Η περίοδος που διανύουμε αποτελεί χωρίς αμφιβολία την πιο κρίσιμη φάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατά την τρέχουσα δεκαετία. Η «συμφωνία» (επισήμως μνημόνιο κατανόησης και συνεργασίας) που συνυπέγραψε ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον παρανόμως σφετεριζόμενο την εξουσία στην Τρίπολη της Λιβύης, Φαγέντ Αλ Σαράζ, δημιούργησε κλίμα και εν δυνάμει τετελεσμένα.
Ας δούμε τα δεδομένα. Πρώτον, η Τουρκία του Ερντογάν έχει πάψει προ πολλού να ενδιαφέρεται να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποκλειστικός στόχος του «σουλτάνου» και των περί αυτόν είναι η ανάδειξη της χώρας τους σε ισχυρό περιφερειακό παίκτη στην Ανατολική Μεσόγειο, που όχι απλώς θα επηρεάζει τις εξελίξεις, αλλά θα καθίσταται πάντα καταλύτης αυτών. Με απλά λόγια, ο Ερντογάν έχει διακηρύξει σε κάθε τόνο, από το 2011, ότι επιθυμεί να επεκτείνει τα σύνορα της πατρίδας (ανοικτή αμφισβήτηση Συνθήκητ της Λωζάνης) του και κυρίως την επιρροή της. Δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει να συμβαίνουν πράγματα χωρίς ο ίδιος να έχει λόγο επ’ αυτών. Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτή η δραματική μεταστροφή στη στάση του Τούρκου προέδρου σε σύγκριση με τον Ερντογάν του 2003 είναι πολλοί και οπωσδήποτε αποτελούν οπωσδήποτε αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.
Δεύτερον, η ελληνική εξωτερική πολιτική της τελευταίας δεκαπενταετίας βασιζόταν – έστω και τύποις ενίοτε – στη θεωρία της «ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας». Οι τελευταίες εξελίξεις μαρτυρούν ότι έχει έλθει προ πολλού η ώρα να αναθεωρηθεί αυτή η άποψη, που μέχρι σήμερα εξέφραζε πλειοψηφικά το πολιτικό σύστημα.
Τρίτον, μία ακόμη ελληνική αυταπάτη συνοψίζεται στο ρητό «η Τουρκία είναι απρόβλεπτη». Η Τουρκία είναι απολύτως προβλέψιμη και επ’ αυτού έχουν γράψει αρκετοί, προφανώς εμπειρότεροι και ειδικότεροι του υποφαινομένου. Απειλεί να γκριζάρει, πιέζει, εκφοβίζει και εν τέλει, εφόσον διαπιστώσει απραξία από την άλλη πλευρά, προχωρά στην εφαρμογή του σχεδίου της. Δεν πρέπει να διαφεύγει από κανέναν το δεδομένο ότι πρόκειται για μία σταθερά αναθεωρητική δύναμη. Μία χώρα που σταθερά καταπατά το διεθνές δίκαιο και δυνάμει αυτού δεν κύρωσε τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Μία χώρα που αγωνίζεται στρατηγικά, μεθοδικά και αδιάκοπα για την αλλαγή του status quo που προσδιορίστηκε το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Τέταρτον, η Τουρκία δεν είναι απομονωμένη. Είναι, ασφαλώς, χρήσιμο για την ελληνική εξωτερική πολιτική να αξιοποιεί στο έπακρο την πρόσδεση της Ελλάδας στους δυτικούς θεσμούς και να επικαλείται συχνά την πληθυντική πολιτική ρητορική υποστήριξη που λαμβάνει από τους εκπροσώπους τους. Ωστόσο, θα ήταν κολοσιαίο σφάλμα να θεωρήσει κανείς ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη, χωρίς δυνατότητα ελιγμών με την αξιοποίηση τρίτων παικτών. Αδιάφορο το αν η «αξιοποίηση» αυτή ακολουθεί την επίσημη οδό των θεσμικών διαδικασιών και των διπλωματικών εργαλείων ή αν γίνεται κάτω από το τραπέζι (λ.χ. γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία που πάγωσαν αλλά δεν ακυρώθηκαν ή ρωσοτουρκικές σχέσεις και ρόλος Ρωσίας σε Συρία και Λιβύη).
Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η τουρκική επιθετικότητα δεν συνιστά «πρόκληση», αλλά ξεκάθαρη πολιτική και στρατηγική επιλογή. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά είναι μία χώρα που μόλις και μετά βίας εξέρχεται από μία βαθιά οικονομική κρίση, αλλά και μία χώρα που εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση αξιών και προτεραιοτήτων, κυρίως ως προς τις προσλαμβάνουσες και τις επιθυμίες του ίδιου του κοινωνικού σώματος. Η περίοδος της ευμάρειας, που προηγήθηκε του δημοσιονομικού κραχ, χαρακτηρίστηκε από περισσή μαλθακότητα ως προς τα αμυντικά ζητήματα. Το δόγμα της απάθειας και η δαιμονοποίηση των εξοπλισμών – απόρροια μιας εντελώς ρηχής εξωτερικής πολιτικής και μιας αριστερίστικης ιδεοληψίας αντίστοιχα – οδήγησαν σε αρνητική εις βάρος της Ελλάδας ισορροπία ισχύος στην περιοχή.
Στα θετικά της εξωτερικής πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας, ωστόσο, πρέπει να προσμετρηθεί η καλλιέργεια στενής εταιρικής σχέσης με χώρες όπως το Ισραήλ και η προώθηση τριμερών συμπράξεων Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου. Τη δεδομένη στιγμή, κατά την οποία η χώρα μας προσπαθεί να ενισχύσει περαιτέρω το αξιόμαχο και την αποτρεπτική ισχύ των ενόπλων δυνάμεών της, τα εν λόγω συμμαχικά σχήματα είναι περισσότερο από αναγκαία.
Στο διπλωματικό επίπεδο, η ελληνική εξωτερική πολιτική ορθά στοχεύει στη σταθερή διεθνοποίηση των προβλημάτων με σκοπό τη φραστική υποστήριξη Ευρωπαίων και άλλων παραγόντων, όπως έγινε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρ’ όλα αυτά, είναι σαφές ότι το ελληνικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην επίκληση του διεθνούς δικαίου, με σκοπό την «προσέλκυση» θετικών δηλώσεων. Η ενεργητική εξωτερική πολιτική απαιτεί επιμελή εργασία με σκοπό την κατοχύρωση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ως προς τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες. Είναι ορθή η επιλογή η ανακήρυξη των ελληνικών ΑΟΖ να μη γίνει μονομερώς, καθώς στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα καλείτο να υποστηρίξει εξαρχής μία επιλογή χωρίς επιστροφή και με ορατό τον κίνδυνο απομόνωσης στην περιοχή. Ωστόσο, οι παρούσες συνθήκες ευνοούν τη συνεργασία με την Αίγυπτο και την Ιταλία για τον σκοπό αυτό. Φυσικά, κάτι ανάλογο επιβάλλεται να συμβεί και με τη Λιβύη, από τη στιγμή που το σημερινό καθεστώς διακυβέρνησης της συγκεκριμένης χώρας ανατραπεί.
Εν κατακλείδι, η ψυχραιμία και οι προσεκτικοί χειρισμοί που απαιτούνται στην παρούσα συγκυρία δεν πρέπει επ’ ουδενί να εκληφθούν είτε από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό ως ενδείξεις αδυναμίας. Αντίθετα, η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να εκφράζει σε όλους τους τόνους ότι αποτελεί μία χώρα – σταθερό θιασώτη της διεθνούς νομιμότητας, που όμως δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε παραβίαση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, τα οποία και είναι διατεθειμένη να προασπίσει στρατιωτικά, στην απευκταία περίπτωση που αυτό απαιτηθεί. Πολύ περισσότερο, δεν είναι διατεθειμένη να υποστεί τετελεσμένα που θα την οδηγήσουν σε κάποιο τραπέζι διαπραγματεύσεων, με σκοπό τη «συνεκμετάλλευση» πόρων της ελληνικής επικράτειας.
Η συγκυρία είναι κρίσιμη και το κλίμα ιδιαίτερα ρευστό. Η εγρήγορση και οι προσεκτικοί πολιτικοί χειρισμοί είναι τα βασικά προαπαιτούμενα του παιχνιδιού σε μια σκακιέρα δύσκολη. Ενός παιχνιδιού που απαιτεί δυνατούς παίκτες που οφείλουν να δείχνουν ότι είναι αποφασισμένοι για όλα. Ακριβώς για να μη συμβεί τίποτα.