matters of concern to them, Council of Europe, 2016
3. Council of Europe Recommendation on Children’s rights and social services friendly to children and families, CM/Rec (2011) 12
4. Creating child-friendly versions of written documents, A guide, European Commission, 2021
5. Φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη-Απόψεις και εμπειρίες παιδιών και επαγγελματιών, Eυρωπαϊκός Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, FRA, 2017
6. Μ’ ακούει κανείς; Η συμμετοχή των παιδιών στην δικαιοσύνη ανηλίκων: Ενα εγχειρίδιο για πιο φιλικά προς τα παιδιά ευρωπαϊκά συστήματα απονομής δικαιοσύνης, International Juvenile Justice Observatory (IJJO), 2016