Η ραγδαία αύξηση, κατά 65%, των ενδοκρατικών και διακρατικών συγκρούσεων ανά τον πλανήτη την τελευταία τριετία, τα αέναα πλανητικά ζητήματα –κλιματική αλλαγή, επισιτιστική και ενεργειακή ασφάλεια, υγειονομικές πανδημίες– και η στρατηγική κατατριβής της Αμερικανικής υπερδύναμης έναντι της Ρωσίας, εγείρουν το ερώτημα περί μιας νέα πλανητικής συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Μιας νέας Γιάλτας απότοκης της λήξης των συγκρούσεων στην Κεντρική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή και του συνακόλουθου consensus των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία σφαιρών επιρροής. Η εν λόγω υπόθεση εργασίας συνδέεται με την αναφυόμενη αναγκαιότητα της πλανητικής υπερδύναμης να προασπίσει τη νεοφιλελεύθερη διεθνή τάξη έναντι των διαφαινόμενων εσωτερικών και εξωτερικών της διαμφισβητήσεων.
Αναφερόμαστε σε μια σειρά παραγόντων που δημιουργήθηκαν αφενός από την εσωτερική λογική της νεοφιλελεύθερης διεθνούς τάξης και αφετέρου από τις εναργείς προθέσεις των αναδυομένων δυνάμεων για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης. Από τη μια πλευρά η ίδια η νεοφιλελεύθερη διεθνής τάξη συμβάλλει στην αντίδραση κατά της πλανητικοποίησης και στα εθνικιστικά-λαϊκίστικά κινήματα, λόγω του ότι «οι διεθνείς θεσμοί έχουν γεννήσει την εγχώρια αντιπολίτευση» με τα αυξανόμενα αιτήματα της κοινής γνώμης για θέση-ρόλο στην πολιτική λειτουργία, ενώ τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική της διάσταση «αμφισβητούν τις έννοιες της εθνικής ταυτότητας».
Από την άλλη πλευρά μια σειρά κρατών, όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν ακόμα και η Τουρκία δυνητικά, που άμεσα ή έμμεσα αρνήθηκαν τα οφέλη της ένταξής του στο δυτικό θεσμικό πλαίσιο ή εκλαμβάνουν τη συμμετοχή τους ως μη ολοκληρωτικά επωφελή, επιζητούν την ανάδειξη ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος υπό τη βάση της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης – «είμαστε φίλοι με όλους».
Υπό αυτό το πρίσμα το ερώτημα που τίθεται είναι εάν και σε ποιο βαθμό η πλανητική υπερδύναμη (ΗΠΑ) και τα κράτη μέλη του Βορειοταλαντικού συμφώνου, δύναται να διατηρήσουν αλώβητη τη νεοφιλελεύθερη διεθνή τάξη ή θα κατανοήσουν και θα προσαρμοστούν στην αναδιαμορφωθείσα ισορροπία ισχύος και στις στρατηγικές των αναδυόμενων δυνάμεων για την εγκαθίδρυση μιας νέας παγκόσμιας τάξης.
Ο όρος “νέα παγκόσμια τάξη” χρησιμοποιήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον, μετά το τέλος του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, για να περιγράψει το ιδεαλιστικό του όραμα για μία «διεθνή ειρήνη». Σε αντιδιαστολή με την έννοια της «παγκόσμιας τάξης» (η οποία σπάνια συμβαίνει στην ιστορία), η διεθνής πολιτική τάξη αποτελεί ένα μοντέλο συμπεριφοράς που εξυπηρετεί τους στοιχειώδεις ή πρωταρχικούς στόχους των κρατών και συνήθως διαμορφώνεται από την κυρίαρχη μεγάλη δύναμη στο διεθνές σύστημα.
H σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνής τάξη χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη έλλειψη σταθερότητας, λόγω του γεγονότος ότι το μέτρο ανθεκτικότητάς της συνίσταται στην μεθοδική ικανότητα των Αγγλοσαξονικών δυνάμεων (ΗΠΑ-Βρετανία) να προβλέπουν και να εντοπίζουν προκλήσεις στην παγκόσμια πολιτική, να τις διαχειρίζονται, να τις ξεπερνούν και να ανακάμπτουν από τυχόν δυσμενείς συνέπειες-επιπτώσεις. Η ανθεκτικότητα εξισώνεται με τη σταθερότητα και τη διατήρηση της τάξης, έναντι των πολιτικοοικονομικών-στρατιωτικών ενεργειών των αναδυόμενων δυνάμεων (όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία) ως βασικών πηγών κινδύνων και προκλήσεων. Στο πλαίσιο αυτή της συλλογιστικής, η παρακμή της νεοφιλελεύθερης διεθνούς τάξης απεικονίζεται ως μια δομή επιρρεπής σε αταξία και βαθιές ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας σε συνδυασμό με την κατάρρευση της διεθνούς διακυβέρνησης που βασίζεται σε κοινές αξίες-αρχές.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ήδη από το 2017 στην έκθεση του Λευκού Οίκου για τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ (National Security Strategy –NSS, Δεκέμβριος 2017), καθώς και στις εκθέσεις για την στρατηγική εθνικής άμυνας (Summary of the National Defense Strategy–NDS, Ιανουάριος 2018) και του αναμορφωμένου πυρηνικού δόγματος των ΗΠΑ (Nuclear Posture Review –NPR, Φεβρουάριος 2018), του αμερικανικού υπουργείου άμυνας, η Ρωσία και η Κίνα ανάγονται σε μείζονες απειλές. Αξιολογώντας την ανακατανομή ισχύος και συμφερόντων σε πλανητικό επίπεδο οι Αμερικανοί λήπτες αποφάσεων, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η έναρξη ενός νέου ανταγωνισμού ισχύος μεταξύ της πλανητικής υπερδύναμης και των αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων έχει ήδη επέλθει.
«Από το 2010 έχουμε υπεισέλθει στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε διαφορετικούς βαθμούς, Ρωσία και Κίνα κατέστησαν σαφές ότι επιδιώκουν την ουσιαστική αναθεώρηση της διεθνούς τάξης και των κανόνων συμπεριφοράς που εγκαθιδρύθηκαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (NPR, 2018, σ. 6-7).
Τοιουτοτρόπως στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της προεδρίας Μπάιντεν, επιβεβαιώνεται ο στρατηγικός ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Κίνα-Ρωσία: «Η Ρωσία και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) θέτουν διαφορετικές προκλήσεις. Η Ρωσία αποτελεί άμεση απειλή για το ελεύθερο και ανοιχτό διεθνές σύστημα, περιφρονώντας απερίσκεπτα τους βασικούς νόμους της διεθνούς τάξης σήμερα, όπως έχει δείξει ο βάναυσος επιθετικός πόλεμος κατά της Ουκρανίας. Η ΛΔΚ, αντίθετα, είναι ο μόνος ανταγωνιστής τόσο με την πρόθεση να αναμορφώσει τη διεθνή τάξη όσο και, όλο και περισσότερο, με την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη για την προώθηση αυτού του στόχου».
Ποια είναι όμως η απάντηση Κίνας-Ρωσίας στην αξίωση πλανητικής πρωτοκαθεδρίας από τις ΗΠΑ;
Το στρατηγικό όραμα της Κίνας, όπως διακηρύχθηκε από τον πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ τον Σεπτέμβριο του 2013, έχει έναν διττό πολιτικό στόχο. Την μεσοπρόθεσμη αμοιβαία επωφελή συνεργασία για όλους τους συμμετέχοντες και την μακροπρόθεσμη δημιουργία μιας αρμονικής διεθνούς κοινότητας, στη βάση ενός κοινού οράματος για «τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας με κοινό μέλλον». Αυτό θα επιτευχθεί μέσα από «ένα σύνολο διασύνδεσης εμπορικών συναλλαγών και έργων υποδομής στην Ασία, την Ευρώπη και τον Ειρηνικό» εμπερικλείοντας περισσότερες από 68 χώρες και 4,4 δισ. ανθρώπους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η «νέα γέφυρα της Ευρασιατικής Γης», που διασχίζει το Καζακστάν, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και τελειώνει στο Ρότερνταμ και το «μπλε οικονομικό πέρασμα» που συνδέει την Κίνα με τον Αρκτικό Ωκεανό και την Ευρώπη.
Αντίστοιχα η Μόσχα υπό τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν προσπαθεί να επιβεβαιωθεί εκ νέου ως μια μεγάλη δύναμη που πρέπει να υπολογίζεται. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και η συνεχής ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου αποτελούν σοβαρές προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ειρήνη μεταψυχροπολεμικά. Συνακόλουθα, στη διακήρυξη της Ρωσικής Υψηλής Στρατηγικής από τον πρόεδρο Πούτιν (Ιούλιος 2021) οριοθετήθηκαν τα εθνικά συμφέροντα και οι στρατηγικές προτεραιότητες της Μόσχας για την επόμενη πενταετία. Αναγνωρίζοντας τη «διαμόρφωση νέας αρχιτεκτονικής, κανόνων και αρχών της παγκόσμιας τάξης» και τις «αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις», ανάγοντας «την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας, την ασφάλεια και τα δικαιώματα των πολιτών της στο εξωτερικό και την προστασία των πνευματικών και ηθικών θεμελίων της, στον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής της». Τα θέματα αυτά επαναδιακηρύχθηκαν από τον Πρόεδρο Πούτιν σε συνεδρίαση του Συμβουλίου του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών στις 18 Νοεμβρίου 2021 και εκ νέου από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, σε παρατηρήσεις του ενώπιον της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Συνέλευσης την 1η Δεκεμβρίου 2021. Σε εκείνη τη συνάντηση, ο κ. Λαβρόφ κατηγόρησε τη Δύση ότι απέτυχε να «αναγνωρίσει την πραγματικότητα της αναδυόμενης πολυκεντρικής παγκόσμιας τάξης» και ότι «σκόπιμα κατεδάφισε το σύστημα διεθνούς δικαίου με επίκεντρο τον ΟΗΕ». Υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προσπαθούν να την αντικαταστήσουν με μια τάξη βασισμένη σε κανόνες «που ωφελεί μόνο αυτούς» και ότι προωθούν ενεργά την αντιρωσική ρητορική. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν μπορεί να υπάρξει λογική εναλλακτική λύση στην ανεξάρτητη και ανοιχτή γραμμή εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας».
Εν κατακλείδι, Κίνα και Ρωσία συμπλέουν προς την εγκαθίδρυση ενός νέου πολυπολικού συστήματος πλανητικής διακυβέρνησης μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, οριοθετώντας τις σφαίρες επιρροής τους και διατηρώντας την αρχή της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας απαράβατη μεταξύ αλλήλων. Κατά τούτο η αναγνώριση της Ρωσικής και Κινεζικής επικυριαρχίας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της περιφέρειάς τους από τις ΗΠΑ, θα παρωθούσε στο μετριασμό της πολιτικοστρατηγικής έντασης, διαμορφώνοντας τις ικανές-αναγκαίες συνθήκες για ένα διευθυντήριο μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.