Στον υπνόσακο των ορατών η αιχμαλωσία μου
Ν. Καρούζος
Τί είναι στην πραγματικότητα η «πραγματικότητα» και πώς προσεγγίζεται η βαθύτερη ουσία της; Εδώ, νομίζω, βρίσκεται το αληθινό πρόβλημα των εικαστικών τεχνών. Όχι στο να εξαντλήσουμε επιφανειακά την οπτική εμπειρία, αλλά στο να εμβαθύνουμε στον μυστικό της βίο, στην εσώτατη στιβάδα της. Έχω την πεποίθηση, και αυτό ισχύει σε κάθε μορφή τέχνης, πως η εμμονή σ′ έναν μονοκόμματο και απλοϊκό ρεαλισμό που φωτογραφίζει ό,τι συνεκδοχικά και επιπόλαια αποκαλούμε «πραγματικότητα», ενέχει σπέρματα χυδαιότητας. Γιατί κολακεύει τη γνώση του αυταπόδεικτου και την εμπειρία του προφανούς όπως την αντιλαμβάνονται οι πολλοί. Κι αυτό είναι που κυρίως κάνει η τηλεόραση: επιχειρηματολογεί για το αυτονόητο και κομπάζει σχετικά με το κύρος του προφανούς, εθίζοντάς μας στην οπτική, και συνακόλουθα πνευματική, οκνηρία. Ενώ θα μπορούσε να είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο πολιτισμού, μια μικρή, καθημερινή επανάσταση μέσα στα σπίτια μας.
Συζήτηση, λοιπόν, για το χρέος και για το ρίγος, πράγματα, δηλαδή, εξ ορισμού δύσκολα, τα οποία θα ήταν σφάλμα να τ′ απαιτήσουμε από τρέχοντες -κυριολεκτικά και μεταφορικά- πολιτικούς ή από δημιουργούς που υπεράνω όλων θέτουν το προσωπικό τους ναρκισσευόμενο ψυχόδραμα και όχι το δράμα του τόπου που υφίσταται σταθερά παρά τις επίμονες ψιμυθιώσεις ευτυχίας.
Ζούμε, το ξέρουμε, σε μιαν εποχή φρενίτιδας της εικόνας: από τον ζωγραφικό καμβά ως το φωτογραφικό χαρτί και από το σελιλόιντ στη μικρή, φωσφορίζουσα οθόνη, η απόσταση είναι τεράστια και ασήμαντη. Και τούτο γιατί όλα τ′ ανωτέρω μέσα από την Αναγέννηση έως σήμερα κατέγραψαν την εκστατική εμμονή του αστικού κόσμου σχετικά με την απεικόνιση της πραγματικότητας· καλύτερα σχετικά με την απεικόνιση της πραγματικότητας των εικόνων. Πρόκειται για ένα παιχνίδι «αλήθειας» και «ζωτικού ψεύδους» που αγγίζει στις μέρες μας το ιδεολογικό του crescendo και ανεβαίνει την Via Crucis του· προς σταύρωση ή ανάσταση, άδηλον. Από την άλλη πλευρά η τέχνη συνιστά το πιο διεισδυτικό κλειδί για να ξεκλειδώσουμε τις κλειδωμένες ερμηνείες, για να παραβιάσουμε τα δυσεπίλυτα αινίγματα, για να ζήσουμε αλλιώς· δηλαδή για να μεταγγίσουμε στην καθημερινότητά μας ψήγματα και σταγόνες ποίησης. Διαφορετικά θα μένουμε έγκλειστοι σε μια λογική της αγοράς και στη συζητήσιμη «αυθεντία» των αρχόντων της τηλεοπτικής εικόνας, αυτών των σοβαροφανών τίποτε, που θεωρούν τον ακκισμό δημοσιογραφία και την πόζα έρευνα. Εγώ πάλι λέγω υμίν ίνα μη φοβήσθε τα σκουπίδια γιατί και από αυτά μπορεί να προέλθει ανάσταση, αλλά να φοβάστε τη σοβαροφανή οίηση όταν επιχειρεί με ευτελείς τρόπους να αποκρύψει το γελοίο.
Έγραφε ο Κάλας, ένας ποιητής-κριτικός κι ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού στις ΗΠΑ: «Ο ρόλος του ποιητή είναι να εκμεταλλευτεί την κληρονομιά της μυθολογίας όσο και της ουτοπίας...». Αυτός, ο διαρκώς ξένος που «ανασταινόταν» από πόλη σε πόλη, Αθήνα, Παρίσι, Λισαβόνα, Ν. Υόρκη, και που δεν ήθελε ν′ ανήκει πουθενά. Που αλληλογραφούσε με τον Θεοτοκά αλλά και τον Picasso, τον Τάκι αλλά και τον Pablo (τον επαναστάτη) και που μεγαλοαστός όντας αντιστρατεύτηκε την τάξη του και εγκατέλειψε την Ελλάδα του Μεταξά σε ηλικία τριάντα ετών για να καταστεί ένας από τους εγκυρότερους μελετητές της avantgarde του εικοστού αιώνα. Αλλά και που τα «ποιήματα» τα οποία εξέδωσε στην Αθήνα το 1932 θα έπρεπε να μελετώνται παράλληλα με τη σεφερική «Στροφή», την «Υψικάμινο» του Εμπειρίκου και το «Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν» του Εγγονόπουλου. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια το ψευδώνυμό του: Νικήτας Ράντος. Το πραγματικό του όνομα πάλι ήταν Νίκος Καλαμάρης ή Κάλας (1907-1988). Αγαπημένη του, τέλος, φράση η προτροπή του Breton: Να δώσουμε σε όλα τα πράγματα τη μορφή της επιθυμίας μας. Ο ίδιος πάλι θα ονομάσει τους καιρούς που ζούμε «εποχή της διακύβευσης», δηλαδή της κυριαρχίας των τέλειων μέσων αλλά και των συγκεχυμένων στόχων και του τρόμου εμπρός στο προφανές, που, παρ′ όλη τη θηριώδη του αυτάρκεια ούτε σε απογειώνει ούτε σε «ανασταίνει». Γιατί τότε θα ονομάζαμε την κατανάλωση ιδεολογία και τα supermarket μουσεία. Ή θα μας αρκούσε που κάποιοι θεωρούν την αγορά, θρησκεία. Και το διατυμπανίζουν!
Βλέπω απ΄το μπαλκόνι μου έναν ηλικιωμένο κύριο να βγαίνει από το απέναντι θηριώδες supermarket. Κυλάει ένα υπερφορτωμένο καροτσάκι, το οποίο προσέχει σαν μωρό. Ο ίδιος περπατάει αργά-ιεροτελεστικά και προσέχει να μην χτυπήσει πουθενά το πολύτιμο φορτίο του. Στα μάτια του ένα βλέμμα ανακούφισης, σχεδόν ευτυχίας. Το τρόλεϊ που ξεχειλίζει από «αγαθά», λειτουργεί στη συνείδησή του σαν σύμβολο ασφάλειας, σαν σωματοποιημένη ευτυχία. Συνεχίζει να προχωράει με το καροτσάκι του σαν να πηγαίνει βόλτα, ώσπου τον χάνω από τα μάτια μου. Ο ήχος όμως από τους τροχούς του αμαξιδίου ακόμη στριγγλίζει στ′ αφτιά μου. Σε λίγο η πλατεία νομίζω ότι γεμίζει από άπειρους τέτοιους ηλικιωμένους κυρίους, σαν φιγούρες γραβατωμένες του Magritte, που σέρνουν σιωπηλοί και αυτάρεσκοι καροτσάκια. Ο ομοειδής τριγμός τους αντηχεί εφιαλτικά, ενώ το μικρό κομμάτι ουρανού που αντιστοιχεί στην ανάλογη πλατεία γεμίζει από εκκωφαντικά βεγγαλικά και βαρελότα. Η ανάσταση του μικροαστού, που κερδήθηκε όταν (εξ)οβέλισε την επιθυμία του κι όταν υπέταξε το αναπαλλοτρίωτα προσωπικό του όνειρο στον αμείλικτο κανόνα.
ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΑ «ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΥ» του αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου («Ακρίτας», 2004) και χαίρομαι τη νηφάλια σκέψη, την συνδυαστική γνώση και τον ανυπόκριτο σεβασμό στη διαφορά. Γιατί, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, «η καλύτερη γνώση των άλλων θρησκειών δεν αποτελεί πλέον γνωσιολογική πολυτέλεια». Είναι ανάγκη, συμπληρώνω. Μια καλύτερη γνώση του Ισλάμ θα μας καθιστούσε ασφαλέστερους από πολλές πλευρές. Πληροφορία: τα νατουραλιστικά ψηφιδωτά που θυμίζουν Ραβέννα, στο Τέμενος του Βράχου στην Ιερουσαλήμ, έχουν φιλοτεχνηθεί από βυζαντινούς τεχνίτες (7ος αι.) που επέλεξε ο χαλίφης της Δαμασκού Αμπντ αλ Μαλίκ (685-705) που ανήκε στους Ουμαγιά, οικογένεια της Μέκκας συγγενή του Μωάμεθ. Το τέμενος αυτό με τον χρυσό τρούλο χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Σολομώντα στον λόφο Οφέλ, καλύπτοντας, σύμφωνα με την παράδοση τον τάφο του Αδάμ, και τον βράχο της θυσίας του Αβραάμ· απ′ όπου εξάλλου άρχισε η νυχτερινή πτήση του Μωάμεθ προς τους ουρανούς· η ανάστασή του!
Ο ναός της Ανάστασης βρίσκεται στον διπλανό λόφο. Του Γολγοθά. Το Τέμενος του Βράχου φέρει παραστάσεις ονειρικών τοπίων και πλούσιων κήπων σε χρυσό βάθος, έναν παράδεισο δηλαδή προετοιμασμένον από χριστιανούς για μουσουλμάνους! (Περισσότερα στο βιβλίο μου «Τα τεμένη της Θράκης, εισαγωγή στην αισθητική του Ισλάμ», «Μίλητος», 2003). Τέλος, στον τζαϊνισμό, παλαιότερη μορφή του ινδουισμού, βασική ιδέα είναι το ahimsa, η μη βία, ενώ οι πιστοί χωρίζονται σε Σβετάμπαρα, τους λευκοντυμένους, και Ντιγκάμπαρα, τους ντυμένους τον ουρανό, δηλαδή τους γυμνούς, ένεκα πενίας!
Δαιμονοποιούμε συχνά την εικόνα. Καιρός και να την αποθεώσουμε. Αλλά και να την διαβάσουμε διαγιγνώσκοντας τις διαφορές των επιμέρους εκφράσεών της. Το κέρδος τεράστιο... Για να κάνεις τέχνη, πρέπει να υπερβείς τη δεσποτεία του ορατού και να επιχειρήσεις την ερμηνεία του. Τότε η, όποια, εικόνα ντύνεται μαγικά τη σάρκα της αιωνιότητας.
Είχε δίκαιο ο Merleaux-Ponty, που υποστήριζε ότι η ζωγραφική δεν αποδίδει τόσο μια σάρκα αλλά αυτό που είναι η σάρκα. Ζωγραφίζει, μ′ άλλα λόγια, τη σωματικότητά της, το μυστήριο της ύπαρξής της, το μυστικό του ανθίσματος αλλά και του μαρασμού της. Αντίθετα, η φωτογραφία καθιστά το ορατό οικείο ως τα όρια της πένθιμης κοινοτοπίας. Ο Barthes έλεγε χαρακτηριστικά: «Όλοι αυτοί οι φωτογράφοι που αλωνίζουν τον κόσμο καταγράφοντας την επικαιρότητα ίσως δεν γνωρίζουν πως είναι πράκτορες του θανάτου». Το πρώτο χορωδιακό από τα κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ αρχίζει με τον στίχο «Ελάτε, θυγατέρες μου, διαμοιράστε το πένθος μου». Εντέλει, η τέχνη συνιστά ευφρόσυνο πένθος, εξορκισμό του θανάτου.
Αυτό που συμβαίνει για παράδειγμα στην ανεπίληπτη ζωγραφική του Βερμέερ (1632-1675) αλλά και την υπερβατική του Ελ Γκρέκο (1541-1614). Η πραγματικότητα μεταμορφώνεται σ′ έναν χορό χρωμάτων και σχημάτων και η εικόνα αποκτά μιαν άλω που δεν μεταφέρεται σε κανένα χαρτί, σε κανένα βιβλίο, σε καμία αναπαραγωγή. Η μαγεία είναι εκεί, εγκλωβισμένη και αμετακίνητη, υποδαυλίζοντας, σε όποια μάτια υγρανθούν κοιτάζοντάς την, μιαν ψευδαίσθηση αθανασίας...
ΥΓ. 1 Η υπέρτατη λειτουργία του ποιητή είναι να κάνει το μυστήριο έκδηλο μέσω των μεταφορών, Νικόλας Κάλας.
ΥΓ. 2 Το καλό με την τέχνη είναι πως όλοι μπορούν να έχουν γνώμη γι′ αυτή. Το κακό είναι πως καθένας νομίζει ότι δικαιούται να μιλάει εξ ονόματός της.